Η πράσινη ενέργεια “δαγκώνει” δυνατά τους καταναλωτές
14/10/2021Τις τελευταίες ημέρες έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται άρθρα στον διεθνή, αλλά και στον ελληνικό Tύπο, σχετικά με το “ξαφνικό” χτύπημα που δέχεται η ΕΕ, αλλά και η παγκόσμια οικονομία από την έλλειψη καυσίμων και την εκτίναξη των τιμών φυσικού αερίου. Πολλά από αυτά περιγράφουν την κατάσταση, άλλα τις αιτίες και άλλα τα πολιτικά ή γεωστρατηγικά παιγνίδια που κρύβονται γύρω από αυτά. Υπήρξαν και δύο ενδιαφέρουσες δηλώσεις, η μία από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η άλλη από τον Πρόεδρο Πούτιν.
Η πρώτη ήταν πως η Δύση τα «έκανε θάλασσα» με την μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια. Η δεύτερη ήταν μια δήλωση για να καθησυχαστούν οι αγορές πως η Ρωσία δεν θα μειώσει τις ποσότητες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αλλά αντίθετα θα τις αυξήσει. Ήδη η Gazprom άρχισε να χρησιμοποιεί τα αποθέματά της για να αυξήσει τις παραδόσεις φυσικού αερίου. Η τιμή του φυσικού αερίου έχει πενταπλασιαστεί από την άνοιξη. Το πετρέλαιο πέρασε τα 80 δολάρια, τιμή που είχε το 2014.
Τα αποθέματα φυσικού αερίου στην ΕΕ είναι χαμηλά, λόγω της περσινής ύφεσης ελέω κορονοϊού. Η ίδια η παραγωγή φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχει μειωθεί, λόγω μείωσης των επενδύσεων σε αυτόν τον τομέα ενέργειας. Όλες οι μεγάλες εταιρίες πετρελαιοειδών, από το 2015, έχουν περιορίσει στο ελάχιστο τις επενδύσεις τους σε ανεύρεση νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και διατηρούν μεγάλα αποθέματα ρευστότητας, τα οποία χρησιμοποιούν για επαναγορά των μετοχών τους ή για διανομή μεγάλων μερισμάτων στους μετόχους τους.
Ως εκ τούτου οι ποσότητες που βρίσκονται προς διάθεση στην αγορά έχουν γενικά μειωθεί, ή δεν δείχνουν να μπορούν να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, όπως τώρα. Εκτός αυτού, οι κυρώσεις των ΗΠΑ στο Ιράν και η μόνιμη κατάσταση χάους στο Ιράκ, στερούν από την αγορά μεγάλες ποσότητες υδρογονανθράκων, οι οποίες βρίσκονται στο υπέδαφός τους ανεκμετάλλευτες.
Οι λόγοι για το ενεργειακό “ράλι”
Η δεκαετία του 1960, με τα παιδιά των λουλουδιών, ήταν η αρχή μιας κίνησης για την επιστροφή στη φύση. Ένας νέο-ρομαντισμός, ο οποίος, όμως, είχε ως υπόβαθρο τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, τη ραδιενέργεια και τους τρελούς εξοπλιστικούς ρυθμούς του Ψυχρού Πολέμου, που έφερναν μαζί τους και μια ανελέητα καλπάζουσα τεχνολογία. Οι ανάγκες για ενέργεια αυξάνονταν και η κάλυψή τους είχε ως μέσα την πυρηνική ενέργεια και το πετρέλαιο, το οποίο συνυπήρχε με το κάρβουνο, πηγή ενέργειας από την αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η επιστημονική κοινότητα όμως, από τη δεκαετία του 1970, είχε ήδη αρχίσει να μελετά το κλίμα και τις επιπτώσεις του στην προσπάθεια του ανθρώπου να επεκταθεί τεχνολογικά και οικονομικά, χρησιμοποιώντας δίχως περίσκεψη κάθε μορφή πλουτοπαραγωγικής πηγής. Το κίνημα για την οικολογία μεγάλωνε αργά, αλλά σταθερά, μαζί με τη συζήτηση για τις επιπτώσεις των πηγών ενέργειας στο κλίμα. Οι επιστήμονες έχουν αποδείξει με κάθε τρόπο την επίδραση των πηγών ενέργειας στην υπερθέρμανση του πλανήτη και στην αλλαγή του κλίματος.
Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την γνώση μας πως το κλίμα της γης αλλάζει αφ’ εαυτού δίχως τη δική μας παρέμβαση. Εκεί που υπάρχει ένα κενό στη γνώση μας είναι ποιο είναι το μείγμα ανθρώπινης και φυσικής δραστηριότητας, στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε, γιατί παρ’ όλα τα συνθήματα για την επίδραση του ανθρώπου στο περιβάλλον και το άγχος που έχει καταλάβει κάποιους στο περιβαλλοντικό κίνημα, δεν είναι μόνον ο ανθρώπινος παράγων, ο οποίος δημιουργεί αλλοιώσεις στο κλίμα.
Η παλαιοντολογία γνωρίζει πολύ καλά αυτές τις αλλαγές και τις επιπτώσεις τους στη χλωρίδα και πανίδα, πολύ πριν ο άνθρωπος εμφανιστεί στον πλανήτη και πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η κοινή γνώμη σε Ευρώπη και ΗΠΑ με την παρέμβαση πολλών περιβαλλοντικών οργανώσεων, με διαδηλώσεις, με τη χρήση των ΜΚΟ, με μποϋκοτάζ κατά πετρελαϊκών εταιρειών και των επενδύσεων σε παραδοσιακά καύσιμα και με την έντονη πολιτική τους παρουσία με τα “πράσινα κόμματα”, ανάγκασαν για λόγους ψηφοθηρίας τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα να αγκαλιάσουν, δίχως περίσκεψη, τα αιτήματα των Πρασίνων για καθαρή ενεργεία.
Ποιος αποφασίζει για την μετάβαση;
Η ΕΕ έχει δεσμευτεί με τη Συνθήκη των Παρισίων πως θα φτάσει σε μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα το 2050. Αυτό συνεπάγεται την μείωση της χρήσης κάρβουνου και πετρελαίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και, πέραν της στροφής στις ανανεώσιμες πηγές (φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες και βιοκαύσιμα) η πρώτη επιλογή για την αντικατάσταση, προσωρινά, των ρυπογόνων πηγών, είναι το φυσικό αέριο.
Η Κίνα ο μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη, για λόγους διεθνών σχέσεων και για τον ανταγωνισμό στον τομέα της τεχνολογίας της πράσινής ενέργειας, δεσμεύτηκε πως θα φτάσει στον στόχο της ΕΕ το 2060. Πριν λίγες μέρες, όμως, ο πρόεδρος Σι διέταξε την αύξηση εξόρυξης κάρβουνου στην Κίνα, η οποία έχει ελλείμματα ενέργειας και πολλά εργοστάσια διακόπτουν την παραγωγική τους διαδικασία.
Ο Σι δήλωσε επίσης πως η Κίνα παραμένει προσηλωμένη στην ενεργειακή ασφάλεια, αλλά θα διπλασιάσει τις προσπάθειές της για πράσινη ενέργεια. Ο πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε τη Συνθήκη των Παρισίων και μάλιστα έχει αφήσει να εννοηθεί πως θα χρησιμοποιήσει το κίνημα της πράσινης ενέργειας ως εργαλείο της εξωτερικής του πολιτικής. Αυτό βέβαια λίγο πριν ξεσπάσει η παρούσα ενεργειακή κρίση.
Είναι προφανές πως οι κυβερνήσεις αποφάσισαν για την μετάβαση από την “βρώμικη” ενέργεια στην πράσινη. Το αποφάσισαν αφού έλαβαν υπ’ όψιν τους όλα τα στοιχεία αυτής της τόσο πολύπλοκης εξίσωσής, ή το έκαναν κάτω από την πίεση μιας κοινής γνώμης, η οποία μεταφράζεται πολύ πεζά σε ψήφους; Η Μέρκελ πήρε μεγάλο μέρος της ατζέντας των Πρασίνων. Έκλεισε τα πυρηνικά εργοστάσια και άρχισε να επιβάλει την αλλαγή από κάρβουνο σε φυσικό αέριο. Η Γαλλία, αντιθέτως, που καλύπτει το 40% των αναγκών της με πυρηνικά εργοστάσια, δεν τα έκλεισε.
Ο πρόεδρος Μακρόν ανακοίνωσε επενδύσεις της Γαλλίας σε πυρηνική ενέργεια. Η Τουρκία τελειώνει το 2022 τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα και συζητάει για την κατασκευή άλλων δύο με τη Ρωσία. Τα Εμιράτα απέκτησαν κι αυτά τον πρώτο πυρηνικό τους αντιδραστήρα και η Σαουδική Αραβία, αλλά και η Αίγυπτος, στρέφονται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η κοινή γνώμη είχε επιτύχει να στρέψει τους ηγέτες της προς τη μείωση του περιβαλλοντικού κινδύνου.
Δημοκρατία και κοινή γνώμη
Η δημοκρατία ως πολιτικός θεσμός έχει στόχο να δώσει το δικαίωμα στους πολίτες να αποφασίζουν για το ποιες επιλογές θα παρθούν για τη ζωή τους. Σήμερα, όμως, αυτό γίνεται σε έναν κόσμο τόσο πολύπλοκο, που και οι ειδικοί ακόμα δεν έχουν συνειδητοποιήσει τις επιπτώσεις της τεχνολογίας και στη ζωή, αλλά και στο περιβάλλον. Υπάρχουν επιστημονικά ερωτηματικά, όχι για το ότι ο άνθρωπος καταστρέφει το περιβάλλον, αλλά το πόσο το καταστρέφει και σε πόσο χρόνο θα παρουσιαστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Υπάρχουν ερωτηματικά για τις λύσεις που έχουν προταθεί για να λύσουμε το γόρδιο δεσμό της μετάβασης και ποιες από αυτές είναι εφικτές και ποιες όχι. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν επηρεάστηκαν από μια απληροφόρητη κοινή γνώμη, αφού καλλωπίστηκαν από τον πολυδιαφημιζόμενο πακτωλό θέσεων εργασίας και οικονομικής ανάπτυξης που θα έρθει από την πράσινη ενέργεια. Κανείς δεν έχει συζητήσει για τα ποσά που είναι απαραίτητα για αυτήν τη μετάβαση.
Το Bloomberg, οργανισμός ο οποίος είναι από χρόνια αφοσιωμένος στην καθαρή ενέργεια, υπολογίζει πως θα χρειαστούν 120-150 τρισ. δολάρια για να επιτευχθεί ο στόχος της Συνθήκης των Παρισίων! Κανείς δεν έχει υπολογίσει που θα βρεθούν αυτά τα χρήματα: από δανεισμό, από φορολογία, ή και από τα δύο; Προφανώς η τρίτη λύση είναι η πιο λειτουργική, αν και θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο το κόστος στους πολίτες, κάτι που δεν έχει εμφανιστεί πουθενά ως θέμα συζήτησης.
Εν κατακλείδι, αυτή η μετάβαση θα κρίνει εν πολλοίς το κατά ποσόν η δημοκρατία είναι ένα πολιτικό-κοινωνικό φαντασιακό, το οποίο μπορεί να ξεπεράσει τις αδυναμίες του και να ηγηθεί μιας τεράστιας αλλαγής του τρόπου ζωής και της ίδιας της φιλοσοφίας του ανθρώπινου βίου, ή θα αποτύχει. Η Δύση με την επιστημονική της παντοδυναμία και τους θεσμούς που την έφεραν σε αυτό το σημείο, θα δείξει κατά πόσον μπορεί να ηγηθεί αυτής της κίνησης. Δίχως, όμως, επαρκή και ασφαλή ενέργεια, η οποιαδήποτε επιθυμία των φτωχών για αλλαγή της ζωής τους θα είναι μάταια. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ θα βρεθούν στο στόχαστρο ως ρυπαντές και ως αποτυχημένοι. Αν η κατάσταση δεν αντιμετωπισθεί, η Δύση θα οδηγηθεί στην οικονομική και πολιτική της αυτοκτονία.