Η οικονομία ως προεκλογικό όπλο – Οι ψηφοφόροι και η τσέπη τους
16/06/2019Από γενική άποψη, σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, με σαφή μαζικοδημοκρατικά χαρακτηριστικά και με κυρίαρχο άξονα τις οικονομικές διεργασίες, η πολιτική είναι εξαναγκασμένη να ομιλεί πολιτικά διαμέσου της οικονομίας. Να λαμβάνει, στα επιχειρήματά της, αποφασιστικά υπόψη την οικονομία. Η τελευταία, νοούμενη ως σύνολο ιδιοτελών δραστηριοτήτων που στοχεύουν στην πραγμάτωση πολλαπλών ατομικών συμφερόντων, λειτουργεί με βάση τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας που είναι το αποτέλεσμα του γνωστού οικονομικού υπολογισμού. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχει ένα αντικειμενικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας απηλλαγμένο από κάθε πολιτική-θεσμική δέσμευση.
Η ταύτιση της αγοράς με την κοινωνία, σε αυτή την οικονομικίστικη αντίληψη, θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι το πολιτικό-κοινωνικό είναι ομοούσιο με το οικονομικό, και μάλιστα με τη σφραγίδα του τελευταίου. Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Παρουσιάζονται με αυτό τον τρόπο απλά επειδή η πολιτική έχει αποφασίσει in senso lato έτσι. Η ανάλυση του θέματος όμως δεν είναι του παρόντος.
Εκείνο που κυριαρχεί εδώ και μερικές δεκαετίες είναι το ακόλουθο: οι περί την πολιτική ασχολούμενοι θεωρούσαν δεδομένες δύο αμετακίνητες αρχές: Πρώτον, ότι σε τελική ανάλυση, η στάση των ψηφοφόρων καθορίζεται από το πώς οι εκλογικές επιλογές τους επηρεάζουν την τσέπη τους. Δεύτερον, ότι νικητής αναδεικνύεται όποιος καταφέρει να κερδίσει τον μεσαίο χώρο.
Η αντίληψη αυτή συμβολαιοποιήθηκε και συμπυκνώθηκε στην γνωστή φράση του Τζέιμς Κάρβιλ: «είναι η οικονομία ανόητε» που θεωρείται ότι επέτρεψε στον Μπιλ Κλίντον να κερδίσει τον πατέρα Μπους στις προεδρικές εκλογές του 1992. Με τη φράση “είναι η οικονομία, ανόητε” ο Κάρβιλ απευθυνόταν σε όσους εργάζονταν για την καμπάνια, προκειμένου να εξηγήσει ότι το ζήτημα που θα κρίνει τις εκλογές δεν είναι ούτε ο πόλεμος στο Ιράκ, ούτε οι σχέσεις με τη Ρωσία. Είναι η οικονομική κατάσταση της Αμερικής, ιδίως της μεσαίας τάξης, σε μια περίοδο που η οικονομία της χώρας αντιμετώπιζε σημαντικά ζητήματα ύφεσης.
Από τότε θεωρήθηκε ότι είναι το σύνθημα που όποιος το υιοθετεί κερδίζει. Είναι δύσκολο να αρνηθούμε ότι οι πολίτες ψηφίζουν στη σημερινή εποχή, πρωταρχικά, με βάση την τσέπη τους. Σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης τα οικονομικά ζητήματα βρίσκονται στις πρώτες θέσεις. Οι πολίτες, ειδικά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ευρισκόμενοι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, επιδιώκουν πάση θυσία τη βελτίωση του επιπέδου της ζωής τους που το είδαν να συρρικνώνεται.
Προωθώντας τα επιτεύγματα
Κάτω από αυτή την πίεση οι πολιτικές ηγεσίες στην προεκλογική περίοδο δίνουν βάρος στα οικονομικά τους προγράμματα, που κατά σύμπτωση εμπεριέχουν πληθώρα μέτρων υπέρ των πολλών. Συγχρόνως προβάλλουν μια σειρά επιτυχιών στο οικονομικό επίπεδο όταν ήταν στην εξουσία. Για παράδειγμα η ΝΔ συνεχώς προβάλλει τη μείωση του ΦΠΑ ως καταλυτικό επιχείρημα και ο ΣΥΡΙΖΑ τη μη μείωση των συντάξεων.
Ωστόσο, οι ίδιες πολιτικές ηγεσίες, την ίδια στιγμή που προβάλλουν τα επιτεύγματά τους, εγκαταλείπουν τους υπόλοιπους τομείς. Μάλιστα, η υποθήκευση των υπόλοιπων τομέων συνήθως είναι ζημιογόνος και για την οικονομία σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, αλλά οι εν λόγω ηγεσίες συνεχίζουν να κυβερνούν εκμεταλλευόμενες τα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα θετικά αποτελέσματα στην οικονομία.
Οι πολίτες ενδιαφέρονται πρωτίστως, και λογικά, για την ευημερία των ίδιων και των οικογενειών τους. Συνεπώς, η οικονομία όντως ενδιαφέρει καθοριστικά τον πολίτη, όσο τον ενδιαφέρει η επιβίωση του κράτους. Κατ’ επέκταση η δική του επιβίωση από την άποψη της οικονομικής υπόστασης, της γλώσσας, της συνείδησης, των αισθητικών παραστάσεων, και εν τέλει της ταυτότητας.
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι οικονομικές δυσχέρειες κινητοποιούν τα αντανακλαστικά του εκλογικού σώματος, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζητήματα που είναι ευκολότερα διαχειρίσιμα μέσω της επικοινωνίας. Τα προβλήματα στην οικονομία γίνονται άμεσα αντιληπτά από τον κόσμο και δεν επιδέχονται φτιασιδώματος. Αυτός, όμως, είναι και ο λόγος που την προεκλογική περίοδο λέγονται τόσα πολλά για την οικονομία που ελάχιστη σχέση έχουν με τις δυνατότητες πραγματοποίησής τους. Το κυριότερο, όμως, λέγονται συνειδητά ψεύδη, προκειμένου τα κόμματα να υπερκεράσουν τους αντιπάλους τους και να παρασύρουν τους πολίτες-ψηφοφόρους.