Κατώτατος μισθός και συλλογικές συμβάσεις στην μεταμνημονιακή εποχή
01/09/2018Την αύξηση του κατώτατου μισθού και την ρύθμιση της αγοράς εργασίας έθεσε ως πρώτους στόχους της κυβέρνησης, εγκαινιάζοντας την μεταμνημονιακή εποχή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Με την αύξηση του κατώτατου μισθού συμφωνούν και τα Επιμελητήρια, ενώ ενστάσεις για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων διατυπώνει ο ΣΕΒ. Την ίδια ώρα η Κομισιόν υποδηλώνει την παρουσία της, υπενθυμίζοντας ότι υπάρχουν και συμφωνίες.
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, παρά την μείωση της ανεργίας και την αντιστροφή της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, που επέφεραν τα μνημόνια, υπάρχει ακόμη «πολλή δουλειά για να ανασυγκροτηθεί η μισθωτή εργασία». Για αυτόν τον λόγο, όπως είπε στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου μετά τον ανασχηματισμό, η κυβέρνηση θέτει «σε πρώτη προτεραιότητα τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την αύξηση του κατώτατου μισθού».
Δίνοντας μάλιστα και ιδεολογικό στίγμα ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι «η βελτίωση της θέσης των εργαζομένων δεν είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά, αντιθέτως με ότι πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι, είναι η προϋπόθεση ανάπτυξης της οικονομίας».
Συμφωνεί ο Μίχαλος
Υπέρ της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ τάχθηκε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνα Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, ο οποίος διαγράφηκε στα τέλη Ιουνίου από την ΝΔ εξαιτίας των δηλώσεών του για την έξοδο από τα μνημόνια, σημείωσε ότι η στάση των Επιμελητηρίων για την επαναφορά της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού, είναι «θετικότατη». Επισήμανε μάλιστα ότι τα Επιμελητήρια «σε όλη την διάρκεια της μνημονιακής “περιπέτειας” έχουμε ταχθεί υπέρ της επαναφοράς του κατώτατου μισθού, με προϋπόθεση ότι δεν θα είναι τόσο μεγάλο το φορολογικό βάρος στην επιχείρηση, για να μπορεί ακριβώς να είναι βιώσιμη».
Παραλλήλως επανέφερε τα δίκαια αιτήματα των Επιμελητηρίων για το μη μισθολογικό κόστος (υπερφορολόγηση και ασφαλιστικές εισφορές), εκφράζοντας την εκτίμηση ότι «στο άμεσο μέλλον μπορούν να δρομολογηθούν και να γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές».
Επιφυλάξεις από τον ΣΕΒ
Τις επιφυλάξεις του ΣΕΒ για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εξέφρασε με άρθρο του ο πρόεδρος του Συνδέσμου Θεόδωρος Φέσσας, επισημαίνοντας ότι η εξαγγελία περί «επιστροφής» αφορά την «αναβίωση διαφόρων προβληματικών διατάξεων, όπως η επέκταση ισχύος των συμβάσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων του εκάστοτε κλάδου, δηλαδή και σε μη συμβαλλόμενα μέλη. Μια πρακτική που ήταν μέρος των αιτίων της κρίσης και είχε ανασταλεί κατά τη διάρκεια των τριών μνημονίων».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒ η αναβίωση του υπουργικού δικαιώματος της επέκτασης και της κήρυξης γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών ΣΣΕ, οφείλει να τηρεί έξι συγκεκριμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις:
- Να αποκλεισθεί η παθογένεια της επέκτασης των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, καθώς καλύπτουν εργαζόμενους σε τελείως ανόμοιες μεταξύ τους επιχειρήσεις, με πολύ διαφορετική οικονομική κατάσταση και διαφορετικούς κλάδους.
- Να τηρείται η αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον του 51% των εργαζομένων του κλάδου, ως απαραίτητη προϋπόθεση διαφάνειας και πλήρους σεβασμού της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος.
- Οι συμβαλλόμενες οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων να συμφωνούν στην επέκταση ισχύος της κλαδικής ΣΣΕ.
- Να μην υπάρχει δυνατότητα επέκτασης των ρυθμίσεων που είναι παράγωγα της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία ούτως ή άλλως αντίκειται στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και επ’ αυτού έχουν γίνει επανειλημμένες συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας προς τη χώρα μας.
- Να υπάρχει ρήτρα εξαίρεσης σε επιχειρησιακό επίπεδο, με ειδικές πρόνοιες για τις επιχειρήσεις που είναι υπερχρεωμένες ή σε διαδικασία αναδιάρθρωσης.
- Οι διαδικασίες επέκτασης κλαδικών συμβάσεων και οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να συνοδεύονται από ανάλυση επιπτώσεων στην αγορά εργασίας, στην απασχόληση και στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου τον οποίον αφορούν, ενώ πριν την επέκταση εργοδότες και εργαζόμενοι επί των οποίων η επέκταση θα εφαρμοσθεί, θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν στις διαδικασίες του ΑΣΕ τις θέσεις τους.
Ποιους αφορά η επέκταση
Για σήμερα Παρασκευή πάντως έχει προγραμματιστεί η συνεδρίαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ), στην διάρκεια της οποίας αναμένεται να ανακοινωθούν οι πρώτες επεκτάσεις κλαδικών συμβάσεων, που αφορούν τον τουρισμό, την ναυτιλία και τις τράπεζες.
Από αυτή τη διαδικασία αναμένεται να επωφεληθούν με αύξηση στις αποδοχές τους, δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Εργασίας, Ανδρέα Νεφελούδη, η πρώτη ομάδα συμβάσεων που θα πάει σε διαδικασία επέκτασης είναι αυτή που αφορά τα ξενοδοχεία. Θα ακολουθήσουν οι τράπεζες, παρότι δεν υπάρχει ενιαία εργοδοτική οργάνωση. Ο νόμος ωστόσο τεκμηριώνει το 70% περίπου της συμμετοχής εργαζομένων στην κλαδική, η οποία πλέον θα ισχύει για όλους τους εργαζόμενους σε περιφερειακές ή άλλες τράπεζες. Η τρίτη επέκταση αφορά την ναυτιλία και άλλους κλάδους που έχουν συμβάσεις σε ισχύ αυτή τη στιγμή, όπως αεροπορικές εταιρείες, τσιμεντοβιομηχανία, καπνοβιομηχανία, μεταλλεία κ.α..
Σημειώνεται ότι σήμερα βρίσκονται σε ισχύ 37 ΣΣΕ, οι περισσότερες από τις οποίες είναι κλαδικές και 13 ομοιοεπαγγελματικές. Το υπουργείο εκτιμά ότι μετά το πρώτο «κύμα» των επεκτάσεων, οι κλάδοι στους οποίους θα επικρατήσει η «κανονικότητα» των συμβάσεων θα απασχολούν περίπου το 15% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Είμαστε κι εμείς εδώ
Κληθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, ότι με την ολοκλήρωση των μνημονίων κλείνει και ο κύκλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, αξιωματούχος της Ευρωζώνης υπενθύμισε την δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ.
Ειδικά για την πρόταση για αύξηση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο ίδιος αξιωματούχος τόνισε ότι το «βασικό ζήτημα» εξακολουθεί να είναι να παραμείνει η Ελλάδα «προσηλωμένη» στις συμφωνίες και «να μην πάει πίσω τις μεταρρυθμίσεις».
Τέλος αν και επισήμανε ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον σε πρόγραμμα και ότι «πλέον αποφασίζει μόνη της», παρατήρησε ότι υπάρχει και η «μεταμνημονιακή εποπτεία».