Μετά από 45 χρόνια και 82 δισ. ο ελληνικός αγροτικός τομέας παραπαίει
06/07/2025
Με απογοήτευση διαπιστώνω ότι και η συζήτηση επικεντρώνεται, ως συνήθως με κάθε τέτοιο πρόβλημα επικαιρότητας, γύρω από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ (σαν να είναι το μοναδικό στην οικονομική ιστορία της χώρας!). Μού θυμίζει τη γνωστή θυμόσοφη ρήση «βλέπουμε το πεύκο κι όχι το δάσος» των οικονομικών εγκλημάτων, σκανδάλων και κατασπατάλησης κοινοτικών και εθνικών πόρων πάνω από 2,3 τρις. ευρώ σε 45 χρόνια από τρία κόμματα, από 14 κυβερνήσεις, από εννιά πρωθυπουργούς (τρεις ως διάδοχοι προηγούμενων από την ίδια οικογένεια!) και 200 περίπου ανακυκλούμενα συνεχώς κομματικά πρόσωπα σε όλο τον διοικητικό και επιχειρηματικό κρατικό τομέα (υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές, επικεφαλής γαλαξία δημόσιων επιχειρήσεων, υπηρεσιών οργανισμών κλπ.)
Δηλαδή, «φιλοκακούμεν» μετ΄ευτελείας (με τη σημερινή σημασία) ένα αίτιο (πολύ σοβαρό, σκανδαλώδες, σίγουρα) και φιλοσοφούμεν (με τη σημερινή σημασία, αναπτύσσουμε διάφορες θεωρίες) άνευ δυσκολίας (χωρίς θυσία του κομματικού οφέλους!), παραφράζοντας ή, καλύτερα, προσαρμόζοντας τη γνωστή φράση από τον «Επιτάφιο του Περικλέους» ( Θουκυδίδης, 2.40) στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, η οποία πόρρω απέχει από το πνεύμα της εσωτερικής ελευθερίας και το ανώτερο ήθος που στήριζαν τη δύναμη της αρχαίας Αθήνας και την ισορροπημένη πνευματική και οικονομική ανάπτυξη.
Κι όλα αυτά έγιναν κυρίως με την αξιοποίηση (και παρά τις καταγγελίες και αντιδράσεις της τότε αντιπολίτευσης. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, οι εχθροί τον φθονούσαν και τον κατηγορούσαν φωνάζοντας στις συνεδριάσεις του δήμου ότι ο λαός δυσφημείται και κακολογείται, διότι πήρε από τη Δήλο τα κοινά χρήματα των Ελλήνων και τα έφερε στην Αθήνα και ότι «οι Έλληνες σχηματίζουν την εντύπωση ότι εξευτελίζονται φοβερά και τυραννούνται ολοφάνερα, γιατί βλέπουν ότι όσα αυτοί είναι αναγκασμένοι να συνεισφέρουν για τον πόλεμο εμείς τα χρησιμοποιούμε για να κάμουμε ολόχρυση την πόλη μας, να τη στολίσουμε σα γυναίκα φιλάρεσκη και να την πλουτίσουμε με λίθους πολυτελείας, με αγάλματα και με χιλιοτάλαντους ναούς».
Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του Περικλέους και των σημερινών «ομολόγων» απογόνων σχετικά με τη διαχείρισης ξένων χρημάτων, ξένων πακέτων: εκείνος δημιούργησε το μέγα το της ανάπτυξης κράτος, το μέγα το της θαλάσσης κράτος, το μέγα του του πολιτισμού κράτος, το μέγα το της δύναμης και του του κύρους κράτος, ενώ οι απόγονοί χρεοκοπίες, λιτότητες, σπατάλες, διεθνείς και κοινοτικούς οικονομικούς ελέγχους, μνημόνια και «πενίη», η οποία «Τῇ Ἑλλάδι πενίη (οικονομικαί κρίσεις, χλεύη), μὲν αἰεί κοτε σύντροφός ἐστι», όπως θα έλεγε ξανά ο Ηρόδοτος ακούγοντας τους μόνιμους αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τη χώρα («μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης», Αχίλλειος Πτέρνα της Ευρώπης») ή βλέποντας τα αλλεπάλληλα σκληρά προγράμματα λιτότητας, τα επονείδιστά Μνημόνια, τη συνεχή υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας στη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, τη ντροπή της «Δημιουργικής Λογιστικής», τους καταποντισμούς δεκάδων συνανθρώπων σε χειμάρρους, το ολοκαύτωμα άλλων δεκάδων στα καιόμενα και μη σωζόμενα δάση, την ακρίβεια και την κατρακύλα του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης στον πάτο του πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγκαλιά με τη Βουλγαρία.
