Καλώς μας έρχεται ο 141ος “αναπτυξιακός” νόμος!
17/05/2025
Ολοκληρώθηκε, στις 2 Μαίου 2025, η διαβούλευση του νέου σχεδίου αναπτυξιακού νόμου, για τον οποίο η κυβέρνηση ξανά εν χορδαίς και οργάνω ανακοίνωσε ότι «τροποποιούνται διατάξεις του προηγούμενου (140ού!) Νόμου 4887/2002», με τον οποίο τροποποιήθηκαν διατάξεις … προηγούμενων, για … “Ελλάδα, ισχυρή ανάπτυξη” και … ανεκδοποιούνται όλοι οι προηγούμενοι 139 τα τελευταία 75 χρόνια για τάχα… “βιώσιμη ανάπτυξη και παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας”!
Ο υφυπουργός Ανάπτυξης, κατά την τελετή εγκαινίων της 20ής Διεθνούς Έκθεσης Αλεξανδρούπολης, έκανε λόγο για τις νέες “μαγικές” συνέπειες, που θα έχει ο νέος αναπτυξιακός “νόμος” (sic, νομοσχέδιο είναι ακόμα!) στις παραμεθόριες περιοχές με τη διοχέτευση ενός σημαντικού μέρους του ενός δις. ευρώ που προβλέπει, με ενισχύσεις μέσα από φοροαπαλλαγές και επιχορηγήσεις το 2025-2026.
Στο πλαίσιο αυτό, μίλησε «για σύγκλιση των περιφερειακών ανισοτήτων, για σμίκρυνση του χάσματος μεταξύ των περιφερειών και των αστικών κέντρων» και για «ενσωμάτωση στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου των στοιχείων της έρευνας, της καινοτομίας και της σύγχρονης επιχειρηματικότητας, της εξωστρέφειας και των νέων τεχνολογιών…
Όταν διάβασα τις δηλώσεις του νόμιζα ότι … άκουγα τα ίδια που έλεγαν, πριν από … τέσσερα χρόνια περίπου (το 2021), για το προηγούμενο αναπτυξιακό νομοσχέδιο, που έγινε στη συνέχεια Νόμος 4887/2022, ο τότε υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης και ο τότε αναπληρωτής υπουργός Νίκος Παπαθανάσης!
Ο “πρωτόγνωρες” καινοτομίες
Τότε, και οι δύο συναρμόδιοι υπουργοί δεν παρέλειπαν, σε κάθε ευκαιρία (εκδήλωση – συζήτηση, την οποία είχε διοργανώσει η Eurobank και στην οποία υποβλήθηκαν ερωτήματα από πάνω από 2.000 πελάτες!), στο Υπουργικό συμβούλιο και παντού, να παρουσιάζουν όλες τις “πρωτόγνωρες” καινοτομίες, δυνατότητες, προϋποθέσεις, τους κυματοθραύστες της γραφειοκρατίας, της καθυστέρησης και της αξιολόγησης των επενδύσεων. Δηλαδή, προεξοφλούσαν και τότε αποτελέσματα που θύμιζαν το ανέκδοτο με τον ψαρά που, ενώ το ψάρι ήταν στη θάλασσα, εκείνος είχε βάλει το τηγάνι στη φωτιά για να τα … ψήσει!
Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2021, οι Άδωνις-Παπαθανάσης, παρουσιάζοντας στο Υπουργικό το παραπάνω νομοσχέδιο, που έγινε Νόμος το 2022, για τη … βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος και την επιτάχυνση διαδικασιών στις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις, τόνισαν τότε ότι το νομοθέτημα (είχε δοθεί κι αυτό προς διαβούλευση, αλλά χρειάστηκαν πάνω από έξι μήνες για να προωθηθεί στη Βουλή!) «θα αναμόρφωνε το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο του τελευταίου Αναπτυξιακού Νόμου 4399/2016 (Α’ 117), της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, καθώς και το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο περί Στρατηγικών Επενδύσεων και των νομοθετικών διατάξεων περί Κεφαλαίων Εξωτερικού».
Αλλά, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την καταιγίδα “αναπτυξιακών” νόμων, κυρίως μετά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα μετά την παράδοση της χώρας στην τρόικα, είναι απογοητευτικό και επιβεβαιώνεται, μόνο και μόνο, από τα στοιχεία ντροπής του παρατιθέμενου πίνακα, ο οποίος παρουσιάζει επί δεκαετίες πέντε ελληνικές περιφέρειες, μονίμως τις πιο φτωχές, όχι μόνο στην ΕΕ, αλλά και στην Ελλάδα.
