Λόγω ευρωεκλογών χαλαρώνουν συγκυριακά τη λιτότητα
15/02/2019Η μετάβαση και η εγκαθίδρυση, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, του νεοφιλελεύθερου παραγωγικού και εργασιακού υποδείγματος της παγκοσμιοποίησης, της ευελιξίας και των ανισοτήτων συνέβαλε, μεταξύ των άλλων, στη διάρρηξη της παραγωγικής ικανότητας και της καταναλωτικής δυνατότητας των εργαζομένων. Το εν λόγω υπόδειγμα αφομοίωσε το κόστος παραγωγής και αύξησε το ποσοστό κέρδους με τη λιτότητα και τις νέες τεχνολογίες.
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή και σοβαρή υπονόμευση της εισοδηματικής αναβάθμισης, της βελτίωσης του επιπέδου της αγοραστικής δύναμης και της κοινωνικής συνοχής, σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των δυσμενών εξελίξεων αποτελεί διεθνώς το επίπεδο των ανισοτήτων. Ενώ το 1980 το πλουσιότερο 1% του πλανήτη κατείχε το 16% του εισοδήματος, το 2017 κατείχε το 20% του εισοδήματος.
Ταυτόχρονα, το ήμισυ του πληθυσμού παρέμεινε σταθερά στο 9% του εισοδήματος, παρά τις εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά τη συγκεκριμένη περίοδο στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες (πχ Κίνα, Ινδία, κλπ). Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γαλλία από το 1983 μέχρι το 2015, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100%, έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού.
Τα στοιχεία αυτά έχουν προκαλέσει ανησυχία σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς το αποτέλεσμα είναι να ενταθεί η λιτότητα και οι ανισότητες, προκαλώντας το ενδιαφέρον του επιστημονικού, κοινωνικού και πολιτικού κόσμου σε αρκετές χώρες και την ΕE. Σημειώνεται δε, ότι η λιτότητα και οι ανισότητες κινητοποιούν κοινωνικά και πολιτικά τη διεύρυνση της επιρροής δυνάμεων της αντι-παγκοσμιοποίησης, του προστατευτισμού, του εθνοκεντρισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Από την άποψη αυτή, η πρόσφατη (Φεβρουάριος 2019) ανακοίνωση των προβλέψεων της Κομισιόν, αναθεώρησε τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης (2019) από 1,9% που είχε προβλεφθεί τον Νοέμβριο του 2018 σε 1,3%. Την προς τα κάτω αναθεώρηση «αποδίδει στην επιβράδυνση (2019) των οικονομιών της Γερμανίας και της Ιταλίας, όπου ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι 1,1% και 0,2% αντίστοιχα».
Αντίστοιχα, σε επίπεδο ΕΕ, η Κομισιόν αναθεώρησε τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ για το 2019 σε 1,5% από 2,1% που είχε προβλεφθεί τον Νοέμβριο του 2018. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν για το 2020, οι ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ μειώνονται ακόμη περισσότερο. Παράλληλα, η ανησυχία των Βρυξελλών για τις εκλογικές επιπτώσεις στις επερχόμενες (26 Μαΐου 2019) ευρωεκλογές, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη δημιουργία συνθηκών βαθύτερης ύφεσης στην ΕΕ, έφερε το συγκεκριμένο θέμα στην ημερήσια διάταξη του Eurogroup της 12ης Φεβρουαρίου 2019.
Το μεγάλο ερώτημα
Όμως, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες στην ΕΕ, το διακύβευμα συνίσταται στη διαχείριση συνθηκών λιτότητας και επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η διαχείριση θα γίνει μέσω χαλάρωσης των κρατικών προϋπολογισμών των κρατών-μελών και με την άμβλυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (πχ Γαλλία, Ιταλία); Ή μήπως με την αλλαγή του νεοφιλελεύθερου παραγωγικού και εργασιακού παραδείγματος στην ΕΕ;
Από την άποψη αυτή, αναδεικνύεται ότι η ΕΕ δεν θα κεφαλαιοποιήσει και αυτή τη φορά τον έντονο προβληματισμό και τις κοινωνικοπολιτικές διεκδικήσεις κρατών-μελών, που προβάλλουν με ιδιαίτερη έμφαση την αναγκαιότητα της αλλαγής παραδείγματος στις ευρωπαϊκές συνθήκες παραγωγής και εργασίας.
Η εκτίμηση αυτή προκύπτει, μεταξύ των άλλων, από το γεγονός ότι η Κομισιόν εκτάκτως αποδέχθηκε τη χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας στη Γαλλία και στην Ιταλία. Η χαλάρωση αυτή πραγματοποιείται με σκοπό να αποφευχθεί, ενδεχομένως, η εξάπλωση του κινήματος των Κίτρινων Γελέκων στην υπόλοιπη Ευρώπη και η ρήξη της Κομισιόν με την ιταλική κυβέρνηση. Ευρύτερα, προκειμένου να μη διευρυνθεί περισσότερο, ενόψει των ευρωεκλογών, το κύμα αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν, υπονομεύοντας την προοπτική της αλλαγής του παραγωγικού και εργασιακού παραδείγματος, το στρατηγικό μήνυμα που εκπέμπει στα κράτη-μέλη είναι η επιλογή, ενόψει των ευρωεκλογών, της προσωρινής και έκτακτης διαχείρισης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Αντίθετα, η μέχρι σήμερα υλοποίηση της στρατηγικής «σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας με αποσταθεροποίηση της εργασίας και της κοινωνίας» οδηγεί, μεταξύ των άλλων, στην εθνική περιχαράκωση των κρατών-μελών, ως αντίδραση στο νεοφιλελεύθερο παράδειγμα της λιτότητας και των ανισοτήτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όλο και περισσότερο οι συνθήκες επιβράδυνσης και κρίσης της ευρωπαϊκής οικονομίας να πλήττουν -με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται- τη συνεκτική πορεία της ΕΕ, κατά τα επόμενα χρόνια.