Κατά τη μάνα και η κόρη – Πως καταρρέουν οι αυτοκρατορίες
07/11/2025
Στην τρέχουσα περίοδο πολλαπλασιάζονται οι άνθρωποι στον χρηματοοικονομικό χώρο, που διερωτώνται εάν και κατά πόσον οι ΗΠΑ ακολουθούν το παράδειγμα και την πορεία της άλλοτε κραταιάς Μεγάλης Βρετανίας. Το ευδιάκριτο πλέον στοιχείο των ΗΠΑ αφορά το γεγονός ότι, αντί να αναπτύσσονται παραγωγικά, υιοθετούν το σύστημα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, χρηματοδοτώντας την επέκτασή τους με δανεισμό, αυξάνοντας συνεχώς το χρέος τους.
Ο ανθρωπολόγος και συγγραφέας του έργου με τίτλο “DEBT: THE FIRST 5.000 YEARS”, David Graeber, γράφει αφοριστικά πως το χρέος αποτελεί τον αιμοδότη μίας αυτοκρατορίας, έως ότου εξελιχθεί σε ανίατη νόσο. Η κατά λέξη διατύπωση της κεντρικής ιδέας του κειμένου του συμβαδίζει με την γενική αίσθηση, που ευθυγραμμίζεται πλέον στενά με την κεντρική θέση του για την ιστορική σημασία του δανεισμού και του χρέους στην διαμόρφωση αυτοκρατοριών και κοινωνικών δομών.
Το 1694 ο τότε μονάρχης Γουλιέλμος της Οράγγης στην απεγνωσμένη του προσπάθεια αποτροπής της πτώχευσης λόγω των δαπανών του πολέμου των Βρετανών με την Γαλλία, στρέφεται σε ένα συνδικάτο 1.268 επενδυτών για να δανεισθεί £1,2 εκατομμύρια στερλίνες με επιτόκιο 8% (£200 εκατομμύρια σε τρέχουσα αξία). Επιπλέον, με βασιλικό διάταγμα αναβαθμίζει το συνδικάτο στην πασίγνωστη πλέον Τράπεζα Αγγλίας, σε μία εποχή που η Μεγάλη Βρετανία εμπλέκεται διαδοχικά στον οκταετή Δεύτερο Ινδικό Πόλεμο στην Βόρειο Αμερική κατά των Γάλλων (1688–1697) και στον δωδεκαετή της Ισπανικής Διαδοχής στην Ευρώπη (1701-1713).
Ο πρώτος πόλεμος έχει κόστος £30.000 στερλινών για το βρετανικό δημόσιο και ο δεύτερος £50.000. Το σύνολο των £80.000 στερλινών συγκεντρώνεται κατά £40.000 μέσω φόρων και το υπόλοιπο των £40.000 με δανεισμό από τους τραπεζίτες του City. Το Λονδίνο πάντως με την Συνθήκη της Ουτρέχτης, του 1713, αποκτά τον απόλυτο έλεγχο των θαλασσών και των αγορών, αλλά παρασκηνιακά και έναν παντοδύναμο μηχανισμό, το χρηματοδοτικό κέντρο του City, που για πρώτη φορά πιστώνει σε τέτοια έκταση το βρετανικό δημόσιο, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε πανίσχυρο γεωοικονομικό μηχανισμό. Συνεκτιμώντας ότι £1 στερλίνα ισούται το 2025 με €1.870, το συνολικό κόστος των πολέμων σε τρέχουσες τιμές ανέρχεται σε €149.600.000 με το City να επωμίζεται τα €74.800.000.
Πρόκειται για τον απόλυτο συνεταιρισμό δημοσίου και ιδιωτών, με το χρήμα των δευτέρων να χρηματοδοτεί τους πολέμους της αυτοκρατορίας, δημιουργώντας όμως αθέατα και έναν νέο οικονομικό οργανισμό, όπου προκαλείται σύντηξη της ισχύος του κράτους με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Για πρώτη φορά, η δυνατότητα του δανεισμού και όχι της φορολόγησης, μεταμορφώνεται στην βάση της εθνικής ισχύος, με την Βρετανική Αυτοκρατορία, την μεγαλύτερη ιστορικά, να μην δομείται με το χρυσό, αλλά με ομόλογα της κυβέρνησης με χρυσές άκρες (gilts), που τεκμηριώνουν την εγκυρότητά τους και την αξία τους.