Αυτό είναι «το δάσος» των αιτιατών, των αποτελεσμάτων που δεν βλέπουμε και δεν ζητεί κανείς προανακριτική! Αντιθέτως, ζητείται προανακρική για το «πεύκο» του … ΟΠΕΚΕΠΕ, κρυπτόμενοι όλοι πίσω από το δάκτυλό τους με αίσχιστο επιχείρημα την επίκληση, ως δικαιολογία των μεν και των δε, των «συμψηφισμών» τάχα και των «εντυπώσεων» τάχα.
Μία από τις πρώτες (μετά τα ταλαίπωρα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα) σημαντική μετά τη μεταπολίτευση (δεν το πάω στην τύχη των επαναστατικών δανείων, του Σχεδίου Μάρσαλ , όπου έπεσε ακρίδα!) ευκαιρία ή περίπτωση είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), η οποία αποτελεί και απετέλεσε μία από τις παλαιότερες και σημαντικότερες πολιτικές που υλοποιούνται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τις θεμελιώδεις αναθεωρήσεις της από τη δημιουργία της (μέσα δεκαετίας 1950) μέχρι και σήμερα. Η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981, όπως και στο ευρώ το 2001, προκάλεσε, λόγω όχι των απίστευτων εισροών πόρων από τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό, αλλά λόγω των στόχων της πολλές ελπίδες, καθώς αντικαταστάθηκε η εθνική αγροτική πολιτική, η οποία εφαρμοζόταν πριν από το 1981 από την ΚΑΠ.
Ο πρωτογενής τομέας και ο ΚΑΠ
Σημειώνεται ότι τα κυριότερα μέσα πολιτικής, τα οποία εφάρμοζε η χώρα μας για τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα πριν από την ένταξη της στην ΕΟΚ, περιλάμβαναν μηχανισμό αγοραστικής παρέμβασης, άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις, επιδοτήσεις των αγροτικών εισροών, επιδοτήσεις εξαγωγών για τα πλεονασματικά και εξαγώγιμα προϊόντα, μέτρα προστασίας από τις εισαγωγές και ευνοϊκή πιστωτική πολιτική.
Οι ελπίδες για περαιτέρω ενίσχυση του ελληνικού πρωτογενούς τομέα ως βασικού πυλώνα οικονομικής δραστηριότητας και περιφερειακής ανάπτυξης στηρίζονταν στους γενικούς στόχους και τις αρχές της ΚΑΠ, που προσδιορίστηκαν στη Συνθήκη της Ρώμης και που διατυπώνονται στο άρθρο 39 και είναι οι εξής:
- Αύξηση της παραγωγικότητας του γεωργικού τομέα
- Εξασφάλιση ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου του γεωργικού πληθυσμού
- Σταθεροποίηση των αγορών
- Εξασφάλιση του εφοδιασμού με προϊόντα
- λογικές τιμές για τον καταναλωτή
Αυτοί οι στόχοι καθώς και η διαμόρφωση στη συνέχεια , μιας σύγχρονης και πολυδιάστατης πολιτικής που αποσκοπούσε στην ανταγωνιστικότητα του αγροτικού τομέα και τον προσανατολισμό του στις ανάγκες της αγοράς, στην ενίσχυση του εισοδήματος του αγροτικού πληθυσμού, στην προστασία του περιβάλλοντος, στην ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών ενίσχυσαν ακόμα τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Δυστυχώς, δεν έγινε τίποτε από όλα αυτά ή, το χειρότερο, έγιναν τα αντίθετα. Κι όπου εμφανίζεται κάποια βελτίωση (όπως αύξηση της παραγωγικότητας ή πραγματικού αγροτικού εισοδήματος ή κατά κεφαλήν αγροτικό ΑΕΠ, αυτά δεν οφείλονται σε αύξηση παραγωγής, αλλά στη … δραστική μείωση του αγροτικού πληθυσμού (αυτό επιτεύχθηκε πανηγυρικά με την αξιοποίηση από τις ελληνικές κυβερνήσεις διάφορων μέτρων, μεταξύ των οποίων ήταν και … οι πρόωρες αγροτικές συντάξεις!
