Με ντιρέκτ ρίχνει ο ιός στο καναβάτσο την ελληνική οικονομία
01/05/2020«Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις κάτω απ’ τη μάσκα που φοράς» (Γ. Αγγελάκας)
Η επιτυχής ιατρική αντιμετώπιση της πανδημίας δεν θα πρέπει ούτε για μια στιγμή να αποκρύψει τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία. Η μη ενασχόληση με αυτά και η κάλυψή τους από αναφορές στον επιτυχή χειρισμό της πανδημίας δεν σημαίνει ότι αυτά δεν θα εμφανιστούν.
Οι πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ (πάντα με επιφύλαξη) για υποχώρηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη κατά 7,5% το 2020 (με το βασικό σενάριο, δηλαδή το καλύτερο), δείχνουν με σαφήνεια το βάθος της κρίσης στο επίπεδο της οικονομίας. Για την Ελλάδα οι προβλέψεις είναι οι δυσμενέστερες (μόνο το Σαν Μαρίνο προβλέπεται να παρουσιάσει μεγαλύτερη ύφεση) από τις χώρες της ευρωζώνης: 10% το 2020.
Παράλληλα προβλέπεται άνοδος της ανεργίας στο 22,3% και αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 6,5%. Ακόμη άνοδος του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ πάνω από το 200% και αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κοντά στο 10%. Εν ολίγοις, οι βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές της ελληνικής οικονομίας θα υποστούν μεγάλες αρνητικές μεταβολές.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ύφεση 5% με το σενάριο πρόβλεψης να βασίζεται στην υπόθεση ότι η πλειονότητα των εσωτερικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας θα διατηρηθεί έως τα μέσα Μαΐου και κατόπιν θα αρχίσει η σταδιακή άρση τους. Επίσης, ότι το ίδιο θα γίνει από το τέλος του Μαΐου στις επιβατικές μεταφορές, εγχωρίως και διεθνώς. Αυτή η υπόθεση συνεπάγεται πως η υγειονομική κρίση θα εξασθενήσει σημαντικά προς το τέλος Μαΐου.
Συνεπώς, οι τουριστικές επιχειρήσεις θα δεχθούν διεθνή τουρισμό σε ένα σημαντικό μέρος της θερινής τουριστικής περιόδου. Στο εναλλακτικό, δυσμενές σενάριο (μείωση του ΑΕΠ κατά 8%) γίνεται η υπόθεση πως η πλειονότητα των εσωτερικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας θα διατηρηθεί έως το τέλος Ιουνίου και κατόπιν θα αρχίσει η σταδιακή άρση τους, ενώ το ίδιο θα γίνει για όσα αφορούν στις επιβατικές μεταφορές από το τέλος Ιουλίου, εγχωρίως και διεθνώς.
Το πλήγμα στον τουρισμό
Ανεξαρτήτως των εκτιμήσεων, εκείνο που δεν πρέπει να αγνοηθεί από κανέναν είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ σοβαρή κρίση, σοβαρότερη από οποιαδήποτε άλλη οικονομία στην Ευρωζώνη. Οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στο υπάρχον παραγωγικό υπόστρωμα της χώρας, το οποίο, δυστυχώς, μετά από δέκα χρόνια μνημονιακής πολιτικής, δεν μεταβλήθηκε. Αντιθέτως, βγήκε εξουθενωμένο από αυτή την περιπέτεια.
Καμία χώρα στην ευρωζώνη, εκτός της Κύπρου, δεν εξαρτάται περισσότερο από τον τουρισμό όσο η Ελλάδα. Και τουρισμός έχει ουσιαστικά σταματήσει να υπάρχει. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2019 διαμορφώθηκαν στα 18.179 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 10% του ΑΕΠ, εκ των οποίων από κατοίκους της ΕΕ-28: 12.295 εκατ. ευρώ, και από κατοίκους χωρών εκτός της ΕΕ-28: 5.385 εκατ. ευρώ (ΤτΕ).
