Κι όμως, πίσω από τους δασμούς του Τραμπ υπάρχει στρατηγική
16/04/2025
Η πολιτική δασμών του Τραμπ δεν είναι παρορμητισμός. Είναι οργανωμένο σχέδιο επαναβιομηχάνισης των ΗΠΑ και ανατροπής του παγκόσμιου εμπορικού συσχετισμού. Την ώρα που η Ουάσιγκτον χτίζει νέο γεωοικονομικό δόγμα, η Ευρώπη παραμένει δέσμια αδράνειας και εξάρτησης.
Αποτελεί μία άλλη διάσταση της ανάλυσης των επιπτώσεων των δασμών που εξήγγειλε στις 2 Απριλίου. Μία διάσταση που δεν είναι “βολική” και δεν αναδεικνύεται από τα μέσα. Η ουσία είναι όμως – όπως και να αναλύσουμε τις εξελίξεις – πως η πολιτική Τραμπ είχε εξαγγελθεί χρόνια πριν. Εμφατικά, κατά την πρόσφατη προεκλογική του εκστρατεία, με κεντρικό αφήγημα το “America First“.
Το λάθος που διαπράττεται από τους περισσότερους αναλυτές έγκειται στο γεγονός ότι πρώτα γίνεται ανάλυση των “ψυχολογικών” αιτίων, καθώς και του χαρακτήρα του νέου προέδρου, και μετά γίνεται προσπάθεια ανάλυσης των επιπτώσεων των νέων δεδομένων. Προφανής στόχος σε πρώτη φάση είναι, μέσω αυτής της λογικής, η επικοινωνιακή κάλυψη της ανυπαρξίας πολιτικής από τις κυβερνήσεις της Ευρώπης.
Κυρίως δε από την Κομισιόν, ως προς το αναπτυξιακό αλλά και υπαρξιακό μοντέλο της ΕΕ. Σε αντιδιαστολή με τις εξαγγελίες του νέου προέδρου των ΗΠΑ, η “νομενκλατούρα” της Ευρώπης φαίνεται αδύναμη να συμφωνήσει για τις πολιτικές που θα καθορίσουν τα “πατήματα” του μέλλοντος.
Η “δημιουργική καταστροφή” των δασμών
Η αρχή έγινε κατά την προεκλογική περίοδο του 2016, όταν τόσο ο Τραμπ όσο και η Χίλαρι Κλίντον πολιτεύθηκαν με όμοια πλατφόρμα αντίθεσης στην ειδική εταιρική σχέση μεταξύ των 11 χωρών της Ασίας και του Ειρηνικού, του Καναδά και του Μεξικού (Trans-Pacific Partnership), για την εξάλειψη μεγάλου τμήματος φόρων που αφορούσε προϊόντα παραγόμενα στις ΗΠΑ. Η διαπραγμάτευση είχε γίνει από τον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.
Κατά την πρώτη δε θητεία του νυν προέδρου, επιβλήθηκαν δασμοί σε προϊόντα από την Κίνα, που μετέπειτα ενισχύθηκαν επί προεδρίας Μπάιντεν, ο οποίος με τη θεσμοθέτηση της πολιτικής Inflation Reduction Act επιπρόσθετα επεδίωξε την επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ στη βάση της πράσινης ανάπτυξης.
Αυτή η πολιτική στρατηγικής ανάκτησης της ισχύος της βιομηχανικής παραγωγής επιδιώκεται με τη νέα πολιτική δασμών. Το αν θα πετύχει είναι θέμα ακαδημαϊκής συζήτησης επί του παρόντος. Κατά συνέπεια, η έννοια του μέχρι σήμερα “ελεύθερου εμπορίου” φαίνεται να είναι πλέον εκτός πολιτικής οπτικής τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων. Στόχος: H διατήρηση της ισχύος του δολαρίου.
Στην παρούσα φάση, το ζητούμενο δεν είναι η ανάδειξη μίας νέας ισορροπίας στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά η “δημιουργική καταστροφή” και η ανάδειξη νέων παραμέτρων ισορροπίας προς όφελος των ΗΠΑ και της πολιτικής ισχυροποίησης της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής. Πρέπει να γίνει αντιληπτό σε όσους “κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες” ευαγγελίζονται πως “σε αυτές τις καταστάσεις δεν υπάρχουν νικητές”, ότι η πολιτική Τραμπ αποτελεί πλατφόρμα των εκπροσώπων, τόσο των Δημοκρατικών, όσο και των Ρεπουμπλικάνων.