Και για να μην παρεξηγηθώ σπεύδω να διευκρινίσω ότι αυτές οι διαπιστώσεις για τα αιτιατά, τα αρνητικά αποτελέσματα στον ελληνικό αγροτικό τομέα, δεν είναι δικές μου. Στηρίζονται σε μια πλουσιότατη βιβλιογραφία (σημαντικές μελέτες διαπρεπών καθηγητών και ειδικών καθώς και ντόπιων και ξένων ερευνητικών οργανισμών).
Είναι αλήθεια ότι η νέα πολιτική, μετά το 1981, ενίσχυσε σημαντικά τα αγροτικά εισοδήματα, τόσο μέσω των μηχανισμών στήριξης των γεωργικών προϊόντων και των επιδοτήσεων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό όσο και με προστατευτικά μέσα, κυρίως με αντισταθμιστικές εισφορές στις εισαγωγές. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνουν σημαντικές μελέτες, ενώ το 1980 οι συνολικές επιδοτήσεις για τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος ήταν 16,3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (παραγωγής), το 1998 έφθασε στο 48,6% συνολικά, από τις οποίες μόνο το 6,1% προερχόταν από τον εθνικό προϋπολογισμό και το υπόλοιπο 42,5%, από το Τμήμα Εγγυήσεων του FEOGA.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων αγροτών έμεινε εξαρτημένο
Αυτό, δηλαδή η στήριξη των τιμών και των εισοδημάτων που ήταν μεταξύ των αρχικών στόχων των μηχανισμών της ΚΑΠ, εξελίχθηκε για τη χώρα μας ως αιτία γενικής αποτυχίας, διότι η χώρα την έπαθε όπως ο τρελός του ανέκδοτου που το … παράκανε! Δηλαδή, όλη η προσπάθεια επικεντρώθηκε στη στήριξη των τιμών και των εισοδημάτων και πολύ λιγότερο ή καθόλου στη βελτίωση των δομών του αγροτικού τομέα, καθώς, όπως επισημαίνεται, και οι όποιοι πόροι διατέθηκαν για τον εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα πολλές φορές εξυπηρέτησαν σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αρχικά είχαν προγραμματιστεί.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, είναι πιθανό η εκσυγχρονιστική διάθεση να αμβλύνθηκε τόσο από την πλευρά του κράτους όσο και από την πλευρά του συνεταιριστικού κινήματος και των αγροτών, λόγω της σχετικής ευημερίας που εξασφάλιζαν οι προστατευτικοί μηχανισμοί της ΚΑΠ. Κι αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τη χιονοστιβάδα χρεών των αγροτικών συνεταιρισμών και των συνεταιριστικών ενώσεων!
Είναι μελαγχολική η διαπίστωση ότι μολονότι από την εφαρμογή της ΚΑΠ επί 45 χρόνια η ελληνική γεωργία είναι αυτή που ευνοήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, την ίδια περίοδο προκλήθηκαν και μερικά έντονα αρνητικά αποτελέσματα, όπως π.χ. στρέβλωση της σύνθεσης της αγροτικής παραγωγής, απομόνωση των παραγωγών από τις δυνάμεις της αγοράς, συνεχής αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων, κλπ. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της πλαστής ευημερίας που δημιουργούσαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις.
Έτσι, παρέμειναν ολοένα και πιο εφιαλτικές οι κύριες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής γεωργίας, όπως ο κατακερματισμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η αναποτελεσματική οργάνωση, η χαμηλή ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και εξοπλισμού, η δυσμενή ηλικιακή και εκπαιδευτική διάρθρωση του ανθρώπινου δυναμικού και η περιορισμένη έρευνα και ανάπτυξη, η μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις και η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για την αποτελεσματική προώθηση των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής. Αυτές οι συνέπειες των διαρθρωτικών αδυναμιών του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα (στασιμότητα, χαμηλή παραγωγικότητα, φθίνουσα τάση στην απασχόληση, χαμηλό επίπεδο επενδύσεων) δεν αντιμετωπίστηκαν με αποτέλεσμα να μη τροφοδοτείται η ανάπτυξη της παραγωγής και η βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος.