Η οικονομία ροκανίζει τον Ερντογάν – Η αμερικανική αγκαλιά έχει βαρύ κόστος
06/05/2020Δεν είναι ούτε μία ούτε δύο οι φορές που χτύπησε ο Ταγίπ Εντογάν το χέρι στο τραπέζι, ξεκόβοντας κάθε συζήτηση για προσφυγή στο ΔΝΤ. Ως γνωστόν η τουρκική οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο πριν ακόμα ξεσπάσει η πανδημία. Κατά τραγική ειρωνεία το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είχε το 2002 κερδίσει τις εκλογές και είχε σχηματίσει κυβέρνηση, επειδή είχε προηγηθεί η μεγάλη οικονομική κρίση του 2001.
Τότε η τουρκική λίρα είχε χάσει το 50% της αξίας της και η χώρα είχε βρεθεί στην “αγκαλιά” του ΔΝΤ. Οι πολιτικές επιπτώσεις εκείνης της κρίσης ήταν καταλυτικές. Τα τρία από τα τέσσερα κόμματα εξουσίας εκείνης της εποχής έμειναν εκτός Βουλής, επειδή δεν κατάφεραν να υπερβούν το όριο 10% για να εισέλθουν στην Εθνοσυνέλευση. Και το παραδοσιακό κεμαλικό κόμμα που το υπερέβη, παράμεινε για μια 20ετία καθηλωμένο. Έτσι ο Ερντογάν βρέθηκε πρωθυπουργός και στη συνέχεια κέρδισε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.
Σ’ αυτό είναι αλήθεια ότι το βοήθησε αποφασιστικά το γεγονός ότι επί εκείνων των ημερών του η τουρκική οικονομία απογειώθηκε. Προχώρησε σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις σε μία κατά βάση ελεγχόμενη από το κράτος οικονομία και αυτός ήταν ένας σημαντικό λόγος που κατάφερε να προσελκύσει ξένες παραγωγικές επενδύσεις. Η ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν εντυπωσιακή. Ο Ερντογάν υπερηφανευόταν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των Τούρκων διπλασιάστηκε επί των ημερών του. Είναι αλήθεια ότι η τουρκική κοινωνία γνώρισε μία μακρά περίοδο ευημερίας, η οποία άλλαξε τα καταναλωτικά πρότυπα και τις ισορροπίες στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας.
Η εκλογική απήχηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στηρίχτηκε στο πραγματικό πολιτικό αφήγημα για το “σύγχρονο οικονομικό θαύμα”. Οικονομική ανάπτυξη και εκλογικές νίκες από κοινού βοήθησαν τον Ερντογάν να εξουδετερώσει τις αλλεπάλληλες συνωμοσίες εναντίον της κυβέρνησής του και τελικά να κερδίσει τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο με το βαθύ μετακεμαλικό κράτος. Έτσι εδραίωσε την πολιτική ηγεμονία του.
Η οικονομία λειτουργεί αντίστροφα
Σήμερα, η οικονομία λειτουργεί αντίστροφα στο πολιτικό επίπεδο. Ροκανίζει την πολιτική ηγεμονία του Τούρκου προέδρου, σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο τα τελευταία 20 χρόνια. Η κλιμακούμενη οικονομική κρίση τον καθιστά όλο και πιο πολιτικά ευάλωτο. Στην πραγματικότητα, αφ’ ενός η προσπάθειά του να συντηρήσει υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αφ’ ετέρου οι γεωστρατηγικές επιδιώξεις του και ο μεγαλοϊδεατισμός του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να τεθεί εκτός τροχιάς η οικονομία, αν και δεν πρέπει να υποτιμηθεί η υπονόμευση της τουρκικής λίρας από τους Δυτικούς.
Η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία αποδείχθηκε ιδιαίτερα κοστοβόρα. Το ίδιο και η εμπλοκή στη Λιβύη. Διεκδικώντας δηλαδή ρόλο ηγέτιδας χώρας και επιχειρώντας να αποκτήσει επιρροή στους απανταχού μουσουλμάνους, ο Ερντογάν δεν δίστασε να σπαταλήσει πόρους για να εφαρμόσει την μεγαλομανή νεοοθωμανική στρατηγική του. Τον λογαριασμό δεν τον έχει ακόμα πληρώσει. Για την ακρίβεια, η Τουρκία δεν έχει δει τα χειρότερα στο οικονομικό επίπεδο.
