Η ζήτηση, οι επενδύσεις και ο νόμος του Okun
26/06/2017Είναι διαπιστωμένο και επιβεβαιωμένο πως υπάρχει (ισχυρή) θετική συσχέτιση μεταξύ αύξησης του προϊόντος και αύξησης της παραγωγικότητας. Όμως, ποια είναι η σχέση αιτίου-αιτιατού; Η αύξηση ξεκινά από την παραγωγή και κατευθύνεται στην παραγωγικότητα, ή το αντίθετο;
Σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις, η σχέση αιτίου και αιτιατού λειτουργεί από την αύξηση της παραγωγής προς την αύξηση της παραγωγικότητας, όχι το αντίστροφο. Δηλαδή, βραχυπρόθεσμα, η αύξηση στην παραγωγή οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό οφείλεται πρωταρχικά στη λειτουργία του νόμου του Okun.
Θα μπορούσε να εξηγηθεί με απλό τρόπο ως εξής: Σε δύσκολους καιρούς, οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε αποθεματοποίηση εργασίας, δηλαδή κρατούν περισσότερους εργαζόμενους από όσους χρειάζονται για την τρέχουσα παραγωγή.
Όταν η ζήτηση αγαθών αυξηθεί για κάποιο λόγο, οι επιχειρήσεις ανταποκρίνονται, αυξάνοντας εν μέρει την απασχόληση και εν μέρει βάζοντας τους υπάρχοντες εργαζόμενους να δουλεύουν περισσότερο και σκληρότερα. Αυτός είναι ο λόγος που οι αυξήσεις στην παραγωγή οδηγούν σε αυξήσεις στην παραγωγικότητα.
Ας θεωρήσουμε τώρα ότι αυξάνει η παραγωγικότητα. Η επίπτωση μιας αύξησης της παραγωγικότητας είναι η μείωση του όγκου της εργασίας που απαιτείται για την επίτευξη μιας μονάδας παραγωγής, μειώνοντας το κόστος για τις εταιρείες. Αυτό οδηγεί τις εταιρείες να μειώσουν την τιμή που χρεώνουν σε κάθε επίπεδο της παραγωγής. Αυτά είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την πλευρά της συνολικής καμπύλης προσφοράς.
Τώρα τίθεται η ακόλουθη ερώτηση: μια αύξηση στην παραγωγικότητα αυξάνει ή μειώνει τη ζήτηση αγαθών σε ένα δεδομένο επίπεδο τιμών; Με άλλα λόγια, πώς θα μετακινηθεί η καμπύλη ζήτησης; Διότι μόνο μετά από τον προσδιορισμό της μετακίνησης της θα είμαστε σε θέση να έχουμε απάντηση στο ερώτημά μας. Ας εξετάσουμε δύο περιπτώσεις που κινούνται στα άκρα του φάσματος των υποθετικών περιπτώσεων.
Ο ρόλος της τεχνολογίας
Αν η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν το αποτέλεσμα της εκτεταμένης εφαρμογής μιας νέας τεχνολογικής εφεύρεσης, ή από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό (επενδύσεις σε μηχανήματα και ηλεκτρονικά μέσα), ή ακόμα από έργα υποδομής που αποτελούν προϋπόθεση για την πραγμάτωση των επενδύσεων, μπορεί να παρουσιαστεί αύξηση της ζήτησης με δεδομένο το επίπεδο τιμών. Συνεπώς, η επενδυτική δαπάνη (γενικά και ειδικά) μπορεί να αυξήσει τη ζήτηση και να δημιουργήσει θετικές προσδοκίες μεγέθυνσης της οικονομίας.
Το παραπάνω παράδειγμα αντιστοιχεί σε περιόδους στις οποίες παρατηρείται ταχεία τεχνολογική πρόοδο, δηλαδή νέα τεχνολογία ενσωματώνεται στην παραγωγή μέσω καινοτομιών. Κλασικό παράδειγμα είναι η περίοδος μεγέθυνσης της αμερικανικής οικονομίας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990.
Η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν ασυνήθιστα υψηλή από το 1996 μέχρι το 2000, κατά μέσο όρο 2,5%. Οι λόγοι αυτής της αύξησης ήταν η ταχεία τεχνολογική πρόοδο στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορικής (ΙΤ) και την ταχεία συσσώρευση του κεφαλαίου ΙΤ στην υπόλοιπη οικονομία.
Όμως, όπως γίνεται κατανοητό, η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί μια εντελώς ακραία περίπτωση που προϋποθέτει μια νέα ισχυρή καινοτομία. Η ανάπτυξη της παραγωγής ήταν ακόμη υψηλότερη (κατά μέσο όρο 4,1% την ίδια περίοδο), αντικατοπτρίζοντας το γεγονός, ότι η περίοδος αυτή ήταν μια περίοδος μεγάλης αισιοδοξίας τόσο για τις εταιρείες όσο και για τους καταναλωτές.
Η «Νέα Οικονομία»
Για τις εταιρείες, η «Νέα Οικονομία» φάνταζε να υπόσχεται υψηλά κέρδη (θετικές προσδοκίες). Ως εκ τούτου, να δικαιολογεί το υψηλό ποσοστό επενδύσεων. Για τους καταναλωτές, η άνοδος του χρηματιστηρίου δικαιολογούσε το υψηλό ποσοστό κατανάλωσης (θετικές προσδοκίες).
