Νέες περιπέτειες προοιωνίζεται η σημερινή σαθρή ανάπτυξη!
31/03/2025
Δεν παράγουμε, δεν εξάγουμε, δεν επενδύουμε, δεν αποταμιεύουμε, αλλά μόνο δανειζόμαστε και τρώμε από… εισαγόμενα και είμαστε χαρούμενοι, όπως και πριν από τα… Μνημόνια για την “υψηλή” στρεβλή ανάπτυξη που έκανε και κάνει ευάλωτη την οικονομία στην παραμικρή κρίση! Μολονότι από τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του 2024 προέκυπτε (βλέπε παρατιθέμενο πίνακα), όπως και τα προηγούμενα τρία χρόνια ότι τη μεγαλύτερη συμβολή στη διαμόρφωσή του έχει κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι κυβερνητικές δηλώσεις και ανακοινώσεις που τα συνόδευσαν με τη γνωστή επωδό ότι είναι αύξηση (κατά 2,3%) θύμιζαν τον Ψαλμό 150 του Δαβίδ, δηλαδή «αίνους εν χορδαίς και οργάνοις» (στον Ψαλμό είναι «εν οργάνω») και «εν ψαλτηρίω και κιθάρα κυμβάλοις ευήχοις». Δηλαδή, θύμιζαν τους ίδιους ακριβώς χαρακτηρισμούς για «ισχυρή ανάπτυξη» και «ισχυρή οικονομία» κατά τη δεκαετία του 2000.
Κι όλοι αυτοί οι “αίνοι” ακούγονταν τότε, όπως και σήμερα, χαζοχαρούμενα από τις τότε κυβερνήσεις, παρά τις εκκωφαντικές προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των διεθνών οργανισμών, των τότε διοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος, οικονομικών αναλυτών μεταξύ των οποίων και η ταπεινότητά μου με άρθρα και αναλύσεις και την κυκλοφορία των τριών βιβλίων μου.
Τελικώς, αυτή η «ισχυρή ανάπτυξη», αυτή «η ισχυρή οικονομία» ήταν στην πραγματικότητα σαθρή κι έτσι με το παραμικρό φύσημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008 (τότε εν Ελλάδι εκραύγαζαν «Λεφτά Υπάρχουν»!) η ελληνική οικονομία κατέρρευσε ή μάλλον… “την κατέρρευσαν” εν ονόματι των δανειστών.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά και στις 10 Απριλίου 2025, που συμπληρώνονται 15 χρόνια από την παράδοση της χώρας στην τρόικα, θα υπάρξει κάποιος νέος Φρύνιχος να υπενθυμίσει «οικεία κακά» με έργο με τίτλο «Ελλάδος άλωσις», αντί του γνωστού «Μιλήτου άλωσις». Διότι, με εξαίρεση τις κυβερνητικές “χορδές” και “όργανα” και σήμερα ακούγονται οι ίδιες, όπως στη δεκαετία, εκκωφαντικές προειδοποιήσεις για αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου με διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών και της προώθησης των αναγκαίων πραγματικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, παρουσιάζοντας και τους κινδύνους και αβεβαιότητες που κυκλώνουν τη χώρα για να γίνουν τα παθήματα-μαθήματα.
Ευάλωτη η ελληνική οικονομία
Ρίξτε μόνο μια ματιά στον παρατιθέμενο πίνακα, όπου ο καλπασμός της ιδιωτικής κατανάλωσης χωρίς την αναγκαία παραγωγική βάση είναι κυρίαρχος σε όλη την περίοδο μετά το 2000 και ιδιαίτερα τα τελευταία τέσσερα χρόνια της διθυραμβικής επίκλησης της υψηλής ανάπτυξης και μάλιστα πάνω από την αντίστοιχη στην Ευρωζώνη!
Η «ισχυρή οικονομία», η «ισχυρή ανάπτυξη» κατά τη δεκαετία του 2000 ήταν, όπως και σήμερα, σαθρή, καθώς στηριζόταν μόνο σε ένα σχεδόν πυλώνα, την ιδιωτική κατανάλωση ή μόνο την εγχώρια ζήτηση, όπως και σήμερα, ενώ έμεναν στο απυρόβλητο όλες οι διαχρονικές παθογένειες, μακροοικονομικές αγκυλώσεις και αδυναμίες, καθώς δεν προωθούνταν οι προ… πολλών δεκαετιών… υποσχόμενες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να παίρνουμε τις δόσεις των δανείων, αλλά μήπως υλοποιούμενες μεταρρυθμίσεις.
