Καμπανάκι κινδύνου από το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών
30/07/2024Από το 2020 και μετά οι επιδόσεις του εμπορικού ισοζυγίου καθώς και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών όχι μόνο επιβραδύνουν την αναπτυξιακή διαδικασία, αλλά και αποδεικνύουν ότι η ελλειμματικότητα των εξωτερικών συναλλαγών παραμένει διαρθρωτικό κι όχι συγκυριακό πρόβλημα.
Στα τελευταία στοιχεία για το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών (α’ πεντάμηνο του 2024) έρχεται να προστεθεί μια σειρά άλλων δεδομένων, όπως η συνεχιζόμενη και υπερβολική συμμετοχή της κατανάλωσης στην διαμόρφωση του ΑΕΠ, το πολύ χαμηλό ποσοστό των επενδύσεων, η μικρή παραγωγικότητα και η αύξηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με την διαρκώς μεγαλύτερη εξάρτηση του εθνικού προϊόντος από τις εισαγωγές και την αδύναμη τεχνολογική ένταση των εξαγωγικών προϊόντων.
Επομένως, μπορούμε να οδηγηθούμε με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας παραμένει θεμελιώδες πρόβλημα που δεν αντιμετωπίστηκε ούτε με τα μνημόνια ούτε με την μεταμνημονιακή επιτήρηση, αλλά ούτε με τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης κι Ανθεκτικότητας.
Η ελλειμματικότητα του εξωτερικού ισοζυγίου και η προβληματική ανταγωνιστικότητα είναι το ένα πρόβλημα. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα συνδέεται με το γεγονός ότι η κοινή γνώμη και ο δημόσιος λόγος έχουν εθιστεί σε μια θριαμβολογική προσέγγιση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Με αυτό τον τρόπο ακυρώνουν ουσιαστικά την ανάπτυξη ενός προβληματισμού που θα μπορούσε να αναπτυχθεί, προκειμένου να καταλήξει σε κάποια μέσα πολιτικής.
Άλλωστε, από το 2010 μέχρι και σήμερα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούμε τα οικονομικά προβλήματα είναι ένα και μοναδικό. Και σχετίζεται αποκλειστικά με την ικανοποίηση των κριτηρίων και των αξιολογήσεων που επιβάλλονταν από τα τρία μνημόνια μέχρι το 2019 και πρόσφατα των αντίστοιχων για την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης κι Ανθεκτικότητας. Η οικονομική πραγματικότητα όπως αυτή περιγράφεται από τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στον εξωτερικό τομέα είναι τελείως διαφορετική, βάζοντας αθόρυβα την δική της διαφορετική ατζέντα.
Αδύναμη παραγωγική βάση
Μέσα στο νέο οικονομικό περιβάλλον που δημιουργεί η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση πρέπει άμεσα να αναζητήσουμε την βασική αιτία του προβλήματος, εγκαταλείποντας τους αναπτυξιακούς διθυράμβους. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση, προκειμένου να καταλήξουμε στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η πηγή όλων των παραπάνω προβλημάτων εντοπίζεται στην εξασθένιση της παραγωγικής βάσης της Ελλάδας.
Η αδύναμη παραγωγική βάση ευθύνεται για το έλλειμα των εξωτερικών συναλλαγών, την υπερπαραγωγή μη εμπορεύσιμων αγαθών, το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας, την υποαπασχόληση και την ετεροαπασχόληση του δυναμικού, την περιορισμένη φοροαποδοτική ικανότητα, ακόμα και για τον πληθωρισμό. Ας αναλογιστεί κανείς πόσο διαφορετικές θα ήταν οι επιδόσεις στο μέτωπο των τιμών αν η παραγωγική βάση ήταν πιο διευρυμένη με αποτέλεσμα την παραγωγή περισσότερων αγαθών. Πόσο πιο δύσκολη θα ήταν η συνεννόηση για τον ανεπίσημο καθορισμό της τιμής ενός αγαθού όταν αυτό παράγεται από πληθώρα παραγωγών.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η διαχρονικά μειούμενη ανταγωνιστικότητα κάνει επιτακτική πλέον την ανάγκη για άμεση αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος με τρόπο που να μειωθεί η εξάρτηση από τα εισαγόμενα ενδιάμεσα και τελικά αγαθά, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εσωτερική επάρκεια.
Η κρισιμότητα των εξελίξεων στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας επιβάλλουν την ουσιαστική ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης σε τομείς και κλάδους που παρουσιάζουν πραγματικό συγκριτικό πλεονέκτημα και έχουν πολλαπλά πολλαπλασιαστικά οφέλη. Η βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου, αλλά και η μακροημέρευση της δημοσιονομικής προσαρμογής θα εξαρτηθεί από την επιτυχή έκβαση αυτού του παραγωγικού μετασχηματισμού.