Η οδύσσεια της ελληνικής οικονομίας
09/12/2018Η πρόσφατη κρίση (2008-2018), που ξεκίνησε ως κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (χρηματοπιστωτική), μετεξελίχθηκε στην Ελλάδα από κρίση δανεισμού σε δημοσιονομική κρίση, σε κρίση χρέους και σε κρίση της πραγματικής οικονομίας-κοινωνίας, μεταμορφώνοντας, έτσι, την ελληνική οικονομία σε αποικία χρέους.
Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφέρον του βιβλίου επικεντρώνεται στη διερεύνηση και κατανόηση του περιεχομένου της παραγωγικής διάρθρωσης, του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, αναζητάει τις βαθύτερες αιτίες των κρίσεων, των χρεοκοπιών, της μετανάστευσης και των «Μνημονίων διάσωσης», των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεών τους, τόσο κατά την περίοδο των δανειακών συμβάσεων(2010-2018), όσο και μακροπρόθεσμα, μέχρι το 2060.
Η συστημική και ποσοτική διερεύνηση και ανάλυση της παραγωγικής διάρθρωσης και του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις ημέρες μας, στο πλαίσιο των διεθνοευρωπαϊκών εξελίξεων και μετασχηματισμών, από την οπτική της βασικής υπόθεσης εργασίας ότι οι οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις στη χώρα μας είναι, κατά βάση, δομικές, προσανατόλισε, μεταξύ των άλλων, τον μεθοδολογικό άξονα των θεωρητικών, αναλυτικών και ποσοτικών προσεγγίσεων της μελέτης.
Από την άποψη αυτή τα βαθύτερα αίτια των οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων και, ειδικότερα, των κρίσεων παραγωγής, του χρέους, της αγοράς εργασίας και του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, τοποθετούνται, κατά βάση, στο επίπεδο της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Απομακρύνονται από τη μεθοδολογική προσέγγιση της περιγραφής των συμπτωμάτων και της διατύπωσης κοινότοπων διαπιστώσεων.
Όχι σε αναδυόμενη οικονομία
Παράλληλα, από τη μεθοδολογική αυτή προσέγγιση αναδείχθηκαν και άλλες πλευρές από αυτές που έχουν αναδειχθεί από τη σχετική με την ελληνική οικονομία βιβλιογραφία. Σημαντικότερη, μεταξύ άλλων, αυτή που προέκυψε από την έρευνα, ότι μόνο η ενδυνάμωση του παραγωγικού και τεχνολογικού εκτοπίσματος της ελληνικής οικονομίας είναι ικανή και αναγκαία, προκειμένου να την απομακρύνει, κατά τις επόμενες δεκαετίες, από τη μετεξέλιξή της σε αναδυόμενη οικονομία. Δηλαδή οικονομία με απορρυθμισμένη και ευέλικτη αγορά εργασίας, χαμηλό επίπεδο αμοιβών, συντάξεων, τεχνολογίας, παραγωγικότητας, επενδύσεων και εξειδίκευσης του εργατικού δυναμικού, με γήρανση του πληθυσμού και μετανάστευση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.
Βασικός μοχλός που θα προσανατολίσει την ελληνική οικονομία σε εντελώς αντίθετη (δανειακή, εξαρτημένη και εισαγόμενη «έτοιμη» εκβιομηχάνιση) κατεύθυνση και διάρθρωση (μεταπρατικός χαρακτήρας, υπηρεσίες, κατασκευές, τουρισμός) από αυτή που ακολούθησε, στο πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις ημέρες μας, αναδεικνύεται, ως εκ των ων ουκ άνευ, ο παραγωγικός και ο τεχνολογικός μετασχηματισμός της. Αυτό θα γίνει με ριζικές και σχεδιασμένες αναδιαρθρώσεις του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα. Βασικό μοχλό θα αποτελέσει επίσης και η σύσταση δικτύων, θεσμών προστασίας της εργασίας και προώθησης της οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας.
Κεντρικός στόχος, μεταξύ των άλλων, είναι να επιφέρουν ένα μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ της τάξης τουλάχιστον του 3,5% και σταδιακή αύξηση της σταθερής απασχόλησης, προκειμένου να μειωθεί η βαριά κληρονομιά των μνημονιακών πολιτικών(2010-2018) της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας και ιδιαίτερα της μακροχρόνιας ανεργίας. Πράγματι, από τη σύγκριση των στοιχείων του ΑΕΠ, με τα Μνημόνια και χωρίς τα Μνημόνια, προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία, ακόμη και με την απαισιόδοξη παραδοχή της ετήσιας μεταβολής του ΑΕΠ κατά 0.8%, θα χάσει μέχρι το 2070, λόγω των Μνημονίων, παραγόμενο πλούτο σε όρους ΑΕΠ της τάξης των 76 δις ευρώ (26,1%).
Ex ante
Το ίδιο σε όρους δημογραφίας, εργατικού δυναμικού και παραγωγικότητας της εργασίας, προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία, λόγω των Μνημονίων, θα χάσει μέχρι το 2060 το ¼ (25%) του πληθυσμού (2,8 εκατ άτομα), το 1/3 (33%) του εργατικού δυναμικού (1,5 εκατ άτομα) και το 1/3 ( 33%) της παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας.
Επιπλέον, βαδίζοντας η ελληνική οικονομία προς το 2070 θα συναντήσει ένα συνολικό (κύρια και επικουρική σύνταξη) συντελεστή αναπλήρωσης των συντάξεων της τάξης του 45% από 75% που ήταν το 2009. Ακόμα το συνολικό ποσό της μέσης κύριας και επικουρικής σύνταξης θα ανέρχεται στο επίπεδο των 850-900 ευρώ μεικτά. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται οι δυσμενείς αυτές προοπτικές στη χώρα μας να κατανοηθούν, ex ante, ως ανησυχητικές προκλήσεις και, όχι, ως δεδομένες εξελίξεις.
Διαφορετικά, η ελληνική οικονομία θα οδηγηθεί στην εγκαθίδρυση μίας αναιμικής και δανειακής ανάκαμψης, με δυσμενέστερους όρους από αυτούς της περιόδου 1981-2009, κατά τη διάρκεια της οποίας ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ήταν 2%, αλλά με συνεχή δανεισμό και επίπεδο κατανάλωσης δυσανάλογο των παραγωγικών της επιδόσεων. Στις συνθήκες αυτές η ελληνική οικονομία θα μετεξελιχθεί σε κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό υψηλού κινδύνου, με την έννοια της επώασης των αιτίων απασφάλισης της επόμενης κρίσης δανεισμού και των δυσμενών συνεπειών της στην παραγωγή, την τεχνολογία, την εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο σημαντικού τμήματος του πληθυσμού.