Σημειώνω ιδιαίτερα ότι σε όλη εκείνη την περίοδο η Τράπεζα της Ελλάδος με τις δημόσιες παρεμβάσεις της, δεν έπαυε να επισημαίνει και να αναλύει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και τα διαρθρωτικά προβλήματα και να υποδεικνύει τις κατάλληλες μεσοπρόθεσμες κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής. Ήδη το Δεκέμβριο του 2000, δηλαδή τις παραμονές της ένταξης στην ΟΝΕ, η Τράπεζα διοργάνωσε —μαζί με το Ίδρυμα Brookings— ένα ιδιαίτερα σημαντικό συνέδριο, με συμμετοχή ξένων και Ελλήνων ερευνητών, για τις επιδόσεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Οι εισηγήσεις κάλυψαν σε βάθος όλα τα κρίσιμα μεσομακροπρόθεσμα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, τεκμηριώνοντας πειστικά την ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας και στον δημόσιο τομέα. Παραθέτω στη συνέχεια μερικές απογοητευτικές διαπιστώσεις και εκκωφαντικές προειδοποιήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Eurostat και διεθνών οργανισμών για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία κατά τη χαζοχαρούμενη περίοδο 2000-2008.
Από την ΟΝΕ στην κρίση
Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα άρχισε με αίσιους οιωνούς, καθώς η ένταξη της χώρας στο ευρώ, που αναβάθμιζε συμβολικά τη θέση της χώρας στην παγκόσμια κοινότητα, δημιουργούσε προσδοκίες ότι η Ελλάδα θα άρχιζε να προσανατολίζεται προς έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό των δομών της σε όλα τα επίπεδα: Το οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτικό. Οι προσδοκίες αυτές, όμως, δεν επαληθεύθηκαν, όπως τονιζόταν συνεχώς. Η απόφαση για ένταξη στην ΟΝΕ δεν συνοδεύθηκε από μια μακρόπνοη πολιτική, που θα διευκόλυνε την οικονομία να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον.
Και τώρα λένε τα ίδια: Η περιπέτεια των Μνημονίων δεν συνέτισε τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν, όπως και στη δεκαετία του 2000, κρίσιμα ζητήματα, όπως: Η σταθερή και μόνιμη εναρμόνιση της δημοσιονομικής πολιτικής με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η πραγματοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που θα άλλαζαν τη λειτουργία του κράτους, της οικονομίας και των αγορών, δημιουργώντας περιβάλλον ευνοϊκό για την ανάπτυξη μέσα στα νέα δεδομένα της συμμετοχής στην ΟΝΕ, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της πραγματικής σύγκλισης (μετά την ονομαστική σύγκλιση, που είχε διαπιστωθεί πριν από την ένταξη στη ζώνη του ευρώ).
Και στους δύο αυτούς κρίσιμους τομείς τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, ενώ συχνά οι όποιες προσπάθειες εγκαταλείπονταν σύντομα υπό την πίεση ισχυρών και οργανωμένων ομάδων συμφερόντων.
Η Ελλάδα αποδέχθηκε μεν και απόλαυσε τα οφέλη του ενιαίου νομίσματος, δεν συμμορφώθηκε όμως με τους όρους που συνεπαγόταν η συμμετοχή της σ’ αυτό, δηλαδή τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω του 3% και το σταδιακό περιορισμό του δημόσιου χρέους σε μία δεκαετία κάτω του 60% του ΑΕΠ. Αποτέλεσμα ήταν η υπαγωγή της χώρας στη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος τον Ιούλιο του 2004, αλλά και τον Απρίλιο του 2009. Ακόμη όμως και μετά την υπαγωγή στη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, δεν έγινε συντονισμένη προσπάθεια για μόνιμη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, δηλαδή για την επίτευξη διατηρήσιμης δημοσιονομικής θέσης. Στο σκέλος των πρωτογενών δαπανών δεν έγινε προσπάθεια εξορθολογισμένης συγκράτησης, αντίθετα δόθηκαν νέες παροχές.
Αποτέλεσμα αυτών των αδυναμιών της οικονομικής πολιτικής ήταν η συνεχής αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο στην οκταετία έως και το 2007 διογκώθηκε κατά 112,9 δισ. ευρώ. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμος (γύρω στο 100% του ΑΕΠ), παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές για τη μείωσή του συνθήκες που επικράτησαν αυτήν την περίοδο, όπως και μετά το 2021, όπως: (α) η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ υπερέβαινε το 4% ετησίως κατά μέσον όρο και του ονομαστικού το 8%, (β) τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου ήταν ιδιαιτέρως χαμηλά και μειώνονταν έως και το 2005 (όταν το μέσο επιτόκιο νέου δανεισμού του Δημοσίου ήταν μόλις 3,2%), (γ) καταγράφονταν πρωτογενή πλεονάσματα έως και το 2002 και (δ) για αρκετά χρόνια υπήρχαν έσοδα από αποκρατικοποιήσεις.
Τα προβλήματα αυτά συγκαλύφθηκαν προσωρινά, όπως και σήμερα, με την επίκληση της αύξησης του ΑΕΠ! Οι κίνδυνοι όμως για την οικονομία από το υψηλό δημόσιο χρέος παρέμεναν και αυξάνονταν. Τον Απρίλιο του 2007 η Τράπεζα της Ελλάδος, αναφερόμενη στην εξέλιξη του χρέους, σημείωνε ότι: «[…] Η σημαντική άνοδος των επιτοκίων τους τελευταίους 15 μήνες και η πιθανότητα περαιτέρω ανόδου τους, που υπογραμμίζει τους κινδύνους και την αβεβαιότητα που συνεπάγεται το υψηλό δημόσιο χρέος, θα περιορίσουν ουσιωδώς τη συμβολή των χαμηλών επιτοκίων στη μείωση του χρέους, η οποία έως πρόσφατα ήταν σημαντική. Τέλος, οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που επικράτησαν την τελευταία δεκαετία δεν είναι δεδομένο ότι θα διατηρηθούν επ’ αόριστον. (…)». Τα ίδια όμορφα κι ωραία και τότε, όπως και σήμερα, για την «ισχυρή ανάπτυξη»!
Τα ίδια Παντελάκη μου…
Προσέξτε ιδιαίτερα ή κρατήστε σημειώσεις για τις παρακάτω διαπιστώσεις για να δείτε ότι τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα, καθώς τα ίδια συμβαίνουν ή επαναλαμβάνονται και σήμερα και πάλι «εν χορδαίς και οργάνοις»! Διότι τότε, ήταν σαφές ότι η οικονομία ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε τυχόν δυσμενείς εξελίξεις, π.χ. άνοδο των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου ή δυσκολίες ως προς την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους. Ήταν επίσης σαφές ότι η οικονομία δεν διέθετε τον απαραίτητο δυναμισμό ούτε το θεσμικό εξοπλισμό για να αντιμετωπίσει, με εφαρμογή της απαιτούμενης πολιτικής, μια αιφνίδια επιδείνωση των μακροοικονομικών δεδομένων.
Στο κοινωνικό επίπεδο, και τότε επικαλούνταν η συνεχής βελτίωση των εισοδημάτων και η ευχερέστερη πρόσβαση στο δανεισμό που επηρέαζαν καθοριστικά την καταναλωτική συμπεριφορά. Έτσι, η ταχεία άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης επέδρασε τότε, όπως και σήμερα, θετικά στην πορεία του ΑΕΠ, περιόρισε όμως την εγχώρια αποταμίευση και επιβάρυνε υπέρμετρα το εξωτερικό ισοζύγιο. Παράλληλα, η κοινωνία εξακολούθησε να εναποθέτει ελπίδες και προσδοκίες στο κράτος. Η συλλογική αντίληψη ότι το κράτος πρέπει να φροντίζει για όλα συνέχισε να επιβιώνει και μετά την ένταξη στο ευρώ, περιορίζοντας την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία και την ανάληψη ευθυνών. Αυτό σήμερα έχει γίνει … ανέκδοτο με … τις παροχές και τα επιδόματα
Προβληματική παρέμεινε, όπως και σήμερα, και η σχέση της κοινωνίας με τους θεσμούς, οι οποίοι δεν θεωρήθηκαν ως η αυτονόητη βάση και κατευθυντήρια γραμμή πρακτικών και συμπεριφορών. Έτσι, όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά και πιθανώς εντάθηκαν φαινόμενα όπως η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, η αυθαίρετη δόμηση και η διαφθορά, τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στις αρνητικές εξελίξεις.
Η ευνοϊκή επίδραση ορισμένων σημαντικών παραγόντων στις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές θα περιοριζόταν βαθμιαία και ενδεχομένως σημαντικά μετά την πενταετία που θα ακολουθούσε. Ταυτόχρονα, διατυπώνονταν με σαφήνεια οι προτάσεις, όπως και σήμερα, για κατευθύνσεις πολιτικής που προέκυπταν – μεταξύ άλλων η αποτελεσματική αξιοποίηση των τότε διαθέσιμων πόρων (ιδίως των κοινοτικών), η συνέχιση της προσπάθειας δημοσιονομικής εξυγίανσης, καθώς και η επιτάχυνση και διεύρυνση των μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς, προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλός και διατηρήσιμος ρυθμός ανάπτυξης.
Γινόταν, όπως και σήμερα, συνεχώς μάλιστα αναλυτική αναφορά στο “βασικό πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης”, στην αναγκαία φορολογική μεταρρύθμιση, στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς εργασίας, στη σημασία των ιδιωτικοποιήσεων και του ανοίγματος κρίσιμων αγορών, στην ανάγκη να συνεχιστεί η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και στην περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του τραπεζικού συστήματος.
Η αξιολόγηση των προωθούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας και η ανάδειξη της σημασίας τους περιλαμβάνονταν συνεχώς στις εκθέσεις της Τράπεζας την περίοδο αυτή, όπως και σήμερα. Ταυτόχρονα, στις εκθέσεις αναλύονταν και άλλα σημαντικά θέματα, όπως οι προσδιοριστικοί παράγοντες του πληθωρισμού, ο ρόλος της εξέλιξης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η επίμονα θετική διαφορά των ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ, οι ρυθμοί ανόδου της παραγωγικότητας και η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας κόστους-τιμών.
Την ίδια περίοδο αναδείχθηκαν και οικονομικά ζητήματα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπως η φτώχεια, η ανισότητα και η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών, που σήμερα είναι σε χειρότερα επίπεδα από τότε!
Μελαγχολικά συμπεράσματα ως μάθημα
Από όλα αυτά προκύπτει ότι την περίοδο αυτή της «ευημερίας» και της «ισχυρής ανάπτυξης» έγιναν τα ακόλουθα που έκαναν συνεχώς ευάλωτη την ελληνική οικονομία ακόμα και σε παραμικρές κρίσεις. Η δημοσιονομική πολιτική δεν εκμεταλλεύθηκε τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησαν η ένταξη στην ΟΝΕ και η ταχεία ανάπτυξη, ώστε να αντιμετωπίσει η χώρα τα χρόνια, διαρθρωτικά προβλήματα των ελλειμμάτων και του χρέους. Αντίθετα, η συνεχής αύξηση του δημόσιου και του ιδιωτικού δανεισμού τροφοδότησε την κατανάλωση, η οποία μέχρι και το 2007 αυξανόταν με ρυθμούς ταχύτερους από ό,τι στην υπόλοιπη ΕΕ.
Παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας, η παραγωγική βάση δεν διευρύνθηκε όσο απαιτούνταν και παρέμεινε εσωστρεφής, ενώ η ανταγωνιστικότητα υποχωρούσε διαρκώς και το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών έφθανε σε πρωτοφανή επίπεδα. Όλα αυτά συνιστούσαν ένα πρότυπο στρεβλής ανάπτυξης, το οποίο δεν ήταν διατηρήσιμο, όπως επίμονα υποστήριζε η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και διεθνείς οργανισμοί.
Την ίδια περίοδο η Τράπεζα της Ελλάδος και οι διεθνείς οργανισμοί ανέδειξαν πολλές πλευρές των καίριων ζητημάτων της ελληνικής οικονομίας, προτείνοντας συγκεκριμένες λύσεις για την υπέρβαση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και των διαρθρωτικών αδυναμιών. Ιδιαίτερα από την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, η Τράπεζα εκτιμούσε ότι οι παράγοντες που τροφοδοτούσαν την ταχεία ανάπτυξη ήταν συγκυριακοί και ότι η ισχύς τους θα περιοριζόταν σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό, θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες αδυναμίες, να γίνει η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, να προωθηθούν πραγματικές μεταρρυθμίσεις, να ενισχυθεί η λειτουργία των αγορών, τα οποία και σήμερα κυκλώνουν την ελληνική οικονομία!