Και το συμπέρασμα αυτό γίνεται πολιτικά προκλητικότατο, αν αναλογισθούμε ότι κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών, πέρα από τα σημερινά δια πάσαν νόσον Ταμείον “Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας” και ΕΣΠΑ, εισέρευσαν μέσω των περιβόητων Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων και σειράς Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης δεκάδες δις. ευρώ ακριβώς και κυρίως για αυτόν τον σκοπό, δηλαδή αντιμετώπιση περιφερειακών ανισοτήτων εντός της ΕΕ, αλλά μάλλον πήγανε χαράμι.
Η διαχείριση των κονδυλίων
Το χάσμα μεταξύ Ελλάδος και εε, το οποίο άνοιξε ο πολιτικός “σεισμός”, κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση με την άφρονα οικονομική και δημοσιονομική διαχείριση, συνεχώς διευρύνεται, όχι μόνο με την τελευταία αξιολόγηση της Eurostat, ότι η χώρα μας είναι τελευταία στον πίνακα των χωρών, με βάση τον κατά κεφαλή ΑΕΠ, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, αλλά και ότι, όπως προανέφερα, επί δεκαετίες πέντε ελληνικές περιφέρειες είναι μεταξύ των φτωχότερων στην ΕΕ και, μάλιστα, τρεις κάτω ακόμα και από το μισού του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Η διαπίστωση αυτή γίνεται μελαγχολικότερη, αν υπενθυμίσω ότι για τις πέντε παραπάνω φτωχότερες περιφέρειες της Ελλάδος και της Ευρώπης διατέθηκαν σημαντικοί πόροι από τα γνωστά Διαρθρωτικά Ταμεία για την περιφερειακή ανάπτυξη της Ελλάδος και την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, από το αρχείο μου και τα βιβλία μου, προκύπτει ότι, μόνο κατά την κρίσιμη δεκαετία 1988-1998, διατέθηκαν από το Β΄ και Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης για την περιφερειακή ανάπτυξη της Ηπείρου 298 δισ. δραχμές ή 900 εκατ. ευρώ, του Βορείου Αιγαίου 252 δις. δραχμές ή 740 εκατ. ευρώ, της Δυτικής Ελλάδος 423 δις. δραχμές ή 1,3 δισ. ευρώ, της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης 546 δισ. δραχμές ή 1,6 δις. ευρώ, και στη Θεσσαλία 416 δις. δραχμές ή 1,2 δισ. ευρώ!
Κι ασφαλώς θα περιμένατε να έχουν πιάσει τόπο και να είχαν χρησιμοποιηθεί επαρκώς αυτοί οι πολύτιμοι πόροι, για τον σκοπό των δύο παραπάνω κοινοτικών πακέτων. Αμ δε! Θα απογοητευτείτε αν ρίξετε μια ματιά στον ως άνω παρατιθέμενο πίνακα: Στην Ήπειρο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης … μειώθηκε από 44% το 1988 σε 42% το 1998 (45% σήμερα!), ενώ στις τέσσερις λοιπές περιφέρειες βελτιώθηκε ελαφρά για να φτάσει το «επάρατο» 2008 σε επίπεδα ρεκόρ (75%, 64%, 67%, 70% και 70%) και να καταρρεύσει στη συνέχεια στη μνημονιακή περίοδο (2018), αλλά ακόμα χειρότερα στη … μεταμνημονιακή τάχα περίοδο (σήμερα είναι στα ίδια ή χαμηλότερα επίπεδα του… 1988!) …
Γίνεται, λοιπόν, εκκωφαντικά αντιληπτό ότι η βιώσιμη ανάπτυξη, το παραγωγικό μοντέλο, η προσέλκυση επενδύσεων, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, η αντιμετώπιση των οικονομικών και περιφερειακών ανισοτήτων δεν επιτυγχάνονται με μεγαλοστομίες, αλλά με σωστή οικονομική πολιτική, γενναίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και σώφρονα δημοσιονομική διαχείριση. Μόνο έτσι επιτυγχάνεται και η αξιοποίηση μίας σειράς εργαλείων και κονδυλίων με κοινοτικούς πόρους και κοινοτικά πακέτα.
Το βασικό ερώτημα που πλανάται, όμως, είναι πως θα αξιοποιηθεί αποτελεσματικότερα η διαχείριση αυτών των κονδυλίων, δεδομένων των αδυναμιών και αγκυλώσεων που παρατηρήθηκαν στη διαχείριση των προηγούμενων “πακέτων”, με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα της χαμηλής απορροφητικότητας και ανάπτυξης. Δυστυχώς, από τη διαχείριση όλων των προηγούμενων κοινοτικών πακέτων και πόρων, αναδείχθηκαν οι μεγάλες αδυναμίες του ελληνικού συστήματος να αξιοποιήσει αποτελεσματικά την κοινοτική βοήθεια.
