Η πολιτική των ελάχιστων αποδοχών – Το μετέωρο βήμα της Κομισιόν
22/01/2020Η νέα Κομισιόν (Δεκέμβριος 2019) επιδιώκοντας να ενεργοποιήσει την διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (Νοέμβριος 2017), ανακοίνωσε –διαμέσου του Επιτρόπου Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων Ν. Σμιτ– την δεύτερη εβδομάδα του Ιανουαρίου του 2020, την πρωτοβουλία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς συνομιλητές, τους εργοδότες και τις κυβερνήσεις, για τον κατώτατο μισθό και την διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πλαισίου ελάχιστων αποδοχών στα κράτη-μέλη.
Η προσδοκία της Κομισιόν –σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση– συνίσταται στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων, της φτωχοποίησης του πληθυσμού, του κοινωνικού ντάμπινγ, κ.λ.π. στην ΕΕ. Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι η “νέα” αυτή πρωτοβουλία παλαιών αντιφατικών, ανεπιτυχών πρωτοβουλιών και ασκούμενων πολιτικών, ιστορικά συναντάται κατά την μεταπολεμική περίοδο το 1944, με την διατύπωση του F. Hayek, ως ελάχιστη ασφάλεια αυτών που δεν συμμετέχουν στην αγορά εργασίας.
Αργότερα (1962) συγκεκριμενοποιήθηκε από τον νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο, ιδρυτή της Σχολής του Σικάγου, με την μορφή της αρνητικής φορολόγησης (Κ. Δημουλάς, 2017), με την έννοια ότι όσοι βρίσκονται εισοδηματικά κάτω από το αφορολόγητο όριο θα δικαιούνται ποσό αντίστοιχο με αυτό που υπολείπεται μέχρι το αφορολόγητο όριο. Έκτοτε συναντάται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο με την πρόταση (2004), μεταξύ των άλλων, του Παγκόσμιου Δικτύου Βασικού Εισοδήματος και του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (2011), ως ελάχιστου επιπέδου κοινωνικής προστασίας για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης.
Παράλληλα, το ζήτημα των ελάχιστων αποδοχών, με διάφορες μορφές, συναντάται (1995) ως πρακτική εφαρμογή στην Βρετανία με το πρόγραμμα (Τ. Blair) του αποταμιευτικού λογαριασμού για κάθε παιδί, το οποίο ακυρώθηκε το 2009, στην Γαλλία και Ισπανία για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού, στην Γερμανία, στην Δανία και σε άλλες σκανδιναβικές χώρες, ως επίδομα διασφάλισης της ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία εμφανίστηκε ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της ακραίας φτώχειας (Κ. Δημουλάς, 2015).
Αντίθετα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η άσκηση των προαναφερόμενων πολιτικών στέφθηκε από αποτυχία ως προς την επίτευξη των προσδοκιών και των στόχων τους, συμβάλλοντας έτσι, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων στην ΕΕ. Kι αυτό γιατί στα κράτη-μέλη, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, το κοινωνικό κράτος βαθμιαία περιορίστηκε στα όρια ενός ελάχιστου επιπέδου θεσμοθετημένων παροχών και αποδοχών. Αυτό οδήγησε τον αναδιανεμητικό ρόλο του κράτους στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και των εγγυήσεων του να οριοθετηθεί στο ελάχιστο, παραχωρώντας σταδιακά στην αγορά μεγαλύτερο τμήμα ικανοποίησης των οικονομικών και κοινωνικών αναγκών του πληθυσμού.
Ήδη από τη δεκαετία 2000
Στις συνθήκες αυτές, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 2000 και πριν την οικονομική κρίση, υπήρχε διαφοροποιημένα θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός στα 3/4 των 28 κρατών-μελών της ΕΕ. Σήμερα στα 22 από τα 28 κράτη-μέλη η διαφοροποίηση του ύψους του κατώτατου μισθού κυμαίνεται από 286 ευρώ στην Βουλγαρία μέχρι 2.017 ευρώ στο Λουξεμβούργο.
Οι συντελούμενες αυξήσεις του κατώτατου μισθού, που στόχευαν στην βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των χαμηλόμισθων, επηρέαζαν, μεταξύ των άλλων, σε πολλές περιπτώσεις την γενικότερη εξέλιξη των μισθών. Όμως, η τάση αυτή ανακόπτεται σε πολλές χώρες, λόγω της σημαντικής και γρήγορης αύξησης των τιμών σε βασικά είδη κατανάλωσης το 2008. Αυτή η αύξηση δεν αντισταθμίστηκε από αντίστοιχες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό (Schulten T., 2009). Για την ακρίβεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού περιορίσθηκε στα δύο πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης ύφεσης στην Ευρώπη.
Έχουμε βέβαια εδώ ως δεδομένο ότι μετά το 2011 υπερίσχυσε σε αρκετές χώρες το βασικό επιχείρημα που συνοδεύει τις πολιτικές λιτότητας. Δηλαδή, η αναγκαιότητα περιορισμού του κόστους εργασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη διατήρηση της απασχόλησης. Έτσι, επηρεάστηκε αρνητικά η εξέλιξη των κατώτατων μισθών.
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της πολιτικής αποτέλεσε η Ελλάδα. Στο πλαίσιο υλοποίησης του 2ου Μνημονίου λιτότητας επιβλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012 σημαντική μείωση στις κατώτατες αποδοχές της τάξης του 22% (από 751,39 ευρώ σε 14μηνη βάση σε 586 ευρώ) στον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο και 32% αντίστοιχα για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών. Σήμερα ο κατώτατος μισθός ανέρχεται σε 650 ευρώ με προοπτική αύξησης 50 ευρώ, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες μέχρι το τέλος της επόμενης τριετίας.
Παρέμβαση Κομισιόν
Στις συνθήκες αυτές, η Κομισιόν γνωρίζοντας από την ευρωπαϊκή Συνθήκη ότι δεν μπορεί να παρέμβει στη νομοθέτηση και τη διαμόρφωση των μισθών στα κράτη-μέλη, προβάλλει «τον προβληματισμό για το ενδεχόμενο θέσπισης ενός ευρωπαϊκού πλαισίου ελάχιστων αποδοχών, προκειμένου να βρεθεί κοινό έδαφος υψηλών προτύπων καθορισμού των αποδοχών με παράλληλη ενίσχυση της σταδιακής οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης στην ΕΕ, προαγωγή των συστημάτων συλλογικής διαπραγμάτευσης και σεβασμό στην αυτονομία των κοινωνικών συνομιλητών».
Αυτό σημαίνει κατά την Κομισιόν ότι «κάθε πρόταση θα αντανακλά την ανάγκη καθορισμού των ελάχιστων αποδοχών σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις, μέσω συλλογικών συμβάσεων ή νομικών διατάξεων». Με άλλα λόγια, η Κομισιόν κατανοώντας τις δυσχέρειες μίας ευρωπαϊκής εναρμόνισης του κατώτατου μισθού, αποσαφηνίζει (V. Dombrovskis) ότι «δεν πρόκειται με αυτή την πρωτοβουλία να καθορισθεί ένα ενιαίο επίπεδο κατώτατου ευρωπαϊκού μισθού, ούτε να υποχρεωθούν όλα τα κράτη-μέλη να θεσπίσουν ένα κατώτατο μισθό».
Ο στόχος της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας της Κομισιόν είναι η παρουσίαση ενός «νομικού εργαλείου που θα διασφαλίζει ένα υψηλό επίπεδο αποδοχών, προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες τους», δεδομένου ότι ένας σημαντικός αριθμός των εργαζομένων (22,5% ή 112,9 εκατομμύρια) στην ΕΕ διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Όμως, η ασάφεια του “νομικού εργαλείου”, όπως και οι περιορισμοί και οι αντιφάσεις μεταξύ των στόχων και των προϋποθέσεων επίτευξης τους, κάνουν αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ να εκφράζουν άμεσα τις σοβαρές επιφυλάξεις τους. Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης υποστηρίζουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα πλήξει το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους.
Οι σκανδιναβικές χώρες θεωρούν ότι η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί παρέμβαση της Κομισιόν στο κοινωνικό κράτος των χωρών τους και άλλοι παράγοντες της διαβούλευσης θεωρούν ότι ο κατώτατος μισθός θα συνδεθεί θεσμικά με την ασκούμενη δημοσιονομική πειθαρχία και πολιτική της ΕΕ. Ως εκ τούτου θα σημειώσει στο μέλλον, σε πραγματικούς όρους, αρνητική εξέλιξη.