Ιταλία: Για να μην σπάσει ο κορονοϊός τον αδύναμο κρίκο του ευρώ
20/03/2020Σε παλαιότερο άρθρο μου είχα αναφερθεί στην κατάσταση της ιταλικής οικονομίας και είχα επισημάνει ότι η Ιταλία δεν έχει την πολυτέλεια να εισέλθει σε ύφεση. Το βασικό οικονομικό μέγεθος που προβληματίζει είναι φυσικά το πολύ υψηλό χρέος της Ιταλίας, το οποίο βρίσκεται περίπου στο 135% του ΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι σε λίγο χαμηλότερα επίπεδα χρέους το 2009, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εισέλθει στα μνημόνια.
Η Ιταλία βεβαίως δεν είναι Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, η Ιταλία ανήκει στους G7, διαθέτει μια σημαντική βιομηχανική βάση και έχει ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις. Παράλληλα το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της ανήκει σε εγχώριους ομολογιούχους, θεσμικούς και ιδιώτες. Αυτό έχει ένα καλό και ένα κακό. Το καλό είναι ότι η εξάρτηση αναχρηματοδότησης του χρέους από το εξωτερικό είναι μικρή. Το κακό είναι ότι οποιοδήποτε πρόβλημα με το δημόσιο χρέος θα έχει αντίκτυπο στο εσωτερικό της χώρας και βέβαια θα έχει αντίκτυπο στον ιταλικό τραπεζικό τομέα, ο οποίος είναι ήδη προβληματικός.
Εκεί λοιπόν βρίσκεται και ο κίνδυνος για την Ιταλία: ότι τα πάντα στηρίζονται σε εύθραυστες ισορροπίες με αποτέλεσμα η ανοχή σε πιθανές αρνητικές εξελίξεις να είναι μικρή. Πράγματι η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα, και για αυτό έως τώρα η ΕΕ της έχει συμπεριφερθεί διαφορετικά. Όμως η Ιταλία έχει κάτι κοινό με την Ελλάδα και αυτό είναι το ευρώ. Έχει κι αυτή εκχωρήσει τη νομισματική πολιτική της στην Ευρωζώνη. Η ιταλική κεντρική τράπεζα λειτουργεί ως παράρτημα της ΕΚΤ. Δηλαδή η Ιταλία δεν μπορεί να καθορίσει τα επιτόκια και τη διεθνή ισοτιμία του νομίσματός της και βέβαια δεν μπορεί να μεταβάλει την κυκλοφορία χρήματος. Με άλλα λόγια δεν έχει νομισματικά εργαλεία για να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση.
Δύο δρόμοι
Σε αυτή την κατάσταση η Ιταλία έχει θεωρητικά δύο δρόμους για να διαχειριστεί τα προβλήματά της. Ο ένας είναι η εξυγίανση δια της λιτότητας εντός του ευρώ. Αυτός είναι ο γερμανικός δρόμος, ο οποίος σημαίνει δραστικές δημοσιονομικές περικοπές και “γενναίες” μεταρρυθμίσεις, με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αυτός ο δρόμος είναι πολιτικά και κοινωνικά δύσκολος και βεβαίως απαιτεί χρόνο.
Ο άλλος δρόμος είναι η κεϋνσιανή τόνωση της ζήτησης με αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, η οποία θα τροφοδοτηθεί με αύξηση του δημόσιου δανεισμού και αν χρειαστεί και με τύπωμα χρήματος. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι η αναπόφευκτη υποτίμηση του νομίσματος, η οποία όμως επιφέρει άμεση βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Ο δρόμος αυτός έχει φυσικά αρκετά προβλήματα. Το κυριότερο είναι ότι χρειάζεσαι δικό σου νόμισμα. Για να τον ακολουθήσει η Ιταλία θα χρειαστεί να βγει από το ευρώ!
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να κάνω μια διευκρίνιση. Αυτά που λέω για την Ιταλία δεν συνιστούν έμμεση σύσταση για να γυρίσει η Ελλάδα στη δραχμή, για τον απλούστατο λόγο ότι η Ελλάδα δεν είναι Ιταλία. Η Ιταλία διαθέτει ισχυρή παραγωγική βάση και έχει σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα. Επομένως, τυχόν επιστροφή στη λιρέτα, πέραν των αρχικών αναταράξεων, θα της έδινε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τιμών, με αποτέλεσμα να αυξήσει τις εξαγωγές της.
Χωρίς εγχώρια παραγωγή
Μια κεϋνσιανή πολιτική μπορεί να έχει νόημα σε μια οικονομία με θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Αντίθετα σε μια χώρα με συνεχές εμπορικό έλλειμμα, όπως η προ του 2010 Ελλάδα, η επεκτατική νομισματική πολιτική μπορεί να ωφελήσει (προσωρινά) μόνο τους εισαγωγείς. Αυτό είναι κάτι που μάλλον δεν ήξερε ο Σουφλιάς, όταν συμβούλευε τον πρώην πρωθυπουργό Καραμανλή να αντιμετωπίσει την κρίση του 2008 με τόνωση της ζήτησης. Αλήθεια, για να απορροφήσει ποια παραγωγή; Για να αυξήσει τις πωλήσεις των Cayenne που ακόμη τότε βρίσκονταν στα ύψη, ή για να αυξήσει τις πωλήσεις εισαγόμενων air-condition;
Μετά από την παραπάνω διευκρίνηση ας αναρωτηθούμε: ποιόν από τους δύο δρόμους ακολουθεί η Ιταλία; Μα φυσικά κανέναν από τους δυο! Όπως τα περισσότερα πράγματα στον μαγικό κόσμο της Ευρωζώνης η διαχείριση των προβλημάτων της Ιταλίας δεν γίνεται με σκοπό να λυθούν, αλλά απλώς “για να κλωτσήσουμε το τενεκεδάκι λίγο παρακάτω”.
Σε αυτό το πλαίσιο ίσχυε έως τώρα το δίχτυ ασφαλείας του πρώην προέδρου της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), Ντράγκι, ο οποίος είχε θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή την αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ. Σε αυτό το πρόγραμμα μετείχαν φυσικά όλοι εκτός από αυτόν που το είχε περισσότερο ανάγκη: την Ελλάδα.
Θρυαλλίδα για το ευρώ ή για τη γερμανική λιτότητα;
Σήμερα συμβαίνει μάλλον αυτό που φοβόμαστε για την Ιταλία: η πανδημία ωθεί την Ιταλία (και όχι μόνο) σε ύφεση που πιθανώς η Ιταλία δεν αντέχει. Παρ’ όλα αυτά, στις 14 Μαρτίου η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ έκανε ορισμένες δηλώσεις με τις οποίες διαφοροποιήθηκε του προκατόχου της. Συγκεκριμένα ανάφερε ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να σώσει το ευρώ, αλλά εντός της επιτρεπόμενης ευελιξίας. Τόνισε, επίσης, ότι δουλειά της δεν είναι η σταθεροποίηση των spread. Αυτό ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει περαιτέρω την αύξηση του επιτοκίου του 10ετούς ιταλικού ομολόγου, το οποίο ήταν ήδη σε ανοδική πορεία από τα τέλη Φεβρουαρίου.
Γιατί, όμως, η Λαγκάρντ έκανε αυτές τις δηλώσεις αντί να καθησυχάσει τις αγορές; Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το ευρωγερμανικό διευθυντήριο προσπάθησε να πιέσει την Ιταλία να πάρει μέτρα μόνη της, λέγοντάς της να μην ποντάρει σε υπερβολική βοήθεια. Το τί θα προκύψει σε μια ύφεση είναι προφανές: η μείωση του τζίρου στην οικονομία θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα.
Αυτό σημαίνει δημοσιονομικό πρόβλημα, το οποίο για να καλυφθεί θα απαιτηθεί ένας συνδυασμός μείωσης δαπανών, αύξησης φόρων ή (και) επιπρόσθετου δανεισμού. Επομένως, αναμένονται μέτρα που θα ανατροφοδοτήσουν την ύφεση ή που (και) θα αυξήσουν το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος. Τηρουμένων των αναλογιών η κατάσταση θυμίζει λίγο την Ελλάδα.
Η απάντηση του ευρωδιευθυντηρίου στην κρίση
Είπαμε όμως: η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα! Είναι πολύ μεγάλη για να χειραγωγηθεί και επί πλέον μπορεί θεωρητικά να ζήσει ή ακόμη και να ευημερήσει εκτός ευρώ. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα για το ευρωδιευθυντήριο: αν ζοριστεί πολύ, η Ιταλία μπορεί να βγει από το ευρώ. Φυσικά δεν θα πρόκειται για εύκολο εγχείρημα, αν κρίνουμε τις δυσκολίες που δημιουργεί το Brexit στη Βρετανία, η οποία είχε διατηρήσει το νόμισμά της. Όμως, μετά από το Brexit, το ευρωδιευθυντήριο δεν αντέχει την αποχώρηση μιας ακόμη μεγάλης χώρας.
Το συμπέρασμα είναι ότι έχουμε ένα πόκερ μεταξύ Ιταλίας και κεντροευρωπαϊκών ελίτ. Και αυτή τη φορά ίσως το ευρωδιευθυντήριο υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την λιτότητα. Γιατί η διεθνής ύφεση που είναι προ των πυλών και της οποίας ο κορωνοϊός ίσως είναι απλώς το έναυσμα, δημιουργεί πραγματικές πιέσεις για επεκτατική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει και η Γερμανία να σταθμίσει πόσο θα της κοστίσει μια ενδεχόμενη διάλυση της Ευρωζώνης και πόσο θα της κοστίσει το να χαλαρώσει λίγο τα λουριά.
Τα πρώτα δείγματα αυτού του πόκερ τα είδαμε ήδη: τη Δευτέρα 18 Μαρτίου ο Ιταλός Πρωθυπουργός έριξε στον κάλαθο των αχρήστων τον παλαιό προϋπολογισμό και σε ρήξη με τους κανόνες της Ευρωζώνης εξήγγειλε πρόσθετες δαπάνες ύψους 25 δισ ευρώ, οι οποίες θα εκτοξεύσουν το έλλειμμα. Η πρόκληση ήταν προφανής. Υπό το βάρος και των γενικότερων πιέσεων που δημιουργεί η επαπειλούμενη νέα παγκόσμια ύφεση, η Λαγκάρντ έσπευσε άμεσα να εξαγγείλει ένα νέο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ, το οποίο θα ανέρχεται στα 750 δισ ευρώ. Είναι προφανές ότι σε αυτή τη φάση δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Όσον αφορά δε την Ιταλία, “το τενεκεδάκι κλωτσήθηκε παρακάτω”.