Ο εμπορικός πόλεμος της ξυλείας του 1982 – ΗΠΑ εναντίον Καναδά
17/04/2025
Την εποχή που οι ΗΠΑ στρέφονται κατά της Ιαπωνίας, διεξάγουν παράλληλα ζωτικής σημασίας διαπραγματεύσεις με τον Καναδά, με σκοπό την δημιουργία μίας ζώνης ελευθέρου εμπορίου (Free Trade Area) μεταξύ των δύο χωρών. Όμως η κυβέρνηση Reagan αιφνιδιάζει τους πάντες επιβάλλοντας επιπλέον δασμό της τάξης του 35% στην εισαγόμενη ξυλεία κέδρου από τον Καναδά, που αν και δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση στους Αμερικανούς, προσλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις στα καναδικά ΜΜΕ και προκαλεί αλγεινά συναισθήματα στους Καναδούς.
Με τις εξαγωγές να αποτελούν ζωτικό έσοδο για πολλές καναδικές αγροτικές κοινότητες, η κυβέρνηση αντιδρά άμεσα, επιβάλλοντας επιπλέον δασμούς ύψους $30 εκατομμυρίων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τους ημιαγωγούς και τα παρελκόμενά τους που εισάγονται από τις ΗΠΑ, όπως και δασμούς ύψους $25 εκατομμυρίων σε εισαγόμενα αμερικανικά βιβλία, περιοδικά και έντυπα. Επιπλέον φορολογούνται με πρόσθετους δασμούς εμπορεύματα που διακινούνται έως ότε αφορολόγητα, όπως προϊόντα ξυλείας, τσάι, βρώμη, άσφαλτος, βιομηχανικά έλαια και σιδηροδρομικά οχήματα.
Εκείνη την εποχή οι ΗΠΑ με τον Καναδά διατηρούν τις μεγαλύτερες σε αξία διμερείς εμπορικές στον πλανήτη, που φθάνουν τα $117 δισεκατομμύρια, με συνέπεια ο εμπορικός πόλεμος να τραυματίσει τις αμερικανικές εξαγωγές, προκαλώντας άνοδο της ανεργίας.
Παρά ταύτα η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου (International Trade Commission), ένας ανεξάρτητος ημι-κυβερνητικός φορέας, προκρίνει την επιβολή των επιπλέον δασμών στην καναδική ξυλεία, που φθάνουν συνολικά τα $180 εκατομμύρια, ενθαρρύνοντας την κυβέρνηση.
Από την πλευρά τους οι Καναδοί εξοργίζονται με τον ωμό αμερικανικό προστατευτισμό, αλλά η κυβέρνηση Reagan δεν υπαναχωρεί, καθώς πιέζεται φορτικά από την Γερουσία να τηρήσει σκληρή στάση έναντι των Καναδών, παραβλέποντας το γεγονός ότι αν και ο Καναδάς διοχετεύει το 75% των εξαγωγών του προς τις ΗΠΑ, δεν διστάζει να προχωρήσει σε σκληρά αντίποινα.
Οι απόψεις της Γερουσίας που συνοψίζονται στο γεγονός ότι από την στιγμή που η πλειοψηφία των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ εξαρτάται περισσότερο από την εσωτερική αμερικανική αγορά, σε σχέση με την ανάλογη εξάρτηση των Αμερικανών από τις αγορές άλλων, υπάρχει η δυνατότητα περιορισμού των εισαγωγών μέσω προστατευτισμού, χωρίς να επαπειλούνται σοβαρά αντίποινα (άποψη που υιοθετεί κατά τα φαινόμενα αργότερα και ο Ντόναλντ Τραμπ).
Πώς έληξε ο εμπορικός πόλεμος
Δυστυχώς η άμεση αντίδραση των Καναδών αποκαλύπτει πως η συγκεκριμένη άποψη αποτελεί επιεικώς μία ανοησία που τελικά θα έχει μεγαλύτερο κόστος από το εκτιμώμενο. Μία από τις παραμέτρους που πολλαπλασιάζουν το κόστος εστιάζεται στην αναστολή των διαπραγματεύσεων για την δημιουργία ζώνης ελευθέρου εμπορίου (Free Trade Area) για μεγάλη χρονική περίοδο, η οποία όμως παρείχε την δυνατότητα πολλαπλασιασμού των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο εταίρων, συνεισφέροντας δραστικά στην μείωση της ανεργίας.
Παρά ταύτα η σύγκρουση εισέρχεται σε μία δεύτερη φάση το 1986, όταν μία ομάδα αμερικανικών βιομηχανιών ξυλείας υποβάλλει αίτημα διαμαρτυρίας στο υπουργείο Εμπορίου για την συμπεριφορά των Καναδών. Η Διεθνής Επιτροπή Εμπορίου των ΗΠΑ (United States International Trade Commission-USITC), καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι καναδικές εξαγωγές θίγουν βάναυσα τους Αμερικανούς παραγωγούς, με το υπουργείο Εμπορίου να ανακαλύπτει πως η καναδική παραγωγή ξυλείας ευνοείται από αντισταθμιστικά οφέλη που ανατρέπουν τον υγιή ανταγωνισμό, οπότε και επιβάλλει σε πρώτη φάση δασμό της τάξης του 15%.
Πριν από την επιβολή δασμών, ΗΠΑ και Καναδάς υπογράφουν μνημόνιο κατανόησης που προβλέπει δασμούς σε φάσεις και ένας από τους όρους εστιάζεται στο ότι ο Καναδάς υποχρεούται να επιβάλλει φόρο εξαγωγών στην ξυλεία που προορίζεται για τις ΗΠΑ. Οι καναδικές περιφέρειες που πλήττονται διατηρούν το δικαίωμα να μειώσουν τον φόρο, εάν προβούν σε κινήσεις που εξισορροπούν τα αντισταθμιστικά τους οφέλη, με συνέπεια η Βρετανική Κολομβία να αποσύρει τον φόρο το 1987 και το Κεμπέκ κατά το μεγαλύτερο μέρος το 1988.