Η απαράδεκτη γραφειοκρατία, η αναποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, η έλλειψη στρατηγικής και εμπειρίας στον αναπτυξιακό σχεδιασμό, οδήγησαν σε χαμηλή απορροφητικότητα στερώντας την Περιφέρεια από σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, στην οποία, όπως προανέφερα, παρουσιάζονται ανισότητες σε κοινοτικό και κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Το θέμα αυτό της αξιολόγησης των αναπτυξιακών νόμων και των κοινοτικών πακέτων είναι μέγιστο κι έχει επαρκώς αναλυθεί από πολλούς διαπρεπείς επιστήμονες σε εκατοντάδες σελίδες!
Μια σύντομη αναδρομή
Όλα αυτά, λοιπόν, μού θύμισαν ότι το νοµικό πλαίσιο της αναπτυξιακής προσπάθειας όλων των µεταπολεµικών κυβερνήσεων, άρχισε με το Σύνταγµα του 1952, του οποίου το άρθρο 112 όριζε τα εξής: «Νόµος εφ’ άπαξ εκδιδόµενος θέλει ρυθµίσει την προστασία των εκ της αλλοδαπής εισαγόµενων προς τοποθέτησιν στη χώρα κεφαλαίων». Με βάση το άρθρο αυτό εκδόθηκε το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953, το οποίο είχε συνέχεια με τα νομοθετικά διατάγματα 2928/54 και 4256/1962.
Το Σύνταγμα του 1952 διαδέχθηκαν εκείνα του 1975 και 2001, τα οποία διατήρησαν µε το άρθρο 107 παρ. 1 την αυξηµένη τυπική ισχύ των νοµοθετικών ρυθµίσεων, που έγιναν µε βάση την ανωτέρω διάταξη του Συντάγµατος του 1952 και µάλιστα την επεξέτειναν, ώστε να συµπεριλάβει και ορισµένες διατάξεις του Ν.27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.
Αυτό σήμαινε ότι κάθε έγκριση υπαγωγής επένδυσης στο παραπάνω νοµοθετικό καθεστώς διεπόταν από το Σύνταγμα, το οποίο ανέφερε ότι: «η (…) χορηγούµενη έγκρισις ούσα ανέκκλητος ως προς τους όρους υφ ’ούς εκάστοτε παρέχεται, αποτελεί και την εγγύησιν του Ελληνικού Κράτους έναντι του εισάγοντος κεφάλαια εξωτερικού ότι ταύτα υπόκεινται εφ’ εξής αµεταβλήτως εις το υπό του παρόντος Νοµοθετικού ∆ιατάγµατος καθεστώς».
Σημειώνεται ότι το νομοθετικό αυτό διάταγμα δεν καταργήθηκε, μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΕΕκαι την Ευρωζώνη, καθώς επενδύσεις, όπως του Καζίνο Θεσσαλονίκης, του Αεροδροµίου Σπάτων, της Πετρόλα, και κατά ένα μέρος των ΕΛΠΕ, έχουν υπαχθεί σ’ αυτό. Μετά τη μεταπολίτευση οι µεγάλες επενδύσεις έγιναν µε εξειδικευµένες νοµοθετικές ρυθµίσεις, δηλαδή µε την κύρωση δια νόµου των σχετικών συµβάσεων µε το ∆ηµόσιο ή µε την ψήφιση ειδικού νόµου πλαισίου για συγκεκριµένες επενδύσεις, με τη θεσµοθέτηση αναπτυξιακών κινήτρων κατά τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000, χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Κατά την περίοδο αυτή, την περίοδο 1980- 2000, σύμφωνα με µελέτη του ΙΟΒΕ, ο μέσος όρος αύξησης των εισροών Ξένων Άµεσων Επενδύσεων στην Ελλάδα είναι μόνο 166%, έναντι 1107% στις χώρες της ΕΕ!
