Η πανδημία, τα πετρέλαια και η μεταστροφή του Τραμπ
14/04/2020Μπορεί ο Τραμπ και άλλοι ηγέτες στον κόσμο να πανηγύρισαν την απόφαση της ομάδας των πετρελαιοεξαγωγικών χωρών, της Ρωσίας και άλλων για μείωση της παραγωγής πετρελαίου, οι αγορές αντέδρασαν, ωστόσο, με νευρικότητα, παρότι τα περισσότερα χρηματιστήρια παρέμειναν κλειστά, λόγω της αργίας του Πάσχα των καθολικών. Οι τιμές του πετρελαίου κατέγραψαν αρχικά άνοδο, στην συνέχεια όμως υποχώρησαν και πάλι, εξαιτίας των παγκόσμιων ανησυχιών ότι οι περικοπές δεν είναι τέτοιας έκτασης που να μπορούν να αντισταθμίσουν τη σημαντική μείωση της ζήτησης.
Στο ξεκίνημα της ημέρας (10:09 ώρα Ελλάδας) οι τιμές του μπρεντ ενισχύθηκαν κατά 16 σεντς ή 0,5% στα 31,64 δολάρια το βαρέλι, αφού άνοιξαν βεβαίως στο υψηλότερο μέχρι στιγμής επίπεδο, στα 33,99 δολάρια. Μερικές ώρες αργότερα όμως (13.20 ώρα Ελλάδας), τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του μπρεντ υποχωρούσαν 26 σεντς ή 0,8%, στα 31,22 δολάρια το βαρέλι.
Την ίδια ώρα, το αμερικανικό αργό ενισχύθηκε κατά 37 σεντς ή 1,6% στα 23,13 δολάρια το βαρέλι, αφού ανήλθε στο υψηλό επίπεδο των 24,74 δολαρίων. Στην πορεία της ημέρας πάντως (13.20 ώρα Ελλάδας), τα συμβόλαια για το αμερικανικό αργό (WTI) παρέμειναν σταθερά, στα 22,76 δολάρια, με διακυμάνσεις σε θετικό και αρνητικό έδαφος.
Η συμφωνία ΟΠΕΚ+
Η ομάδα του ΟΠΕΚ, της Ρωσίας και άλλων χωρών συμφώνησε να μειώσει την παραγωγή κατά 9,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, για τους επόμενους δύο μήνες, τον Μάιο και τον Ιούνιο. Πρόκειται για μια μείωση που αντιστοιχεί περίπου στο 10% της παγκόσμιας προσφοράς και η απόφαση για αυτήν δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι υπουργοί της ομάδας ΟΠΕΚ+ χρειάστηκαν τέσσερις ημέρες έντονων αντιπαραθέσεων για να καταλήξουν στη συμφωνία. Είχαν προηγηθεί βεβαίως αρκετές εβδομάδες παρασκηνίου, στη διάρκεια του οποίου απειλήθηκαν ακόμη και στρατηγικές συμμαχίες.
Με δισεκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη να έχουν μπει σε καραντίνα, με καθηλωμένα τα αεροπλάνα, με βιομηχανικούς κολοσσούς σε αδράνεια, η πανδημία έδωσε τη χαριστική βολή στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, οι οποίες μειώθηκαν κατά 50% μέσα στο 2020. Η συμφωνία του ΟΠΕΚ+ δεν είναι παρά μια κίνηση υποστήριξης των διεθνών τιμών, την ώρα που η ζήτηση έχει πέσει στο ναδίρ και η έξοδος της παγκόσμιας οικονομίας από την ύφεση δεν αναμένεται να είναι άμεση.
Η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα προσφέρθηκαν μάλιστα εθελοντικά να κάνουν ακόμη μεγαλύτερες περικοπές στην παραγωγή που θα ανέβαζαν τη μείωση κατά 12,5 εκατ. Βαρέλια. Το Ριάντ πάντως καθόρισε σήμερα τις επίσημες τιμές πώλησης αργού τον Μάιο, σύμφωνα με τις οποίες θα διαθέτει φθηνότερο πετρέλαιο στην Ασία, στις ίδιες τιμές για την Ευρώπη και σε αυξημένες τιμές για τις ΗΠΑ.
Το ενδεχόμενο περαιτέρω εθελοντικής μείωσης της παραγωγής ανακοίνωσε και το Κουβέιτ, ο υπουργός πετρελαίου του οποίου υποστήριξε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η μείωση μπορεί να φτάσει στα 20 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, δηλαδή περίπου στο 20% της παγκόσμιας προσφοράς. Αρκετοί αναλυτές εκφράζουν, ωστόσο, αμφιβολίες για την πλήρη συμμόρφωση των παραγωγών στη συμφωνία και εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξει «διατηρήσιμη ανάκαμψη» της τιμής του πετρελαίου πριν εκδηλωθεί η «συμπιεσμένη ζήτηση», κάτι που προσδιορίζουν στο τρίτο τρίμηνο του έτους.