Συνυπολογίζοντας και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη του τουρισμού (με πολλαπλασιαστή 2,4), η συνολική συνεισφορά του ανέρχεται περίπου στα 45 δισ. ευρώ, ή 24% του ΑΕΠ. Επομένως, ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών της χώρας μάλλον θα υποστεί δραματική μείωση (το ύψος της θα εξαρτηθεί από τις προσδοκίες των τουριστών ότι στις διακοπές τους θα είναι ασφαλείς από τον ιό).
Προκειμένου να εξουδετερώσει αυτό το επιχείρημα, ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος ανέφερε ότι και στην Ιταλία ο τουρισμός αντιστοιχεί σε ανάλογα ποσοστά με την Ελλάδα. Κάνει λάθος: στην Ιταλία το 2018 οι άμεσες εισπράξεις του τουριστικού τομέα ανήλθαν στο 5,5% του ΑΕΠ και οι συνολικές αντίστοιχα στο 13% (Banca d’Italia, Δεκέμβριος 2018).
Δομικά προβλήματα στην ελληνική οικονομία
Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίου μεγέθους και οι περισσότερες από αυτές δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσουν δύσκολους καιρούς, λόγω του μεγέθους τους, αλλά και λόγω της επιβάρυνσης από τη δεκαετή μνημονιακή περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ορατός κίνδυνος πτώχευσης και απόσυρσης από την αγορά μεγάλου αριθμού από αυτές. Κάτι άλλωστε που η ελληνική οικονομία έζησε την προηγούμενη δεκαετία. Σε αυτό συνίσταται και η μεγάλη διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
Με βάση τα υπάρχοντα σενάρια ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου αναμένεται να υποστεί μείωση της τάξεως 20-25%. Δηλαδή περίπου 4 με 5 δισ. ευρώ και από περίπου 20 δισ. ευρώ θα κατρακυλήσει στα 15 δισ. ευρώ. Με αυτό το ρυθμό είναι τουλάχιστον αστείο να προσβλέπουμε σε αναδιάρθρωση της παραγωγής. Εκτός από την αύξηση της ανεργίας, οι εξελίξεις θα καθορίσουν το πώς θα διαμορφωθούν οι αμοιβές των εργαζομένων, οι συντάξεις αλλά και το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Με τη λογική που επικρατεί σήμερα, την κρίση πάντοτε την φορτώνεται ο αδύναμος κρίκος της κοινωνικής αλυσίδας.
Το τραπεζικό σύστημα της χώρας εξακολουθεί να μην μπορεί στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στο ρόλο του, δηλαδή στην χορήγηση ρευστότητας. Συγκεκριμένα, ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής της επιχειρηματικής πίστης (εκτός επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα) είχε θετικό πρόσημο κατά το 2019, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως παρατηρείτο κατά τα προηγούμενα έτη.
Επισημαίνεται, όμως, ότι η εικόνα αυτή αφορά κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις. Η διαθεσιμότητα τραπεζικής χρηματοδότησης βελτιώθηκε σε σύγκριση με το παρελθόν και για τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, αλλά οι εκταμιεύσεις νέων τραπεζικών δανείων γι’ αυτές συνέχισαν να υπολείπονται των αποπληρωμών των υφιστάμενων χρεών τους προς το τραπεζικό σύστημα (αρνητική καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης).
Η ακαθάριστη ροή χρηματοδοτήσεων δεν αυξήθηκε το 2019 έναντι του 2018 ούτε για τις μεγάλες ούτε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αν και ήταν αυξημένη έναντι των δύο αμέσως προηγούμενων ετών. Τούτο σημαίνει ότι η βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών το 2019 οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι και οι αποπληρωμές χρεολυσίων εκ μέρους των επιχειρήσεων ήταν μικρότερες από ό,τι το 2018.
Η ίδια τάση εξακολουθεί και το πρώτο δίμηνο του 2020: Ο ρυθμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε +1,2%. Η πιστωτική επέκταση αφορά κυρίως τις χορηγήσεις προς μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ στις μικρές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ο ρυθμός χρηματοδότησης παρέμεινε αρνητικός. Ειδικότερα, ο ρυθμός χρηματοδότησης ελεύθερων επαγγελματιών και ατομικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε -2,4% και στα νοικοκυριά σε -3,4% για στεγαστικά δάνεια και -1,5% για καταναλωτικά δάνεια.
Στο “κόκκινο” δάνεια και δημόσιο χρέος
Το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να έχει δομικά προβλήματα. Ο υψηλός όγκος μη αποτελεσματικών δανείων και το ζήτημα με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποτελούν δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων. Είναι αξιοσημείωτο ότι πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενο φόρο, γεγονός που χρήζει αντιμετώπισης, ενδεχομένως και σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η αναμενόμενη μεγάλη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις και σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες. Ήδη έχει παγώσει το σχέδιο “Ηρακλής” και οι προγραμματιζόμενες τιτλοποιήσεις των μη αποτελεσματικών δανείων έχουν μετατεθεί για το 2021. Αυξάνονται οι εκτιμήσεις για νέα γενιά μη αποτελεσματικών δανείων που αν όντως συμβεί (οι πιθανότητες είναι αυξημένες) θα αποτελέσει ένα ακόμη πρόβλημα.
Εάν αυξηθούν σημαντικά και οδηγήσουν σε νέες ανησυχίες όσον αφορά την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών, τότε αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος με τον οποίο μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη η κυβέρνηση. Σήμερα, τα μη αποτελεσματικά δάνεια ανέρχονται στα 68 δισ. ευρώ. Η ύφεση θα πλήξει αυτά τα δάνεια με δύο τρόπους: Θα επιδεινώσει τα υφιστάμενα και θα δημιουργήσει νέα, δηλαδή θα πλήξει και τα υγιή δάνεια που ανέρχονται σε 85 δισ. Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό.
Ένα ακόμη πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η χώρα είναι η αύξηση του ήδη υψηλού δημοσίου χρέους (ο λόγος προς το ΑΕΠ βρίσκεται στο 180%). Η μείωση του ΑΕΠ κατά 6-8%, η εμφάνιση υψηλού πρωτογενούς ελλείμματος και κόστος δανεισμού πολύ υψηλότερο του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα ανεβάσει αυτό τον λόγο τουλάχιστον στο 200%. Κι αυτό, χωρίς να συνυπολογιστεί ο νέος δανεισμός για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που θα δημιουργηθούν λόγω των έκτακτων μέτρων (αύξηση δαπανών και μείωση εσόδων) για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Παράλληλα ο μέχρι σήμερα σχεδιασμός διαχείρισης και μείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους τίθεται στις ελληνικές καλένδες και θα χρειαστεί εκ νέου σχεδιασμός κάτι που εν μέσω κρίσης και με την υπάρχουσα γερμανική λογική ενέχει αρκετούς κινδύνους που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη. Η Ελλάδα το 2020 κινδυνεύει να εμφανίσει πάλι διπλά ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), για την εξάλειψη των οποίων κατέβαλε μεγάλο κόστος την προηγούμενη δεκαετία. Το ύψος των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που σχεδιάζει η κυβέρνηση θα εκτοξεύσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα περίπου στο ίδιο ύψος της μείωσης του ΑΕΠ.
Θα χρειαστεί να το διαχειριστεί, υποθέτοντας ότι το 2021 θα έχει συμβεί η επανεκκίνηση της οικονομίας, με τρόπο που να μην έχει αρνητικές επιδράσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Αυτό θα εξαρτηθεί από τους βαθμούς ελευθερίας της ίδιας της οικονομίας, αλλά και το πώς θα συμπεριφερθούν οι πολιτικές αρχηγεσίες της ΕΕ. Για το λόγο αυτό, η από κοινού αντιμετώπιση της κρίσης από τις χώρες της ευρωζώνης θα ήταν το απαραιτήτως λογικό. Μέχρι τώρα, από τις επιλογές της, η ΕΕ δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την άποψη.