Τα δάνεια των μεγάλων πολέμων του τέλους του XVII αιώνα και των αρχών του XVIII, δημιουργούν ένα προηγούμενο και σύντομα ο δανεισμός του δημοσίου χρηματοδοτεί κάθε ναυτική αποστολή, τις αποικιακές κατακτήσεις και το εμπόριο. Η πίστωση, και όχι οι κατακτήσεις, αναδεικνύεται στον πραγματικό μοχλό της ισχύος, με κάθε νέο δάνειο να χρηματοδοτεί ναυπηγήσεις πολεμικών σκαφών, τις ένοπλες δυνάμεις στο εξωτερικό και τις στρατιωτικές βάσεις ανά την υδρόγειο, με κάθε εμπόλεμη σύγκρουση να ενισχύει την εθνική αξιοπιστία, μειώνοντας το κόστος του δανεισμού.
Από την Αναγκαιότητα στην Ισχύ
Ο συγκεκριμένος αυτό-ενισχυόμενος κύκλος δημιουργεί, όπως το αποκαλούν οι ιστορικοί, το “χρηματοοικονομικό-στρατιωτικό κράτος”, με τα δάνεια να τροφοδοτούν πολέμους και τις εμπόλεμες συγκρούσεις να δικαιώνουν την ύπαρξη χρέους. Όσον η αυτοκρατορία επεκτείνεται, το συγκεκριμένο πρότυπο λειτουργεί με πρωτοφανή αποτελεσματικότητα χωρίς κανένα πρόβλημα. Η Τράπεζα Αγγλίας τυπώνει χρεόγραφα, το Βασιλικό Ναυτικό ενισχύει την κυκλοφορία τους και οι αποικίες να παρέχουν τις αποδόσεις, με συνέπεια να κινείται ένας άψογος, ανελέητος και απίστευτα επικερδής μηχανισμός.
Κατά τον XVIII και ΧΙΧ αιώνα, ο δανεισμός μεταμορφώνεται από μία απελπισμένη ανάγκη πολεμικών δαπανών σε δομικό πυλώνα της αυτοκρατορίας, με την Τράπεζα Αγγλίας να σταθεροποιεί τις αγορές και να εκδίδει χρεόγραφα, που οι επενδυτές ανά την υδρόγειο κρίνουν απόλυτα αξιόπιστα. Το Λονδίνο αναδεικνύεται στην χρηματοοικονομική πρωτεύουσα του κόσμου, με το City να χρηματοδοτεί σιδηροδρόμους στην Ινδία, διώρυγα και υδραυλικά έργα στην Αίγυπτο, ορυχεία στην Νότιο Αφρική και επαναστάσεις στην Λατινική Αμερική.
Οι πιστώσεις προς την αυτοκρατορία θεωρούνται ασφαλείς, όπως ο χρυσός και μερικές φορές ασφαλέστερες, με το χρέος να μεταμορφώνεται σε απίστευτη ισχύ. Οι εγγυήσεις του στέμματος στα χρεόγραφα, χρηματοδοτούν μία βιομηχανική επανάσταση και η πρώτη κεντρική τράπεζα του κόσμου αναδεικνύεται στην μηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά καμία μηχανή δεν λειτουργεί για πάντα. Στα τέλη του ΧΙΧ, τα εκτενέστατα σύνορα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας αρχίζουν να εξασθενίζουν, με τις άλλοτε ευχερέστατες κατακτήσεις να έχουν εξαντληθεί και τις αποικίες να αποδεικνύονται σταδιακά δυσβάστακτα κοστοβόρες.
Ο δανεισμός αντί να χρηματοδοτεί την επέκταση, καλύπτει πλέον δαπάνες συντάξεων, γραφειοκρατίας και άμυνας των αποικιών, με την αυτοκρατορία να στρέφεται από την ανάπτυξη προς την συντήρησή της και από τις κατακτήσεις προς την αυταρέσκεια του μεγαλείου. Η χρηματοοικονομική μηχανή που κάποτε συσσωρεύει πλούτο, καταλήγει να αγωνίζεται για να τον εξυπηρετήσει, με τον δανεισμό να συνεχίζεται, αλλά όχι για χρηματοδότηση ναυπηγήσεων ή σιδηροδρόμων, από την στιγμή που δαπανάται σε μισθοδοσίες και διατήρηση κοινωνικής ευστάθειας και από μοχλός ισχύος μετατρέπει την Μεγάλη Βρετανία σε μία εξαιρετικά εύθραυστη χώρα.
Βίοι Παράλληλοι
Οι ΗΠΑ κατά το 2025 κατέχουν την θέση της Μεγάλης Βρετανίας του 1890, αποτελώντας έναν παγκόσμιο ηγεμόνα, ακόμα εξαιρετικά ισχυρό, αξιοσέβαστο, αλλά εκτεθειμένο σε μία οδυνηρά κοστοβόρα υπερέκταση στην υδρόγειο. Από το 1945 πάντως, η αμερικανική αγορά ομολόγων συνιστά το απόλυτο καταφύγιο ασφαλείας των επενδυτών ανά τον κόσμο, αποτελώντας την χρηματοοικονομική σπονδυλική στήλη της Pax Americana, που χρηματοδοτείται με συνεχή δανεισμό.
Οι τίτλοι του αμερικανικού ομοσπονδιακού δημοσίου καλύπτουν δαπάνες του Ψυχρού Πολέμου, των στρατιωτικών βάσεων στο εξωτερικό, της NASA, αλλά και εμπόλεμων συγκρούσεων, όπως στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στην Ουκρανία, συντηρώντας ταυτόχρονα την διεθνή κυριαρχία του αμερικανικού νομίσματος. Επί δεκαετίες, από τους Σαουδάραβες έως και τους Κινέζους, οι επενδυτές πιστώνουν το αμερικανικό δημόσιο, ώστε να χρηματοδοτεί την αστυνόμευση της υδρογείου, οπότε όπως και οι Βρετανοί, οι Αμερικανοί μετατρέπουν τον δανεισμό τους σε αυτοκρατορία.
Όμως η συγκεκριμένη μετατροπή δημιουργεί ένα θανάσιμο πρόβλημα, από την στιγμή που το χρέος δεν χρηματοδοτεί πλέον ανάπτυξη ή επέκταση, αλλά συντήρηση των εκδόσεων τίτλων, αποπληρωμές τόκων και διαχειριστική διεύρυνση κρατικών υπηρεσιών. Ήδη διαφαίνονται τα σημεία της αυτοκρατορικής κόπωσης στην εμμονή των πληθωριστικών πιέσεων, στον σχηματισμό ελλειμμάτων ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων και στην εξασθένιση της κάποτε κραταιάς ζήτησης των ομοσπονδιακών τίτλων.
Ακόμα και η Ιαπωνία, ο μεγαλύτερος αλλοδαπός θεσμικός επενδυτής στο αμερικανικό χρέος μειώνει την έκθεσή του, ενώ η Κίνα ρευστοποιεί επί σειράν ετών αθόρυβα αμερικανικούς τίτλους, με συνέπεια η αγορά των ομοσπονδιακών τίτλων να εμφανίζει την εικόνα των τελευταίων σταδίων της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένη εικόνα αφορά μία δομή που εξαρτάται από την αξιοπιστία σε μία κυβέρνηση που οι ανάγκες της υπερβαίνουν πλέον τις δυνατότητές της να τις εξυπηρετεί.
Με τις αποδόσεις να αυξάνονται στις αγορές, το άλλοτε υπερασφαλές επιτόκιο, η βάση της διεθνούς χρηματοοικονομίας, παρέχει πλέον κίνδυνο χωρίς απόδοση, με συνέπεια να αναδύεται μία περίοδος στην οποία η αγορά παύει να αποτελεί όργανο της αυτοκρατορίας και εξελίσσεται σε μοχλό ενταφιασμού της.
Η Ηχώ της Ιστορίας
Κάποτε οι υποτελείς των αυτοκρατοριών είχαν την υποχρέωση καταβολής περιοδικών εισφορών και στην σύγχρονη εποχή να προβαίνουν σε αγορές τίτλων, αλλά εάν οι αγορές διακοπούν, η αυτοκρατορική ψευδαίσθηση καταρρέει. Κατά την διάρκεια του ΧΙΧ αιώνα, η παγκόσμια ισχύς της Μεγάλης Βρετανίας σταδιακά συρρικνώνεται πριν αρχίσει να υποχωρεί η αγορά του χρέους της, με την στερλίνα να παραμένει το διεθνές αποθεματικό νόμισμα έως ότου απωλέσει την θέση της. Όμως, οι επενδυτές εξακολουθούν να αποκαλούν το Λονδίνο “City” σε πείσμα του γεγονότος ότι η Νέα Υόρκη αποτελεί πλέον την χρηματοοικονομική μητρόπολη του κόσμου.
Η ίδια δυναμική εξελίσσεται στις ΗΠΑ, όπου η αγορά τίτλων του ομοσπονδιακού δημοσίου διαθέτει μεγάλο όγκο, τεράστια ρευστότητα και φαινομενικά παραμένει αλώβητη, πλην όμως, κάτω από την επιφάνεια της ρευστότητας σοβεί η εξάντληση που συνιστά το χρηματοοικονομικό ισοδύναμο της αυτοκρατορικής υπερβολής. Οι δύο αυτοκρατορίες, η βρετανική και η αμερικανική οικοδομούν την κυριαρχία τους στο ίδιο πρότυπο, πωλώντας στις αγορές χρέος, για να καλύψουν τις δαπάνες της παγκόσμιας επέκτασής τους και των σφαιρών επιρροής τους, επιβάλλοντας στον υπόλοιπο κόσμο να χρηματοδοτεί τις φιλοδοξίες τους.
Όμως, έρχεται κάποια στιγμή που ο κόσμος παύει να θεωρεί αξιόπιστους τους τίτλους που εκδίδουν, με συνέπεια η αυτοκρατορία να μένει εκτεθειμένη και όπως όλες ανακαλύπτει πως εξαντλούνται οι άλλοτε πρόθυμοι δανειστές της. Η Μεγάλη Βρετανία φθάνει στο συγκεκριμένο σημείο, όταν οι αποικίες της αρχίζουν να βιομηχανοποιούνται και να απαιτούν την ανεξαρτησία τους. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ένα ανάλογο φαινόμενο με κορυφή του παγόβουνου την ομάδα των BRICS+, που αναπτύσσει και λειτουργεί παράλληλα συστήματα πληρωμών, τις κεντρικές τράπεζες που συσσωρεύουν χρυσό και τους επενδυτές που αναζητούν καταφύγιο σε τοποθετήσεις με πραγματικό αντίκρισμα και πραγματικές υποκείμενες αξίες.
Το παλαιό πρότυπο της πώλησης χρέους για την χρηματοδότηση της κυριαρχίας παύει να λειτουργεί, όταν κανείς δεν προθυμοποιείται να αγοράσει, με την νέα εποχή να στοιχειοθετεί ότι ο κόσμος απομακρύνεται από χρεόγραφα χωρίς υποκείμενες πραγματικές αξίες. Αντίθετα, αναδύονται οι ενσώματες, παραγωγικές και πραγματικές τοποθετήσεις, δηλαδή ακριβώς τα εμπράγματα στοιχεία, που η αυτοκρατορία αγνοεί από την στιγμή που απορροφάται στην διαχείριση των ισολογισμών της.
Ο χρυσός, ο άργυρος, η ενέργεια, οι ζωτικές πρώτες ύλες, οι πραγματικές επιχειρήσεις που παράγουν υλικά αγαθά, έρχονται πλέον στο προσκήνιο με την ανατολή της πραγματικής οικονομίες. Οι αυτοκρατορίες καταλήγουν στον θάνατο, όταν εισέρχονται στο στάδιο της αφαίρεσης και κρίνουν πως οι αριθμοί στις οθόνες έχουν την δυνατότητα να αντικαταστήσουν πλοία, εργοστάσια και αγροτικές καλλιέργειες.
Σε νέα εποχή…
Αναμφισβήτητα, η ίδρυση της Τράπεζας Αγγλίας το 1694 αποτελεί τον γεννήτορα της σύγχρονης χρηματοοικονομίας, μετατρέποντας το δημόσιο χρέος σε αυτοκρατορία και μετά από περισσότερο από τρεις αιώνες το ίδιο σύστημα με έδρα την αμερικανική πρωτεύουσα αντιμετωπίζει την εξάντλησή του. Όταν το χρέος χρηματοδοτεί την επέκταση αποτελεί αδιαφιλονίκητη ισχύ, αλλά όταν καλύπτει δαπάνες επιβίωσης, συνιστά παρακμή και εκφυλισμό. Το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών δεν αποτελεί πλέον την ατμομηχανή της ανάπτυξης, αλλά μία σταγόνα ενός συστήματος, που δεν έχει παραγωγικό παλμό και ούτε το Λονδίνο, ούτε η Νέα Υόρκη θα γράψουν το επόμενο κεφάλαιο της διεθνούς χρηματοοικονομίας.
Θα γραφεί κάπου, όπου το κεφάλαιο συνδυάζεται με εργασία, φυσικούς πόρους και αγαθά, καινοτομία και ενέργεια στον πραγματικό κόσμο. Οι επενδυτές ήδη αντιλαμβάνονται πως επιβάλλεται να εγκαταλείψουν το πλοίο πριν το έρμα το παρασύρει στον βυθό και το γεγονός ότι στρέφονται σε τίτλους με πραγματικές υποκείμενες αξίες, υποδεικνύει ότι δεν αναζητούν υποσχέσεις, αλλά τεκμήρια εμπράγματης αξίας. Η αυτοκρατορία ανταλλάσσεται με την ανεξαρτησία, από την στιγμή που το μάθημα της ιστορίας επιμένει πως οι αυτοκρατορίες καταρρέουν, αλλά οι πραγματικές αξίες παραμένουν.





