ΑΝΑΛΥΣΗ

Μείωση του κόστους, η άλλη όψη της κερδοφορίας

Μείωση του κόστους, η άλλη όψη της κερδοφορίας

Η ευκολία με την οποία οι κυβερνήσεις μας επινοούν κάθε είδους επιβαρύνσεις στους πολίτες για να καλύψουν τις αδυναμίες της πλημμελούς και αναποτελεσματικής διαχείρισης του δημόσιου πλούτου, δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο ανάλογης συμπεριφοράς από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και τούτο διότι οι μεν κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται αζημίως για τους “πολιτικούς” μετά το πέρας της “αποστολής” τους, οι δε επιχειρήσεις –μετά από κάποια πρόσκαιρα έσοδα λόγω ανατιμήσεων– καταρρέουν σε ζημία των επιχειρηματιών και των κοινωνικών τους εταίρων (πελατών, εργαζομένων, προμηθευτών, χρηματοδοτών κλπ.).

Ειδικά στους καιρούς που διανύουμε, η σημαντικότερη διαδικασία αύξησης της κερδοφορίας τους βρίσκεται στη μείωση του κόστους λειτουργίας στο οποίο αναφέρομαι τελευταία, αντί να επιχειρείται η –συχνά ανεπιτυχής– μετακύλισή του στις πλάτες πελατών και προμηθευτών. Η διατήρηση στο επιχειρηματικό στερέωμα στηρίζεται στην ανταγωνιστικότητα, η οποία διασφαλίζεται με τη διαρκή και σε τακτική βάση αξιολόγηση των διαδικασιών και λειτουργιών αποτελεσματικής και αποδοτικής αξιοποίησης των –πάντα– περιορισμένων πόρων των μικρομεσαίων.

Η μείωση του κόστους δεν αποτελεί κάποιο θεωρητικό εφεύρημα αλλά μια στρατηγική αύξησης της παραγωγικότητας και συνεπώς, των πολυπόθητων κερδών· μπορεί να επιτευχθεί με περιορισμό ή κατάργηση κάποιων δαπανών με μικρό όφελος (πχ. μείωση του ωραρίου εργασίας, επανασχεδιασμός προϊόντων για μείωση του κόστους των υλικών). Σημαντικότερη, εν προκειμένω, αποδεικνύεται η εξάλειψη του αντιπαραγωγικού κόστους που καθίσταται εφικτή μόνον όταν εντοπιστεί το περιττό, λαμβάνοντας υπόψη τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις (πχ. κατάργηση του μάρκετινγκ μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις πωλήσεις).

Τόσο η προσπάθεια μείωσης του κόστους όσο και εξάλειψης του περιττού (ό,τι δεν προσθέτει αξία), συνιστούν μια πρόσκαιρη αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της αναποτελεσματικής διαχείρισης, χωρίς να λύνουν το πρόβλημα βιωσιμότητας, αφήνοντας, παράλληλα, αλώβητη μια “θανατηφόρα” νοοτροπία επανάπαυσης και μετάθεσης ευθυνών στο… σύμπαν το οποίο έχει τη σοφία να διορθώνει τα λάθη του.

Η “επιχειρηματική μαγκιά”, όμως, εντοπίζεται στην ενίσχυση της ικανότητας εξεύρεσης αποτελεσματικότερων τρόπων χρήσης των πόρων (ανθρώπινους, υλικούς, τεχνολογικούς και οικονομικούς, αδρανείς χρόνοι) καθιερώνοντας δείκτες επιδόσεων αξιοποιώντας τα δεδομένα που προκύπτουν με τη συνδρομή της τεχνολογίας, μέσω των οποίων προκύπτει επίκαιρη εικόνα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, η οποία μπορεί να συγκριθεί με το παρελθόν ή με εκείνη του κλάδου δείχνοντας την απόκλιση.

Συνθετικά τους στοιχεία αποτελούν οι σαφείς και συγκεκριμένοι στόχοι της, οι αποκλίσεις της πορείας προς την επίτευξή τους και τα αποτελέσματα της ομάδας των συνεργατών, πάντα στο πλαίσιο συγκεκριμένου χρονικού ορίζοντα. Η επιδίωξη γρήγορων και θεαματικών αποτελεσμάτων μείωσης του κόστους δεν είναι εύκολη ούτε και πρέπει να αποτελεί ζητούμενο.

Εκπαίδευση-βελτίωση  εργαζομένων

Η σταδιακή βελτίωση είναι πιο εφικτή, και κυρίως, είναι αυτή που διαβρώνει την παραπάνω νοοτροπία ενισχύοντας την αυτοαμφισβήτηση ως κινητήριας δύναμης της προόδου. Η δε προσμονή της κυβερνητικής συνδρομής-εμβολίου μόνο εκλογικό πλεονέκτημα στην ίδια παρέχει και τίποτα παραπάνω, καθώς η μόνη και πραγματική βοήθεια προκύπτει με τη βελτίωση και σταθεροποίηση του καθεστώτος λειτουργίας των επιχειρήσεων (δικαιότερη φορολογία, ευκολία εισόδου/εξόδου από την αγορά, αποτελεσματικότερο σύστημα δικαιοσύνης κλπ.) ώστε να μην τις ανταγωνίζεται το κράτος με την ασυνεπή στάση του.

