Μία αποκαλυπτική σύγκριση
19/10/2017του Κώστα Βεργόπουλου –
Εννιά έτη μετά την χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, η απειλή μιας κρίσης κατά πολύ δεινότερης στοιχειώνει την παγκόσμια οικονομία, ιδίως την ευρωπαϊκή. Η Γηραιά Ήπειρος κινδυνεύει να είναι το επίκεντρο της νέας επερχόμενης παγκόσμιας κρίσης. Θορυβημένοι, αλλά αδρανείς, οι Ευρωπαίοι οικονομικοί αξιωματούχοι, αναγνωρίζουν την πραγματικότητα της απειλής, διακρίνουν τους κινδύνους από την άνοδο των ακραίων και αποχωριστικών τάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο, εν τούτοις εμμονικά και υστερικά φετιχοποιούν και διατηρούν τις πολιτικές που εκτρέφουν τα αδιέξοδα, τις απειλές και τους κινδύνους.
Απερίσπαστη, η επικρατούσα γερμανική αντίληψη αποδίδει τις απειλές και τους κινδύνους όχι στις «μεταρρυθμίσεις» που περιθωριοποιούν εκατομμύρια πληθυσμών, αλλά αντιθέτως στην καθυστέρηση της εφαρμογής τους. Οι ΗΠΑ, από τις οποίες πυροδοτήθηκε η κρίση του 2008, δεν βρίσκονται σήμερα στη δίνη. Ούτε και η Ιαπωνία. Στο κέντρο έχει εγκατασταθεί η Ευρωζώνη, δηλαδή η περιοχή του κόσμου που, στη διάρκεια των τελευταίων εννέα ετών, προσηλώθηκε με την μέγιστη ευλάβεια στις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και πολύ λιγότερο στην επούλωση των πληγών που είχε αφήσει το 2008.
Έκτοτε, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν πολλά εργαλεία που είχαν θεωρηθεί «ξεπερασμένα» προκειμένου να επαναφέρουν την οικονομία τους σε συνθήκες σταθερότητες, έχοντας επιτύχει σε μεγάλο βαθμό. Στους αντίποδες η Ευρώπη, ιδίως η Ευρωζώνη, παρά τις περί του αντιθέτου εκκλήσεις από τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, επιμένει να αγνοεί τα «μη-συμβατικά» εργαλεία διαχείρισης της οικονομίας της με συνέπεια να παραμένει σε συνθήκες αύξουσας ευθραυστότητος.
Η αμερικανική οικονομική πολιτική αυξάνει την εσωτερική ζήτηση, τις επενδύσεις και την απασχόληση στις ΗΠΑ. Αντιθέτως, η πολιτική οικονομικής καταστολής στην οποία παραμένει δεσμευμένη η Ευρωζώνη συρρικνώνει και τα τρία αυτά μεγέθη. Τα αποκλίνοντα αποτελέσματα ανάμεσα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού δεν είναι τυχαία, ούτε προέρχονται από διαφορετικές συμπεριφορές των αγορών. Αντιθέτως, απορρέουν από την επιλογή και εφαρμογή εκ διαμέτρου αντίθετων οικονομικών πολιτικών και φυσικά αντίθετων οικονομικών στόχων.
Δύο οικονομικές πολιτικές
Στην Αμερική, η κυβέρνηση στοχεύει στην προστασία της οικονομίας από την εξ ορισμού αστάθεια των χρηματαγορών. Στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις διατείνονται ότι επιδιώκουν να «μεταρρυθμίσουν» εκ βάθρων τις αντίστοιχες οικονομίες, με τις περικοπές δημοσίων δαπανών και ελλειμμάτων, εξιδανικεύοντας την εγκατάλειψη των οικονομικών εργαλείων και την παράδοση των οικονομιών στην αυθαιρεσία των χρηματαγορών.
Στις ΗΠΑ, η νομοθεσία των «Dodd-Frank» από το 2010 απομονώνει την αποταμίευση των καταθετών από το κερδοσκοπικό χρήμα. Στην Ευρώπη, αυτό το μέτρο προστασίας των καταθετών και αποταμιευτών θεωρείται μέχρι σήμερα «υπερβολικό» και «ανώφελο». Η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα FED έχει μέχρι σήμερα εισάγει στην αμερικανική οικονομία περισσότερα από 4 τρισεκατομμύρια δολάρια και με μηδενικά επιτόκια.
Από την πλευρά της, η ΕΚΤ με σοβαρή καθυστέρηση έχει εισάγει μόνον τα μισά εξ αυτών. Κατά κύριο λόγο τα διοχετεύει όχι προς την οικονομία, αλλά προς τις τράπεζες, οι οποίες αρνούνται να ανακυκλώνουν την ρευστότητά τους στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η ποσοτική χαλάρωση στις ΗΠΑ, παρόλο που το 50% αυτής εκρέει στο εξωτερικό σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων, αποφέρει ήδη καρπούς στην αμερικανική οικονομία.
Στην Ευρώπη αποδοκιμάζεται και πάντως η πολιτική της ΕΚΤ δεν έχει αποφέρει ανάλογα αποτελέσματα στη Γηραιά Ήπειρο. Το πλεονάζον χρήμα κατευθύνεται κυρίως στις τράπεζες και μέσω αυτών στα χρηματιστήρια. Αυτό έχει ως συνέπεια τα αποτελέσματα να είναι πιο ξεκάθαρα εκεί που ο βαθμός των εισηγμένων στα χρηματιστήρια εισοδημάτων παραμένει υψηλότερος.
Τα αμερικανικά νοικοκυριά παραμένουν τέσσερις φορές περισσότερο εκτεθειμένα στα χρηματιστήρια από ότι τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Στις ΗΠΑ, ακόμη και τα συνταξιοδοτικά ταμεία τοποθετούν τα διαθέσιμά τους σε χρηματιστηριακές άξιες. Στην Ευρώπη, ο πλούτος των νοικοκυριών τοποθετείται κατά κύριο λόγο στα ακίνητα ή σε αποταμιευτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Εξ αυτού έπεται ότι η ενίσχυση των χρηματιστικών εισοδημάτων δεν έχει τις αυτές συνέπειες στην Ευρώπη και στην Αμερική: τα αμερικανικά νοικοκυριά επωφελούνται εξ αυτού πολύ περισσότερο από ότι τα ευρωπαϊκά. Η πολιτική σταθεροποίησης των χρηματιστηρίων από το 2008 έχει έτσι ενισχύσει την καταναλωτική ικανότητα των αμερικανικών νοικοκυριών και κατ’ επέκταση την συνολική ενεργό ζήτηση στις ΗΠΑ. Αυτή η ενίσχυση είναι προϋπόθεση για τις επενδύσεις και την απασχόληση που έχουν επανεύρει τα επίπεδα του 2008.
Αντίθετα στην Ευρώπη, το φθηνό χρήμα δεν έχει χρησιμεύσει παρά για την διάσωση των τραπεζών και συχνά εις βάρος της εσωτερικής ζήτησης και της οικονομίας. Κατ’ επανάληψη ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει τονίσει ότι η προσφορά νομισματικής ρευστότητας με χαμηλό κόστος δεν αρκεί για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Για την ανάκαμψη απαιτούνται πρόσθετα «μη-συμαβτικά» μετρά από τα κράτη, ώστε να διοχετεύεται το πρόσθετο χρήμα στην πραγματική οικονομία και ιδίως σε τοποθετήσεις με τον υψηλότερο δυνατό πολλαπλασιαστή.
Δεν χρειάζεται να απορρίπτεται η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, όπως εμμονικά συνιστούν οι Γερμανοί. Αυτή η επιλογή αποτελεί πλέον απαράκαμπτο εργαλείο, αλλά χρειάζεται ιδίως στην Ευρώπη, λόγω της σχετικά μειωμένης εξάρτησης των οικονομιών από τα χρηματιστήρια. Χρειάζεται, λοιπόν, η συμπλήρωση της ποσοτικής χαλάρωσης με την επέκταση της δημοσιονομικής δαπάνης. Στη διάρκεια των τελευταίων εννέα ετών, η αμερικανική εσωτερική ζήτηση αυξήθηκε 11 φορές περισσότερο από όσο η αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Και κατ’ επέκταση οι αμερικανικές επενδύσεις αυξήθηκαν πέντε φορές ταχύτερα από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.