Εκρηκτικοί οι ρυθμοί ανάπτυξης έως το 1973
Σημειώνω ότι οι μεταπολεμικοί εκρηκτικοί ρυθμοί ανάπτυξης εξασφαλίσθηκαν έως το 1973 με σημαντική αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, με χρηματοδότηση από τα … αποθέματα του κρατικού προϋπολογισμού και των ιδιωτικών επενδύσεων, με εισροή κυρίως ξένων κεφαλαίων. Η αξιολόγηση αυτή στηρίζεται στα καταιγιστικά αποτελέσματα όλων των παραπάνω αναπτυξιακών νομοθετημάτων. Πολλοί διαπρεπείς επιστήμονες έχουν αποτυπώσει την αξιολόγηση αυτή σε εκατοντάδες σελίδες.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω επιγραμματικά μερικές διαπιστώσεις από την αξιολόγηση όλων αυτών των αναπτυξιακών νόμων, με βάση τους ρυθμούς ανάπτυξης που σημειώθηκαν κυρίως μετά το 1953:
Πρώτον, με δύο Νομοθετικά Διατάγματα (2786/1953 και 2928/1954), μετά το 1954, σημειώθηκε μια εκρηκτική αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης (έως 9% το 1956), η οποία στηρίχθηκε κυρίως με χρηματοδότηση των δαπανών των δημόσιων επενδύσεων από … πλεόνασμα του τακτικού προϋπολογισμού και στον υπερδιπλασιασμό των ιδιωτικών (κυρίως) και δημόσιων επενδύσεων έως το 1960.
Μετά το 1960, τα αποτελέσματα των δύο παραπάνω αναπτυξιακών νόμων και των άλλων οκτώ (βλέπε πιο κάτω) που ακολούθησαν έως το 1972, προκύπτουν από τη διαπίστωση ότι κατά την περίοδο αυτή (1961-1972) όχι μόνο δεν σημειώθηκε καμία ύφεση, αλλά, αντιθέτως, η χώρα μας εξασφάλισε υψηλούς (με εξαίρεση το 1962) ρυθμούς ανάπτυξης, που κυμαίνονται μεταξύ 6,5- 13,2%, οι οποίοι δεν έχουν επιτευχθεί έως τώρα παρά την εισροή κοινοτικών πόρων και δανείων!
Απογοητευτικά τα αποτελέσματα μετά τη μεταπολίτευση!
Δεύτερον, μετά τη μεταπολίτευση θεσπίστηκαν πολλοί νόμοι (βλέπε πιο κάτω), οι οποίοι, ωστόσο, «προικοδότησαν» τη χώρα με 15 περιπτώσεις ύφεσης και μόνο 18 περιπτώσεις ανάπτυξης πάνω από 3% και καμία πάνω μία πάνω από 7% (1978). Πάντως, οι περιπτώσεις με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης (πάνω από 4%) είναι μόνο δέκα περίπου!
Τρίτον, πάντως, κατά την περίοδο 1953-1981, μολονότι ψηφίστηκαν πολλοί αναπτυξιακοί νόμοι, δεν επιτεύχθηκε η ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Μάλιστα, τα νομοθετήματα κατά την περίοδο της δικτατορίας, όξυναν τις περιφερειακές ανισότητες, λόγω της υπερσυγκέντρωσης της βιομηχανίας στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη).
Τέταρτον, οι αναπτυξιακοί νόμοι, που θεσπίστηκαν μετά τη μεταπολίτευση, κυρίως οι νόμοι 289/76, 742/77 και 849/7847, οδήγησαν στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας (σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο), με ρυθμό μεγαλύτερο του αντίστοιχου της ΕΟΚ, ωστόσο, δεν απέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης, όπως προαναφέρθηκε.
Πέμπτον, η δεκαετία του 1980 άρχισε με τον αναπτυξιακό Νόμο 1116/1981, με την κεντρική κυβέρνηση να επικεντρώνεται στο διττό στόχο της ενίσχυσης και της προώθησης της τοπικής ανάπτυξης, αλλά γρήγορα αντικαταστάθηκε από το Ν. 1262/1982 και αυτός με τη σειρά του από το Ν.1892/1990. Ο τελευταίος τροποποιήθηκε από τον Ν.2234/1994, ενώ το 1998 ψηφίστηκε ο Ν.2601. Έπειτα, το 2004 θεσπίζεται ο Ν.3299, η τροποποίηση του οποίου έγινε το 2006 με το Ν.3522.
Τέλος, ο αναπτυξιακός νόμος 3908/2011, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 4072/2012, 4146/2013, 4242/2014 και τον Ν.4399/2016. Δηλαδή, παρατηρείτο περισσότερο παραγωγή νόμων παρά αποτελεσμάτων!
Έκτον, αν η αξιολόγηση επικεντρωθεί στους αναπτυξιακούς Νόμους, που θεσπίστηκαν μετά το 1998 θα διαπιστωθεί ότι το 95% των επενδυτικών σχεδίων ήταν χαμηλής και σχετικά χαμηλής τεχνολογίας. Το 46,5% των επενδυτικών σχεδίων και το 72,2% του συνολικού προϋπολογισμού αφορούσε ΑΠΕ (ιδίως φωτοβολταϊκά) και τουρισμό και ένα άλλο σημαντικό ποσοστό αποθήκες επιχειρήσεων…