Και σ’ αυτή την περίπτωση η αύξηση της παραγωγής, στην οποία συνεισφέρει σε μεγάλο ποσοστό η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, σηματοδοτείται από την αύξηση της ζήτησης, η οποία χρηματοδοτείται με διάφορους τρόπους (μέσω της πιστωτικής επέκτασης, των κερδών του χρηματιστηρίου κ.τ.λ.).
Προσοχή τώρα: το 2001, η αμερικανική οικονομία μπήκε σε φάση μεγάλης μείωσης του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, από 3,7% το 2000 στο 0,5% το 2001. Οι επενδύσεις παρουσίασαν σημαντική πτώση. Το ίδιο και η κατανάλωση των νοικοκυριών.
Στο τέλος του 2001, χάρη σε μια ισχυρή αντίδραση στο επίπεδο της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ αυξήθηκε ( το 2002 ήταν 2,2% και το 2003 ήταν 3,1%). Η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν ασυνήθιστα υψηλή (το 2002 ήταν 3,9%, το 2003 ήταν 3,4%). Δηλαδή, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν μικρότερος της αύξησης της παραγωγικότητας.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: πολλές επιχειρήσεις και καταναλωτές στάθηκαν με σκεπτικισμό (αρνητικές προσδοκίες) απέναντι στη Νέα Οικονομία. Παρά την αύξηση της παραγωγικότητας δεν θέλησαν να επενδύσουν ή να καταναλώσουν υπέρμετρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ζήτηση να μην προσαρμοσθεί στην προσφορά (αύξηση της παραγωγικότητας) και ούτε μετατράπηκε, συνεπώς, σε αύξηση της παραγωγής.
Άρα, η ύπαρξη ανάλογης ζήτησης αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την μεγέθυνση του ΑΕΠ μέσω της ενσωμάτωσης των μεταβολών στην καμπύλη προσφοράς. Με απλά λόγια, η αδύνατη ζήτηση έχει επιπτώσεις και στην προσφορά.
Ο δρόμος των απολύσεων
Δεν υφίσταται η προϋπόθεση της αύξησης της ζήτησης για την αύξηση της παραγωγικότητας εάν η αύξηση της παραγωγικότητας προέρχεται από την «αποτελεσματική» χρήση των υφισταμένων τεχνολογιών και τις αναδιοργανώσεις-διαρθρωτικές αλλαγές, που επί της ουσίας επιβάλλουν «συρρίκνωση» στην οικονομία.
Η αναδιοργάνωση-συρρίκνωση δεν απαιτεί σχεδόν καθόλου νέες επενδύσεις. Βασική συνέπεια των αναδιοργανώσεων τέτοιου είδους είναι η απώλεια θέσεων εργασίας και η αύξηση της ανεργίας. Ουσιαστικά, επιχειρείται αύξηση της παραγωγικότητας με φθίνοντες ρυθμούς μεταβολής τόσο του παραγόμενου προϊόντος όσο και του αριθμού των απασχολουμένων. Προϋπόθεση είναι οι ρυθμοί μείωσης της απασχόλησης να είναι (ή θα πρέπει να είναι) μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους του παραγόμενου προϊόντος.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα αντιστοιχεί ευθέως σε πολιτικές λιτότητας. Η προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας διαμέσου συρρίκνωσης του προϊόντος δεν οδηγεί στην επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγικότητας, δεδομένου ότι δεν επιτρέπει ουσιαστικά την ενσωμάτωση τεχνολογικών καινοτομιών. Όχι μόνο διατηρείται το υπάρχον «τεχνολογικό χάσμα», αλλά μεγεθύνεται. Εμβληματικό παράδειγμα είναι η Ελλάδα των Μνημονίων.
Οδηγός η ζήτηση
Ας χρησιμοποιήσουμε ένα απλό παράδειγμα για να εξηγήσουμε πως μπορεί να δημιουργηθεί και να μεγεθυνθεί ένα τεχνολογικό χάσμα μετά από μια βαθιά ύφεση, που δημιουργήθηκε από πολιτικές λιτότητας, οι οποίες συνεχίζουν να εφαρμόζονται μέχρι σήμερα.
Μία εταιρεία επενδύει μόνο εάν υπολογίζει πως το επιπρόσθετο (προσδοκώμενο) κέρδος, ως αποτέλεσμα της νέας επένδυσης, θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος της επένδυσης. Μια επιχείρηση, της οποίας η ζήτηση δεν αυξάνει, θα επενδύσει για να γίνει πιο παραγωγική; Κατά κανόνα όχι.
Επομένως, θα υπάρξει ένα τεχνολογικό καινοτομικό χάσμα, πριν η επιχείρηση θεωρήσει πως η οικονομική συγκυρία αλλάζει και ως εκ τούτου πως την συμφέρει να επενδύσει για να αυξήσει την παραγωγικότητα.
Τώρα ας φανταστούμε ότι η ζήτηση αυξάνει. Η επιχείρηση θα έχει κίνητρο να προχωρήσει σε επενδύσεις για αύξηση της παραγωγής. Αυτό συνάδει με επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες. Η αύξηση της ζήτησης οδηγεί σε υψηλότερες επενδύσεις (με βάση τη θεωρία του επιταχυντή) και σε υψηλότερη παραγωγικότητα.