Για να αποφύγει την προσφυγή στο ΔΝΤ, ο Ερντογάν προσπαθεί να διασώσει την τουρκική οικονομία μέσω της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (FED), με ένα ειδικό swap. Ακόμα και ο πρόεδρος Τραμπ να θέλει να βοηθήσει τον –κατά δήλωσή του– “φίλο” του δεν είναι σε θέση να το πράξει και μάλιστα όταν οι ΗΠΑ μαστίζονται από την πανδημία και το Νοέμβριο έχουν προεδρικές εκλογές.
Οι Αμερικανοί περιμένουν στη γωνία
Είναι δεδομένο πως οι Αμερικανοί θέλουν η Τουρκία να επιστρέψει στο δυτικό στρατόπεδο. Όρος είναι να εγκαταλείψει την ειδική στρατηγική σχέση που ο Ερντογάν έχει διαμορφώσει με τον Πούτιν, παρά το γεγονός ότι Ρωσία και Τουρκία έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα και στη Συρία και στη Λιβύη. Αυτό σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον θα επαναφέρει τα δίκτυα επιρροής που διέθετε για δεκαετίες στην Τουρκία και τα οποία ο Τούρκος πρόεδρος ξήλωσε μαζικά, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016.
Για να το πούμε αλλιώς, το τίμημα που ζητούν οι Αμερικανοί δεν είναι απλά να εγκαταλείψει η Άγκυρα το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400, αλλά ουσιαστικά να ακυρωθεί η αυτονόμηση του Ερντογάν από τη Δύση και η μετατροπή της Τουρκίας σε αυτοδύναμο παίχτη στην ευρύτερη περιοχή με δική της επιρροή στον μουσουλμανικό κόσμο. Με άλλα λόγια, για να αποφύγει την πτώχευση και το ΔΝΤ, ο “σουλτάνος” πρέπει να παραδοθεί σ’ αυτούς, οι οποίοι –κατά τη δική του πεποίθηση– προσπάθησαν το 2016 να τον ανατρέψουν.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα το δίλημμα που καλείται να απαντήσει. Αν κρίνουμε, πάντως, από το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών πριν ένα χρόνο και κάτι, η εκλογική του απήχηση μπορεί να μην καταρρέει, αλλά φθείρεται. Οι κάλπες είχαν καταγράψει σταδιακή αλλαγή του κλίματος. Η οικονομική κρίση λειτουργεί ως καταλύτης, επιταχύνοντας αυτή την τάση.
Η αντιπολίτευση δυναμώνει, γεγονός που τροφοδοτεί την εσωτερική πόλωση στο καθεστώς και στους δημάρχους των μεγάλων πόλεων που προέρχονται από την κεμαλική αντιπολίτευση. Τα ποσοστά δημοτικότητας του Ερντογάν βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και 17 χρόνια. Μην ξεχνάμε και την εμφάνιση δυο νέων κομμάτων, το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου και το υπό ίδρυση κόμμα του πρώην τσάρου της τουρκικής οικονομίας Αλί Μπαμπατζάν, τα οποία θα ψαρέψουν από την ίδια δεξαμενή που ψαρεύει το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι ο Ερντογάν έχει πάψει προ πολλού να είναι ένα αιρετός πρωθυπουργός και πρόεδρος που μπορεί να χάσει τις εκλογές και να πάει στα έδρανα της αντιπολίτευσης ή σπίτι του. Έχοντας οικοδομήσει ένα καθεστώς, έχοντας ασκήσει διώξεις και όντας φορτωμένος με πολλές “αμαρτίες” κινδυνεύει να βρεθεί όχι απλά πολιτικά και εκλογικά ηττημένος, αλλά στον γκρεμό, όποια κορφή κι αν έχει αυτός. Με άλλα λόγια, η έξοδός του από την εξουσία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.