Κώστας Βεργόπουλος: Διερευνώντας τη δυσμορφία
05/12/2017των Κώστα Μελά και Σάββα Ρομπόλη –
Όσο περισσότερο μελετά και εμβαθύνει κανείς το πλούσιο συγγραφικό έργο του Κώστα Βεργόπουλου, τόσο πιο ξεκάθαρα κατανοεί το βάθος, την επιστημονική εγκυρότητα και τη συνέπεια της μεθοδολογικής του προσέγγισης, με την έννοια της αναζήτησης, των μεθόδων ανάλυσης και των όρων της δυσμορφίας των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων καθώς και των συνθηκών διαμόρφωσης της απο-ανάπτυξης και της δυναμικής της κοινωνίας.
Η πρωτοποριακή αυτή και σύνθετη μεθοδολογική διερεύνηση των κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων, τοποθέτησε την οικονομική σκέψη του Κώστα Βεργόπουλου στα αναλυτικά εργαλεία της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, στη μαρξιστική σκέψη, καθώς και στα πορίσματα της Γενικής Θεωρίας του J.M.Keynes. Γι’ αυτό ακριβώς, ο Κώστας Βεργόπουλος ήταν πεισματικά αρνητικός στην αποδοχή του ορισμού της οικονομικής επιστήμης ως Economics. Την θεωρούσε γνήσια κοινωνική επιστήμη που κρύβει τη “γοητεία” της στην κεντρική της επιδίωξη, της δυναμικής ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών.
Αυτές οι εννοιολογικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις, προσέδωσαν στο έργο του Κώστα Βεργόπουλου υψηλό επιστημονικό ήθος, με την έννοια των πρωτοποριακών και μεθοδολογικά αυστηρών αναλύσεων του, τόσο για τη διεθνή και την ευρωπαϊκή, όσο και για την ελληνική οικονομία. Η προσέγγισή του –για παράδειγμα– στο “Αγροτικό Ζήτημα της Ελλάδος” ή στον “Δύσμορφο καπιταλισμό”, αποτέλεσαν τη δεύτερη πενταετία της δεκαετίας του 1970 πρωτοποριακές και διεισδυτικές αναλυτικές ερμηνείες.
Αν και προκάλεσαν πολλές αντιρρήσεις, εντούτοις άλλαξαν τον τρόπο διερεύνησης και κατανόησης των εξελίξεων του κοινωνικού σχηματισμού στην Ελλάδα, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου τον δικαίωσαν. Η διαφοροποιημένη ενσωμάτωση της γεωργίας από το “κλασικό υπόδειγμα” του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής φανερώνει το πόσο λειτουργικά αναγκαία είναι η ανομοιομορφία στο κοινωνικό σώμα του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αναπτύσσεται μόνον αναπτύσσοντας τις ανισότητες, τις ανισομέρειες, τις δυσμορφίες. Ο καπιταλισμός είναι εξ ορισμού δύσμορφος.
Το ίδιο, τη σύνθετη μεθοδολογική του προσέγγιση και επιστημονική του αναζήτηση, συναντά κανείς, με ιδιαίτερη επιτυχία, στα βιβλία του “Κράτος και Οικονομική Πολιτική τον 19ο αιώνα” και “Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη”, στα οποία η σύζευξη της ενδογενούς βιομηχανικής ανάπτυξης με το πνεύμα του εθνισμού της εποχής στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, επιτυγχάνεται με μοναδική διεισδυτική ικανότητα και επιστημονική εγκυρότητα.
Είναι επίσης ενδιαφέρον να τονισθεί ότι στη μελέτη του “Από-ανάπτυξη σήμερα”, ουσιαστικά ο Κώστας Βεργόπουλος έδειξε με σαφήνεια τις δυσμενείς μελλοντικές εξελίξεις που συντελέσθηκαν και συντελούνται μέχρι σήμερα στην ελληνική οικονομία. Η αναλυτική ικανότητα του Κώστα Βεργόπουλου να διαβλέπει τις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις από μία πρωτότυπη οπτική, του επέτρεψε να αναδείξει πλευρές που δεν είναι ορατές. Τον κατέστησε στους πρώτους, μεταξύ των Ελλήνων διανοητών, που εισήγαγε στον διάλογο στην χώρα μας, την περίφημη αυτονόμηση της νομισματικής σφαίρας από την Πολιτική και από την πραγματική οικονομία, με την επακόλουθη εξάπλωση του λεγόμενου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Στις συνθήκες αυτές, κατά τον Κώστα Βεργόπουλο, το πρότυπο “δανείζω-χρεώνομαι” έγινε όχημα αναζωπύρωσης των ενδογενών αντιφάσεων που επιδείνωσαν –μεταξύ των άλλων– ακόμη περισσότερο τις σχέσεις των «απελευθερωμένων, κυρίαρχων χρηματοπιστωτικών αγορών και των αποκλεισμένων κοινωνιών».
Αντίθετα, η επικρατούσα νεοφιλελεύθερη αντίληψη θεώρησε και θεωρεί την πρόσφατη διεθνή οικονομική κρίση και ύφεση ως αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων που επιδρούν αρνητικά στην ομαλή λειτουργία και αναπαραγωγή του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Υποστηρίζει με αθεράπευτη αλαζονεία ότι «η οικονομική τάξη που απαιτεί η τάξη του κέρδους θα αποκατασταθεί με την ολοκλήρωση της πλήρους απαξίωσης της εργασίας».
Στην καταστροφική αυτή προοπτική της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στη διεθνή, στην ευρωπαϊκή και στην ελληνική οικονομία, ο Κώστας Βεργόπουλος απαντούσε ενθυμούμενος αυτό το οποίο έλεγε ο αυστριακός οικονομολόγος P. Draker: «τίποτε δεν υπάρχει πιο άχρηστο από το να προσπαθείς να κάνεις αποδοτικό αυτό που δεν έπρεπε καν γίνει».
Κι αυτό, γιατί η πραγματικότητα, για τον Κώστα Βεργόπουλο, παραμένει πάντα εξαιρετικά εύπλαστη. Δεν διαμορφώνεται από θεωρίες και εξωπραγματικές παραδοχές, αλλά από ανεξέλεγκτες κοινωνικές βαρύτητες, οι οποίες αναβλύζουν όχι από τους πίδακες της εξουσίας, αλλά από τους πίδακες της κοινωνικής δυναμικής. Αναπτυσσόμενη η κοινωνική δυναμική αποκτά πρόσθετα χαρακτηριστικά συστημικού δυναμισμού.
Η ανάλυση αυτή οδήγησε τον Κώστα Βεργόπουλο στην τεκμηρίωση της άποψης ότι μόνο η αυτογνωσία της κοινωνίας, δηλαδή μίας κοινωνίας που μπορεί να γνωρίζει τον εαυτόν της, μπορεί να προκαλέσει τις απαραίτητες κοινωνικές διεργασίες που θα ωθήσουν τις εξελίξεις προς τα εμπρός. Θεωρούσε ότι εξουσίες αποκομμένες από την κοινωνία αποτελούν φραγμό ή αποπροσανατολισμό σε κάθε εξέλιξη.
Το χρήμα, οι τράπεζες, τα χρηματιστήρια θριαμβεύουν, οι κοινωνίες συντρίβονται, οι κοινωνικοί αποκλεισμοί πολλαπλασιάζονται. Οι νέοι, είναι τα κατ’ εξοχήν θύματα της κρίσης. Τι μέλλον προετοιμάζεται χωρίς αυτούς, που είναι φορείς της παραγωγικής εργασίας και της κοινωνικής συνοχής, των ιδεών, πρωτοβουλιών, καινοτομιών για ένα καλύτερο αύριο , αναρωτιέται ο Κώστας Βεργόπουλος (“Το Μαύρο και το Κόκκινο. Η χαμένη γενιά Ελλάδα-Ευρώπη”).
Απαντά: κοινωνίες που δεν ενσωματώνουν, αλλά αποκλείουν δεν έχουν μέλλον. Όσο περισσότερα τα νεανικά θύματα της επιτάχυνσης προς τον “άγριο καπιταλισμό”, τόσο πιο βέβαιη και σαρωτική η απείθειά τους. Εάν η νέα γενιά είναι σήμερα χαμένη, περισσότερο χαμένη είναι η κοινωνία που την θυσιάζει.
Η πιο πρόσφατη απόδειξη, κατά τον Κώστα Βεργόπουλο, αυτής της θεμελιώδους παρατήρησης αποτελούσε και αποτελεί η υιοθέτηση των Μνημονίων στην Ελλάδα. Τα κόμματα εξουσίας, παράλληλα με την ασκούμενη μνημονιακή πολιτική, επιδόθηκαν και επιδίδονται στον επιμελή αποπροσανατολισμό της κοινωνίας, με κεντρικό στόχο την απονεύρωση της κοινωνικής της δυναμικής.
Στις συνθήκες αυτές που συντελούνται στη χώρα μας, το ερώτημα που προκύπτει είναι «που και γιατί κανείς να ελπίζει;». Ο Κώστας Βεργόπουλος στο βιβλίο του “Μετά το τέλος: Η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη ημέρα”, απαντά, αποπνέοντας την αντίληψη ότι μπορεί να ελπίζει κανείς στην πορεία της ιστορίας. Η Ελλάδα δεν βιάζεται, αλλά θα δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις μίας νέας κοινωνικής δυναμικής με ρωμαλέα κοινωνικο-πολιτική συνείδηση, όσο και εάν σήμερα κάτι τέτοιο, όπως έλεγε, εμφανίζεται ως ανέφικτο. Κι αυτό γιατί είναι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά αναγκαίο.
Στο σημείο αυτό φανερώνεται η αδάμαστη πίστη του Κώστα Βεργόπουλου στις δυνατότητες της κοινωνίας. Με τις σκέψεις αυτές παραμένει αμετανόητος εραστής της δυναμικής της κοινωνίας. Μόνο η αυτογνωσία της κοινωνίας, μιας κοινωνίας δηλαδή που μπορεί να γνωρίζει τον εαυτό της, μπορεί να προκαλέσει τις απαραίτητες κοινωνικές διεργασίες που θα σπρώξουν τα πράγματα μπροστά.
Οι εξουσίες από πάνω αποτελούν φραγμούς σε όποια ανθρώπινη εξέλιξη. Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη του στη δυναμική της κοινωνίας που αρνιόταν δημοσίως να αναγνωρίσει, παρότι το γνώριζε και το παραδεχόταν σε ιδιωτικές συζητήσεις, ότι αυτή η αναγκαιότητα της νέας κοινωνικής συνείδησης μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από μια μεγάλη καταστροφή.
Κλείνουμε τη μικρή αναφορά μας στον Κώστα Βεργόπουλο, παραθέτοντας ένα πολύ μικρό απόσπασμα του από το αυτοβιογραφικό του έργο “Οι Αμετανόητοι”: «Αυτονόητη μου φαίνεται η διευκρίνιση ότι το ταξίδι μου στον χρόνο των πέντε τελευταίων δεκαετιών, το εβίωσα ως μια συναρπαστική περιπέτεια, με πιστότητα έναντι των αδικημένων, των καταπιεσμένων και των μονίμως ηττημένων, με αναπόφευκτες περιοδικές εξάρσεις χωρίς επαύριο, με μόνιμη φιλοσοφική και ιστορική μελαγχολία, αλλ’ οπωσδήποτε χωρίς την παραμικρή πικρία από υποθετικά ραντεβού με την ιστορία, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Από πολύ ενωρίς έχω αποδεχθεί ότι τα “αυθεντικά γεγονότα” προκύπτουν μπροστά μας πάντοτε απρόβλεπτα, κανένα από αυτά δεν προγραμματίζεται, ούτε μπορεί εκ των προτέρων να διοργανωθεί, ούτε, ακόμη λιγότερο, να ποδηγετηθεί. Η ικανοποίησή μου από τον απολογισμό των πέντε τελευταίων δεκαετιών είναι κατά βάση προσωπική: έζησα την “τρέλα” μου, σε αυτήν εγκαταστάθηκα, μέχρι σήμερα και παραμένω και αυτό μου αρκεί».