Η μεταστροφή του Τραμπ
Ένας από τους πρώτους ηγέτες που χαιρέτισαν τη συμφωνία ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δήλωσε ότι με την επίτευξή της θα σωθούν πολλές θέσεις εργασίας στον αμερικανικό ενεργειακό κλάδο. Το περίεργο όμως είναι, ότι στις αρχές Μαρτίου ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωνε ότι η μείωση των τιμών είναι «καλή για τον καταναλωτή», αφού οι πολίτες θα προμηθεύονται φθηνότερη βενζίνη.
Τότε, η μείωση στις τιμές του αργού είχε πυροδοτηθεί από τη διαμάχη της Μόσχας με το Ριάντ, καθώς η Ρωσία απέρριπτε την πρόταση του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής κατά 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Η εξέλιξη της πανδημίας όμως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της κατανάλωσης καυσίμων κατά τουλάχιστον 30%, άλλαξε τα δεδομένα. Η ραγδαία μείωση της ζήτησης συμπίεσε υπερβολικά τις τιμές και, σύμφωνα με το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNBC, οδήγησε το σύνολο της αμερικανικής βιομηχανίας σχιστολιθικού πετρελαίου, η οποία έχει το ακριβότερο κόστος παραγωγής παγκοσμίως, σε «τεράστιες μειώσεις κεφαλαιουχικών δαπανών και περικοπές θέσεων εργασίας».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι μόλις λίγες ώρες πριν τη συμφωνία οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές Νταν Σάλιβαν και Κέβιν Κράμερ, οι οποίοι εκλέγονται σε πετρελαϊκές πολιτείες των ΗΠΑ, παρότρυναν το Ριάντ να προχωρήσει σε μέτρα μείωσης της παραγωγής. Σημειώνεται ότι οι ίδιοι γερουσιαστές εισήγαγαν τον Μάρτιο νομοσχέδιο που προβλέπει την απομάκρυνση των Αμερικανών στρατιωτών και των πυραυλικών συστημάτων Patriot και THAAD από τη Σαουδική Αραβία, αν δεν μειωθεί η παραγωγή πετρελαίου.
Ο ρόλος του Μεξικού
Σχολιάζοντας αυτή τη «μεταστροφή» του Τραμπ, ο ειδικός σε θέματα πετρελαίου και αντιπρόεδρος της IHS Markit, Νταν Γέργκιν, υποστήριξε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος είδε τελικά τις εξελίξεις «ως θέμα εθνικής ασφάλειας, απασχόλησης και ως έναν πολύ σημαντικό παράγοντα για την αμερικανική οικονομία και απλώς επενέβη». Εκτίμησε μάλιστα ότι ο Τραμπ μπορεί και να πέτυχε τη «μεγαλύτερη και πιο περίπλοκη συμφωνία του».
Σύμφωνα με τον ίδιο, με αυτή τη συμφωνία η παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία και κλάδοι που εξαρτώνται από αυτήν «έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν μια πολύ βαθιά κρίση». Αυτό γίνεται στην παρούσα φάση με τη διατήρηση εσόδων και θέσεων εργασίας και σε μεταγενέστερη φάση με την αποτροπή «συσσώρευσης αποθεμάτων», τα οποία θα μπορούσαν να κρατήσουν χαμηλές τιμές και όταν η παγκόσμια οικονομία επιστρέψει στην κανονικότητα.
Για την επίτευξη συμφωνίας υπήρξε βέβαια ένα έντονο παρασκήνιο με συνομιλίες ακόμη και την τελευταία στιγμή ανάμεσα στον Τραμπ, τον Πούτιν και τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Σαλμάν. Καθοριστικός ήταν, ωστόσο, όπως ανέφεραν οι υπουργοί Πετρελαίου του Κουβέιτ και του Ιράν, ο συμβιβασμός που είχε επιτευχθεί νωρίτερα με το Μεξικό.
Η κυβέρνηση του Ομπραδόρ δίσταζε να προχωρήσει στις περικοπές που της είχαν ζητηθεί, μέχρι την περασμένη Παρασκευή που επενέβη ο Τραμπ, διαμηνύοντας ότι οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν το Μεξικό, αναλαμβάνοντας «ένα μέρος της διαφοράς». Ο Τραμπ υποσχέθηκε στο Μεξικό ότι θα «αποζημιωθεί αργότερα», αν και απέφυγε να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει αυτό. Την συμφωνία πάντως την έκλεισε.