Κομισιόν κατά Amazon – Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη
16/05/2021Έχασε τη μάχη, αλλά ίσως όχι και τον πόλεμο, η Κομισιόν, στην προσπάθειά της να φορολογήσει περισσότερο τους πολυεθνικούς γίγαντες που απολαμβάνουν φορολογικών προνομίων. Η μάχη που, προς το παρόν τουλάχιστον, χάθηκε με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρώπης, αφορά στον κολοσσό της Amazon, με έδρα το Λουξεμβούργο. Η Κομισιόν θα κάνει μάλλον έφεση προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η Κομισιόν είχε εντείνει ιδιαίτερα τις προσπάθειές της με στόχο να φορολογείται περισσότερο η εταιρεία, αλλά το Λουξεμβούργο λαμβάνει υπόψη πως η Amazon απασχολεί πάνω από 2.200 εργαζομένους, σε έναν συνολικό πληθυσμό 600.000. Το Γενικό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε την κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και την Amazon, όπως πέρυσι τον Ιούλιο είχε δικαιώσει και την Apple και ακύρωσε την απόφαση της Κομισιόν, σύμφωνα με την οποία «ο αμερικανικός κολοσσός διαδικτυακού εμπορίου έχει λάβει παράνομες φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους 250 εκατομμυρίων ευρώ». Αν δεν ακύρωνε την απόφαση, η εταιρεία θα έπρεπε να επιστρέψει στο κράτος του Λουξεμβούργου το ποσό αυτό.
Η Κομισιόν θεώρησε ότι μπορούσε να παρέμβει στην οικονομική συμφωνία που είχε υπογραφεί το 2003, μεταξύ της Amazon και της κυβέρνησης του Λουξεμβούργου. Η συμφωνία εκείνη προσέφερε στην εταιρεία σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ξεσπαθώσει το 2014, ανακοινώνοντας ότι αρχίζει έρευνες για τις φορολογικές ρυθμίσεις υπέρ κολοσσών-πολυεθνικών που έχουν έδρα τους σε ευρωπαϊκό κράτος.
Κομισιόν κατά Amazon
Ο τότε επίτροπος ανταγωνισμού της ΕΕ, Χοακίν Αλμούνια, είχε μιλήσει για φοροαποφυγή: «Η θυγατρική της Amazon στο Λουξεμβούργο σημειώνει τα μεγαλύτερα κέρδη του ομίλου στην Ευρώπη. Θεωρούμε πλέον ότι η συμφωνία που συντέλεσε στη μείωση του φορολογητέου κέρδους της Amazon, παραβιάζει τη νομοθεσία για τις συνθήκες της αγοράς».
Η Amazon αντέδρασε ανακοινώνοντας ότι «η εταιρεία υπόκειται στους ίδιους φορολογικούς νόμους με τις άλλες εταιρείες που λειτουργούν στο Λουξεμβούργο». Αλλά και η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου στράφηκε εναντίον της Κομισιόν ότι παραβιάζει εξουσίες που ανήκουν αποκλειστικά στις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Μία από τις εξουσίες αυτές αφορά και στη φορολογία. Το υπουργείο Οικονομικών του Λουξεμβούργου είχε χαρακτηρίσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής «αβάσιμους», λέγοντας ότι «δεν έχει παραχωρηθεί καμία προνομιακή φορολογική μεταχείριση ή πλεονέκτημα στην Amazon».
Το 2017 η Επιτροπή δημοσίευσε απόφαση με το πόρισμα της έρευνας, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία μεταξύ Λουξεμβούργου και Amazon για φορολογικές ελαφρύνσεις ήταν παράνομη και αντίθετη προς τους κανόνες της ΕΕ και ότι η εταιρεία θα έπρεπε να επιστρέψει στα δημόσια ταμεία του Λουξεμβούργου το ποσό των 250 εκατομμυρίων ευρώ καθώς οι συμφωνημένες ελαφρύνσεις συνιστούσαν ουσιαστικά κρατική επιχορήγηση, κάτι που δεν απολαμβάνουν άλλες εταιρείες. Σύμφωνα με την απόφαση της Κομισιόν, η σύμβαση της εταιρείας με το κράτος του Λουξεμβούργου, της επέτρεπε να πληρώνει αισθητά μικρότερο φόρο σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις και η Amazon κατάφερε να μειώσει τους πληρωτέους φόρους της στο ¼ αυτών.
“Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη”
Η Amazon άσκησε αμέσως έφεση κατά της απόφασης και απευθύνθηκε πλέον στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ δικαίωσε την Amazon, αναιρώντας την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μάλιστα επικύρωσε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που έλαβε η Amazon στο Λουξεμβούργο τα τελευταία χρόνια. Έκρινε αβάσιμο τον ισχυρισμό της Κομισιόν ότι η αντιμετώπιση της Amazon από το Λουξεμβούργο συνιστούσε παράνομη κρατική επιχορήγηση. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι «κανένα από τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στην εφεσιβληθείσα απόφαση δεν επαρκεί για να καταδείξει την ύπαρξη αθέμιτου πλεονεκτήματος και η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της».
«Χαιρετίζουμε την απόφαση του δικαστηρίου, που ευθυγραμμίζεται με την πάγια θέση μας ότι τηρήσαμε όλους τους ισχύοντες νόμους και ότι η Amazon δεν έτυχε κάποιας ειδικής μεταχείρισης», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η εταιρεία. Η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου επίσης εξέφρασε την ικανοποίησή της «καθώς η απόφαση επιβεβαιώνει ότι δεν χορηγήθηκε έμμεση κρατική ενίσχυση και δεν παραχωρήθηκε χαριστική φορολογική μεταχείριση». Ο Markus Ferber, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, χαρακτήρισε την απόφαση «ντροπή για την Επιτροπή» και συμβούλευσε τους επιτρόπους να «προετοιμάζουν τις υποθέσεις τους πιο διεξοδικά, ώστε να μπορούν να αντέξουν και να σταθούν στο δικαστήριο».
Εκνευρισμένη η Κομισιόν δια της αρμοδίου επιτρόπου αντέδρασε καταγγέλλοντας ότι τα φορολογικά προνόμια υπέρ μιας εταιρείας στερούν από τους Ευρωπαίους πολίτες χρήματα απαραίτητα για την ανάκαμψη μετά την πανδημία και δήλωσε: «Θα μελετήσουμε προσεκτικά την απόφαση και θα εξετάσουμε πιθανά επόμενα βήματα». Δεν σχολίασε καν το θέμα ότι οι εν λόγω Ευρωπαίοι πολίτες, δηλαδή οι κάτοικοι του Λουξεμβούργου, δεν ζήτησαν ποτέ πίσω τα χρήματα ούτε έθεσαν ζήτημα φοροαποφυγής για την Amazon. H Κομισιόν άρχισε να ξιφουλκεί με δική της πρωτοβουλία και μη εκπροσωπώντας το άμεσα ενδιαφερόμενο κράτος, εν προκειμένω.
Πρόταση ΗΠΑ
Και πέρσι τον Ιούλιο, το Γενικό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε με παρόμοια απόφασή του την Apple. H Κομισιόν είχε πάλι επικαλεσθεί ότι ο κολοσσός “έκλεβε” φορολογικά την Ιρλανδία και έπρεπε να δώσει στη χώρα πίσω 13 δισ. ευρώ για τα οποία είχε απαλλαγεί του φόρου, επί σειρά ετών. Η Κομισιόν άσκησε έφεση κατά της απόφασης και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Το παράδοξο είναι ότι σε μια παρόμοια υπόθεση, της γαλλικής εταιρείας Engie, το δικαστήριο συμφώνησε με την Κομισιόν για παράνομο φορολογικό πλεονέκτημα και αθέμιτο ανταγωνισμό και επιδίκασε στην εταιρεία να επιστρέψει στο κράτος του Λουξεμβούργου 120 εκατ. ευρώ. Η συμφωνία της Engie ήταν λίγο διαφορετική από την εκείνη των αμερικανικών εταιρειών, χωρίς να αποκλείεται στη διαφοροποιημένη στάση των δικαστών να έπαιξε ρόλο και το ότι η εταιρεία ήταν γαλλική.
Πάντως και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εισηγείται να θεσπιστεί σε συμφωνία με την Ευρώπη ένας κοινός φορολογικός συντελεστής ύψους 21% για όλους τους κολοσσούς. Υψηλότερο φορολογικό συντελεστή πρότεινε ακόμα και το ΔΝΤ ειδικά για τα επόμενα 3 χρόνια, καθώς η πανδημία στέρησε εισοδήματα στα κράτη. Όπως αναφέρει το ΔΝΤ, «θα πρέπει οι κολοσσοί που κέρδισαν χρήματα από την πανδημία να συμβάλουν με υψηλότερη φορολόγηση των κερδών τους».