Αποτελεί πολιτική που στοχεύει μονοδιάστατα στην ευημερία της χώρας και μόνον. Ουδόλως φαίνεται να ενδιαφέρουν τις ΗΠΑ οι αρνητικές επιπτώσεις εντός της ΕΕ – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Νέα εποχή ισχύος χωρίς συναισθηματισμούς
Η έννοια της “δημιουργικής καταστροφής”, που πρώτος εισήγαγε ο οικονομολόγος Γιόζεφ Σούμπετερ, δεν εμπεριέχει πολιτικούς συναισθηματισμούς. Οι αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις των μέτρων έχουν υπολογισθεί από την πλευρά των ΗΠΑ. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Τραμπ κινήθηκε γρήγορα με τις εξαγγελίες. Σε αντίθεση με την ΕΕ, που απέτυχε να προβλέψει τις εξελίξεις. Μία Ευρώπη που, αποτυγχάνοντας να διαβάσει τη νέα ιστορική αναγκαιότητα, ανακοινώνει με επικοινωνιακή στόχευση την επιλογή “αντιμέτρων”, αντί της άμεσης και ουσιαστικής διαπραγμάτευσης.
Η ΕΕ αποτυγχάνει να επιδιώξει μέσα από την κρίση να “κερδίσει” στοιχεία προς όφελος της δικής της ουσιαστικής βιομηχανικής και εμπορικής ανασύστασης, στο πλαίσιο μίας νέας εμπορικής και αναπτυξιακής ισορροπίας. Οι εξαγγελίες περί χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας δύσκολα θα αμβλύνουν τη διαχρονική αδυναμία παραγωγής ενιαίας αναπτυξιακής πολιτικής. Μία αδυναμία που εύκολα καλύπτεται μέχρι σήμερα με “οδηγίες” γραφειοκρατικών επινοήσεων.
Η Ευρώπη προς ταπεινωτικό συμβιβασμό;
Η επιβολή δασμών αλλά και οι παρεμβάσεις Musk για τη μείωση του κόστους λειτουργίας του κράτους δεν συνιστούν “ανεξέλεγκτη” πολιτική Τραμπ, όπως κάποιοι με ευκολία την χαρακτηρίζουν. Μόνον με σοβαρή ανάλυση των κινήτρων αλλά και της διαχείρισης των επιπτώσεων της νέας φιλοσοφίας των ΗΠΑ θα είναι δυνατόν η Ευρώπη να αναδείξει ένα πιο συμπαγές και ισορροπημένο αναπτυξιακό αφήγημα.
Η Ευρώπη απλά παρακολουθεί τις εξελίξεις, προβλέποντας ότι θα χάσει το 2025 το ένα τρίτο του προβλεπόμενου ΑΕΠ. Η δε κα Λαγκάρντ επισημαίνει πως «σε έναν κόσμο που είναι διασυνδεδεμένος, οι αυξημένες εμπορικές τριβές είναι επιζήμιες για την παγκόσμια ανάπτυξη και ευημερία». Επισημάνσεις “αγάπης και αλληλεγγύης” που δεν έχουν πλέον θέση στην παρούσα νέα σκληρή πραγματικότητα.
Οι ΗΠΑ διέγνωσαν τον κίνδυνο μελλοντικής αποτυχίας στην επίτευξη των δικών τους στρατηγικών στόχων. Αντιδρούν τώρα στην τεχνολογική ισχυροποίηση της Κίνας και το συνεχώς διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Αντιδρούν βίαια. Μόνον με βίαιο τρόπο όμως, στην παγκόσμια ιστορία προκαλούνται μεταλλάξεις και δραστικές αλλαγές. Η Ευρώπη, στον αντίποδα, απλά συσκέπτεται. Η περίοδος της βολικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η τεχνολογική της υστέρηση έναντι της Κίνας και των ΗΠΑ, καθώς και η αδυναμία της να αντιδράσει με ταχύτητα και ομοψυχία, θα την οδηγήσει σε έναν ταπεινωτικό συμβιβασμό στο νέο τοπίο που θα αλλάξει τις ροές του διεθνούς εμπορίου και κατ’ επέκταση τη γεωπολιτική πραγματικότητα.
Άγνωστο αν οι στόχοι που θέτει ο Τραμπ θα υλοποιηθούν. Το σίγουρο είναι πως γίνονται κατόπιν σχεδιασμού και μίας νέας πολιτικής θεώρησης. Πολλοί σπεύδουν να χαρακτηρίσουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ “ανεξέλεγκτο”. Αδυνατούν να αντιληφθούν πως η πολιτική σήμερα δεν αποτελεί σημείο διαγωνισμού “στιλ” και “αγαθών προθέσεων”, όταν η ουσία είναι πως ο πρόεδρος δρα προς όφελος της χώρας του και μόνον. Ως προς τη δική μας χώρα, δυστυχώς η αδυναμία της κυβέρνησης να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο την οδηγεί να “εκλιπαρεί” για τη φέτα, το λάδι και το κρασί.