Δεδομένου ότι το ανθρώπινο δυναμικό μπορεί να αποτελεί μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα, πολύτιμο πόρο και συχνά σπάνιο, επιβάλλεται η αναζήτηση συνεργατών των οποίων τα προσόντα και οι δεξιότητες σχετίζονται άμεσα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Καθώς, δε, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τα επιχειρηματικά μοντέλα αλλάζουν, καθιστώντας παρωχημένο το μέχρι χθες επιτυχημένο, η επένδυση στην εκπαίδευση είναι σημαντική για την κάλυψη των εξελισσόμενων αναγκών της, με την κατάρτιση να ανταποκρίνεται στην υιοθέτηση νέων διαδικασιών, την αφομοίωση νέων τεχνολογιών και στην ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Συνεπώς, η επιλογή του φορέα και του “πακέτου” εκπαίδευσης πρέπει να γίνεται με αυστηρότερα κριτήρια από εκείνη της αγοράς τεχνολογικού εξοπλισμού του οποίου η αποδοτική χρήση είναι αδύνατη χωρίς ένα καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. Κατά τον τρόπο, δε, που προγραμματίζεται η συντήρηση του κάθε είδους εξοπλισμού, παρομοίως επιβάλλεται να πραγματοποιείται και η συντήρηση του μηχανισμού μάθησης και βελτίωσης των δεξιοτήτων των ανθρώπων της ώστε να διασφαλίζεται η ετοιμότητα ανταπόκρισης στις αέναες αλλαγές της αγοράς.

Η σποραδική ή η τυχαία και ακόμη χειρότερο, η συνήθεια του παρελθόντος μιας δήθεν εκπαίδευσης για την ιδιοποίηση επιδοτήσεων πρέπει να εγκαταλειφθεί μιας και μαζί με μια υποτυπώδη ρευστότητα εξασφαλίζει την ψευδαίσθηση περί ανταγωνιστικότητας στην επιχείρηση αλλά και στον εκπαιδευτικό οργανισμό που δεν σέβεται τον εαυτό του.
Η ένταξη και διατήρηση ανθρώπων υψηλών προσόντων που ενδιαφέρονται πραγματικά για την τύχη της επιχείρησης είναι ένα πλεονέκτημα το οποίο, ενώ δεν είναι αντιγράψιμο, μπορεί να αποκτηθεί με την παροχή ενός καλύτερου πακέτο συνεργασίας.

Εργασιακό περιβάλλον

Άρα, διασφαλίζοντας εργασιακό περιβάλλον στο οποίο κάθε εργαζόμενος έχει την ευκαιρία αναβάθμισης προσόντων και δεξιοτήτων, διαμόρφωσης μιας αξιοπρεπούς σταδιοδρομίας και επίτευξης των προσωπικών του στόχων, συνιστά πόλο έλξης και διατήρησής του σ’ αυτό. Ένα περιβάλλον, επίσης, στο οποίο η πληροφορία διαχέεται έγκαιρα, αμφίδρομα, κάθετα και οριζόντια, όχι μόνο μειώνονται αστοχίες που συνεπάγονται ανεπιθύμητο κόστος, αλλά και βελτιώνονται οι λειτουργίες με συχνές επαναθεωρήσεις, όπως αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο μας. Η κρυψίνοια και τα στεγανά στη γνώση προκαλούν μεγαλύτερο κόστος από εκείνο της ιδιοποίησής της από συνεργάτες που… αυτομολούν συνεπεία του τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος το οποίο δημιουργούν.

Σε τελική ανάλυση, χωρίς την ύπαρξη ενός συστήματος εντοπισμού των προϊόντων ή υπηρεσιών με τα καλύτερα περιθώρια κέρδους ή και ποιοι επιχειρηματικοί τομείς είναι πιο κερδοφόροι, πώς θα προσδιοριστεί ο πλέον δόκιμος τρόπος μείωσης του κόστους; Ή, αν δεν περιγραφεί σωστά ποιος είναι ο πραγματικός πελάτης, πώς θα προσδιοριστεί ο κερδοφόρος; Ο ποσοτικά “μεγάλος” πελάτης δεν είναι απαραίτητα πιο κερδοφόρος από τον “μικρό”! Επιβάλλεται η επαναξιολόγησή τους καθώς, ενώ η επισφάλεια του “μικρού” οδηγεί στην απώλεια ενός πελάτη, η αδυναμία του “μεγάλου” (π.χ. Σ/Μ Μαρινόπουλος) να καλύψει τις υποχρεώσεις του –για τις οποίες έτυχε εκπτώσεων και πληρωμών μέσω επιταγών του τύπου “να ζήσουμε να τις εισπράξουμε”– μπορεί να θανατώσει την επιχείρηση.

Η τεχνολογία παρέχει τη δυνατότητα αποσαφήνισης και σύγκρισης των μεγεθών μεταξύ των πελατών και κάθε είδους προμηθευτών, διευκολύνοντας –ταυτόχρονα– την αυτοματοποίηση εργασιών και λειτουργιών που δεν έχουν προστιθέμενη αξία ή είναι επικίνδυνες για τους εργαζόμενους, ώστε να μειωθεί το κόστος διασφαλίζοντας και καλύτερες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους δουλειάς.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι