Ο Ερντογάν στην αμερικανική μέγγενη
18/08/2018Η απόρριψη του αμερικανικού τελεσίγραφου από την Άγκυρα που απαιτούσε την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον λίγο πριν την εκπνοή του πυροδοτεί νέα κλιμάκωση στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. Η δέσμευση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ για την επιβολή νέων πιο ενισχυμένων κυρώσεων στην ήδη εύθραυστη τουρκική οικονομία αποτελεί απόρροια της στρατηγικής έντασης που υιοθέτησε ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν έναντι της Ουάσινγκτον από τον Ιούλιο του 2016 και εντεύθεν.
Συστατικά στοιχεία της τουρκικής στρατηγικής έντασης αποτέλεσαν οι αίολες κατηγορίες για αμερικανική ανάμειξη στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και για υπόθαλψη του φερόμενου ως εγκεφάλου του πραξικοπήματος κληρικού Φετχουλάχ Γκιουλέν ο οποίος ζει αυτοεξόριστος από το 1999 στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ. Η τουρκική στρατηγική έντασης επίσης εστίασε στην αποδόμηση του στρατηγικού χαρακτήρα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων οδηγώντας στην αμερικανική εκκένωση της αεροπορικής βάσης στο Ιντσιρλίκ σε ποσοστό που φθάνει το 80% σε έμψυχο και στρατιωτικό υλικό, και αναδεικνύοντας τη διάσταση πολιτικής των δύο χωρών έναντι των κουρδικών δυνάμεων YPG στη Συρία.
Κορωνίδα της τουρκικής στρατηγικής έντασης ωστόσο αποτέλεσε η απόφαση της Άγκυρας για απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 η οποία αφενός δημιούργησε βάσιμες ανησυχίες στην Ουάσιγκτον ότι διαβαθμισμένα τεχνολογικά δεδομένα που αφορούν τα μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35 δύναται να μεταφερθούν από την Τουρκία στην Ρωσία με ορατό τον κίνδυνο η τελευταία να αναπτύξει την έρευνα για αντιμετώπιση των μαχητικών stealth. Αφετέρου η εν λόγω τουρκική απόφαση εκτιμάται από την Ουάσιγκτον ότι καταστρατηγεί τη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ ειδικά ως προς την οικοδόμηση ενιαίας στρατιωτικής αρχιτεκτονικής και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των χωρών-μελών του οργανισμού.
Η σταδιακή απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση σήμανε συναγερμό στους αμερικανικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων οι οποίοι υιοθέτησαν την τακτική του καρότου και μαστίγιου έναντι της Άγκυρας με στόχο την επιστροφή της στο δυτικό στρατόπεδο και την επαναβεβαίωση της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ τόσο σε διμερές όσο και νατοϊκό επίπεδο.
Μαστίγιο και καρότο
Η τακτική του μαστίγιου εκφράστηκε –μεταξύ άλλων- με την ψήφιση στο αμερικανικό Κογκρέσο και την υπογραφή από τον Αμερικανό πρόεδρο του Νόμου Η. 5515 για τον αμυντικό προϋπολογισμό οικονομικού έτους 2019 που επιβάλει το πάγωμα της παράδοσης των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35 και την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα παραγωγής. Έτσι ανοίγει ο δρόμος για την επιβολή κυρώσεων κατ’ εφαρμογή του Νόμου περί Ανάσχεσης Αντιπάλων των ΗΠΑ μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act).
Επιπρόσθετα, η επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας ψήφισε στα τέλη Ιουλίου το νομοσχέδιο S. 3248 γνωστό ως «Πράξη για τα Διεθνή Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα περί Τουρκίας» (Turkey International Financial Institutions Act) που προβλέπει την αναστολή της παροχής δανείων, χρηματοδοτικής και τεχνικής βοήθειας από διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς την κυβέρνηση της Τουρκίας, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγρότησης και Ανάπτυξης, έως ότου η τουρκική κυβέρνηση δώσει τέλος στην αυθαίρετη κράτηση Αμερικανών πολιτών καθώς και υπαλλήλων της αμερικανικής πρεσβείας στην Άγκυρα.
Η αμερικανική τακτική του καρότου εκδηλώθηκε με τη μορφή διεξαγωγής διαπραγματεύσεων τόσο σε επίσημο όσο και παρασκηνιακό επίπεδο για την υπόθεση του Αμερικανού πάστορα Μπράνσον, η διευθέτηση της οποίας θα αποτελούσε την βάση για την ουσιαστική επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Τουρκίας. Η τουρκική υπαναχώρηση από τη δέσμευση για απελευθέρωση και απέλαση του Αμερικανού πάστορα μετά την προγραμματισμένη ακρόαση της 18ης Ιουλίου ήταν η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι στις ήδη τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών. Θυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί η εξασφάλιση από την τουρκική πλευρά, με μεσολάβηση Τραμπ, την επιστροφή στην Τουρκία της Εμπρού Οζκάν από το Ισραήλ. Η Οζκάν κρατούνταν στο Ισραήλ με τις κατηγορίες της υποστήριξης της παλαιστινιακής οργάνωσης Χαμάς.
Μονόδρομος
Η επιβολή κυρώσεων σε βάρος Τούρκων κυβερνητικών αξιωματούχων υπήρξε μονόδρομος για την Ουάσιγκτον. Συγκεκριμένα, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ενέκρινε δέσμη κυρώσεων σε βάρος των Τούρκων υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών με το αιτιολογικό ότι και οι δύο υπήρξαν υπεύθυνοι για τη σύλληψη και την κράτηση του Αμερικανού πάστορα. Οι κυρώσεις προβλέπουν το πάγωμα κάθε περιουσιακού στοιχείου των Τούρκων υπουργών εντός της δικαιοδοσίας των ΗΠΑ καθώς και την απαγόρευση σε Αμερικανούς πολίτες οιασδήποτε συναλλαγής μαζί τους.
Η τουρκική ανταπάντηση με την επιβολή εφάμιλλων κυρώσεων σε βάρος Αμερικανών κυβερνητικών αξιωματούχων ήρθαν απλά να ρίξουν νερό στον μύλο της αντιπαράθεσης εντείνοντας έτι περαιτέρω το κλίμα της έλλειψης εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες. Και τούτο διότι η τουρκική αντίδραση εκτιμάται ότι είναι κενή περιεχομένου δεδομένου ότι δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία των Αμερικανών αξιωματούχων επί τουρκικού εδάφους. Εντάσσεται ωστόσο στην στρατηγική έντασης του Τούρκου προέδρου Ερντογάν ο οποίος επιδιώκει την αντιπαράθεση με δυτική υπερδύναμη, εν προκειμένω τις ΗΠΑ, με σκοπό την επιβολή της Τουρκίας ως σχεδόν ισάξιας ανταγωνιζόμενης ηγεμονικής δύναμης.
H δε απόφαση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ για διπλασιασμό των δασμών στην εισαγωγή τουρκικού χάλυβα και αλουμινίου από 25 και 10 % που είχαν επιβληθεί τον Μάρτιο 2018 σε 50 και 20 % αντιστοίχως σηματοδοτεί την άσκηση ενισχυμένων οικονομικών πιέσεων πριν την επιβολή της νέας δέσμης οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας.
Αποτίμηση των κυρώσεων
Το εύλογο ερώτημα το οποίο ανακύπτει έγκειται στο κατά πόσο οι αμερικανικές κυρώσεις δύναται να πλήξουν την τουρκική οικονομία. Οι οικονομικές κυρώσεις αποτελούν πολιτική επιλογή η οποία εμπίπτει σε μία λεπτή γραμμή που χωρίζει την κενή ρητορική από την λήψη στρατιωτικής δράσης όπως εύγλωττα διατύπωσε ο Τζέρεμυ Γκρίνστοκ, πρώην Βρετανός διπλωμάτης στον ΟΗΕ. Τουτέστιν, οι οικονομικές κυρώσεις αποτελούν κάτι περισσότερο από απλά λόγια και κάτι λιγότερο από στρατιωτική δράση με στόχο τη συμμόρφωση της χώρας που αποτελεί στόχο, εν προκειμένω την Τουρκία και την επαναπρόσδεσή της στο δυτικό άρμα.
Προτού ωστόσο εκτιμηθούν οι επιπτώσεις από την πιθανή επιβολή ενισχυμένων αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της τουρκικής οικονομίας, καθίσταται χρήσιμη η αποτίμηση αυτών στην βάση της αποκτηθείσας μέχρι σήμερα διεθνούς εμπειρίας. Προδήλως, οικονομικές κυρώσεις δεν εφαρμόζονται στο σύνολο των συγκρουσιακών καταστάσεων μεταξύ χωρών.
Όπως επίσης δεν λειτουργούν εναντίον οργανώσεων όπως οι τρομοκρατικές ομάδες τύπου ISIS ή Αλ Κάιντα καθότι αυτές δεν διαθέτουν επίσημα θεσμικά ή οικονομικά συστήματα που μπορούν να αποτελέσουν στόχο και ως εκ τούτου να αποδυναμωθούν μέσω των κυρώσεων. Οι οικονομικές κυρώσεις ωστόσο εξακολουθούν να αποτελούν επιλογή όταν μία χώρα παραβιάζει διεθνείς κανόνες ή απειλεί την ασφάλεια άλλων χωρών. Αντιπροσωπευτική περίπτωση αποτελεί η επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ και ευρωπαϊκές χώρες έναντι της Ρωσίας ως απάντηση για την κατάληψη της Κριμαίας και τη στήριξη Ρώσων αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία.
Σημαντικό ζήτημα συνιστά το κατά πόσο οι κυρώσεις «λειτουργούν» ώστε η όποια χώρα-στόχος να αλλάξει τη συμπεριφορά της. Η εκτίμηση εν πολλοίς συμπυκώνεται στο ότι οι κυρώσεις φέρουν αποτελέσματα κατά περίπτωση. Επί παραδείγματι, μετά την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, η αξία του εθνικού νομίσματος, του ρουβλίου, υποχώρησε σημαντικά, όπως επίσης και η ρωσική χρηματιστηριακή αγορά με αποτέλεσμα η οικονομική ανάπτυξη της Μόσχας να καταστεί αρνητική.
Οι κυρώσεις επίσης δύνανται να βλάψουν τους λαούς των χωρών στις οποίες επιβάλλονται. Τούτο έχει καταστεί ευκρινές με την επιβολή αμερικανικών κυρώσεων για πάνω από δύο δεκαετίες σε βάρος της Βόρειας Κορέας όπου το ποσοστό της φτώχειας αυξήθηκε σημαντικά, ενώ την ίδια στιγμή μειώθηκε το προσδόκιμο ζωής.
Όχι πάντα επιτυχείς
Τούτων λεχθέντων, ποιός ο βαθμός κατά τον οποίο οι χώρες υπό καθεστώς κυρώσεων αλλάζουν τη συμπεριφορά τους; Η εμπειρία αποδεικνύει ότι αν και η επιβολή κυρώσεων είναι ενίοτε επιτυχής, υφίστανται περιπτώσεις όπου αποτυγχάνουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κούβας στην οποία οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις το 1960, μετά την εθνικοποίηση αμερικανικών εταιρειών στις οποίες απαγορεύτηκε το επιχειρείν στην Κούβα.
Οι κυρώσεις δεν κατάφεραν να αλλάξουν τις πολιτικές της Κούβας, γεγονός το οποίο αναγώρισε ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα ο οποίος το 2014 προχώρησε στην αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ-Κούβας στην βάση της λογικής ότι τα 50 χρόνια κυρώσεων απέδειξαν ότι η απομόνωση δεν έφερε τα προσδωκόμενα για την Ουάσιγκτον αποτελέσματα.
To πρόσθετο ερώτημα το οποίο ανακύπτει συνίσταται στους λόγους για τους οποίους οι κυρώσεις σε κάποιες περιπτώσεις δεν φέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την αλλαγή πολιτικής στις χώρες-στόχο. Οι κυριότεροι λόγοι εστιάζουν στα εξής:
Πρώτον, η ηγεσία μίας χώρας-στόχου σπάνια πλήττεται από τις κυρώσεις. Αντίθετα, πολλές φορές η ηγεσία δύναται να μετατρέψει την επιβολή κυρώσεων σε πολιτικό της πλεονέκτημα. Επί παραδείγματι, η δημοτικότητα του Ρώσου προέδρου Πούτιν αυξήθηκε σημαντικά έπειτα από την επιβολή των αμερικανο-ευρωπαϊκών κυρώσεων αφού κατάφερε να πείσει τους πολίτες ότι οι ΗΠΑ και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους επιχειρούν, μέσω των κυρώσεων, να καταστρέψουν τη Ρωσία.
Δεύτερον, οι κυρώσεις μπορεί να υπονομευθούν από τις ενέργειες τρίτων χωρών.Τούτο είναι καταφανές στην περίπτωση του Ιράν όπου η Κίνα αύξησε το εμπόριο με την Τεχεράνη έπειτα από την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων.
Τρίτον, οι οικονομικές κυρώσεις μπορούν να αποτύχουν επειδή δεν είναι αρκετά ισχυρές υπό την έννοια ότι αυτές είθισται να σταματούν στο σημείο όπου δύναται να βλάψουν τα συμφέροντα της χώρας ή των χωρών που τις επιβάλλουν. Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας είναι αντιπροσωπευτικές καθώς η επιβολή τους σταμάτησε στο σημείο του μη αποκλεισμού της ρωσικής οικονομίας από το διεθνές τραπεζικό σύστημα. Και τούτο διότι ο αποκλεισμός της ρωσικής οικονομίας από το τελευταίο θα έβλαπτε τα συμφέροντα του συνόλου των ευρωπαϊκών χωρών που εξαρτώνται από το ρωσικό εμπόριο φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Επιπτώσεις κυρώσεων στην τουρκική οικονομία
Υπό τα δεδομένα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δυνητικές επιπτώσεις ενισχυμένων αμερικανικών κυρώσεων στην τουρκική οικονομία. Ως γνωστόν, η παγκόσμια ρευστότητα που ακολούθησε την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 επέτρεψε στις αναδυόμενες αγορές, όπως στην τουρκική, την πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια, οδηγώντας στη διόγκωση του ιδιωτικού τομέα. Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας εκτιμάται ότι έχουν προβεί σε δανεισμό άνω των 340 δισεκατομμύριων δολαρίων σε ξένο συνάλλαγμα.
H τρέχουσα πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ που εστιάζει στον περιορισμό της απελευθέρωσης φθηνού χρήματος συμπιέζει τις αναδυόμενες αγορές, όπως την τουρκική, ως προς τη ρευστότητα σε δολάρια. Με δεδομένο ότι η τουρκική λίρα έχει απωλέσει περίπου 50 % της αξίας της έναντι του δολαρίου από τις αρχές του 2018, η πλειονότητα των τουρκικών επιχειρήσεων δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν το χρέος τους σε ξένο νόμισμα επιδιώκοντας αναδιάρθρωση των δανείων τους.
H εν λόγω πραγματικότητα αυξάνει την πιθανότητα για μετάδοση της εξελισσόμενης κρίσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως άλλωστε εμφαίνεται σε σχετική προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με την έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στο τουρκικό χρέος με κυριότερες τις τράπεζες της Ισπανίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιταλίας. Η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων υπολογίζεται μάλιστα ότι υπερβαίνει τα 225,4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι τουρκικές τράπεζες κατέχουν δάνεια ύψους περίπου 56,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αντιδιατολή με δάνεια σε τουρκική λίρα ύψους μόλις 2,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS). Σε γενικές γραμμές, το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος συνδυαστικά τοποθετείται στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια αποτελώντας γαι την Τουρκία ένα από τα μεγαλύτερα χρέη ως ποσοστό του ΑΕΠ των αναδυόμενων αγορών.
Επείγοντα μέτρα
Την ίδια στιγμή, υπολογίζεται ότι περίπου το 70-75 % των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Τουρκία από το 2002 και εντεύθεν, οπότε και ανήλθε στην εξουσία το Κόμμα Ευημερίας και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), είναι ευρωπαϊκής προέλευσης. Οι ΗΠΑ κατέχουν μερίδιο περίπου 15 %, ενώ οι ασιατικοί επενδυτές κατέχουν ισόποσο μερίδιο της τάξης του 15 % επί των άμεσων ξένων επενδύσεων. Σε μία σπάνια ανακοίνωση, το Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Κωνσταντινούπολης το οποίο αντιπροσωπεύει μερικές εκ των κορυφαίων βιομηχανικών επιχειρήσεων της Τουρκίας κάλεσε την κυβέρνηση να λάβει «επείγοντα μέτρα» για τον πραγματικό τομέα της οικονομίας, προειδοποιώντας ότι οι διακυμάνσεις της λίρας έχουν φθάσει σε σημείο που δύναται να προκαλέσει ανυπέρβλητη οικονομική αστάθεια.
Η ραγδαία υποχώρηση της τουρκικής λίρας έναντι του ισχυρού δολαρίου αναμφισβήτητα δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες στην τουρκική οικονομία οι οποίες ενισχύονται έτι περαιτέρω από την έλλειψη δομικών μεταρρυθμίσεων. Ο πληθωρισμός αγγίζει, για πρώτη φορά μετά το 2003, το ρεκόρ ύψους 15,8 % και το τουρκικό υπουργείο Οικονομικών απλά ανακοινώνει την εξοικονόμηση πόρων ύψους 5,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω της περιστολής δαπανών και της αύξησης εσόδων εντείνοντας τοιουτοτρόπως τις ανησυχίες των διεθνών αγορών.
Τα περίφημα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), τα οποία μετρούν το κόστος ασφάλισης έναντι της έκθεσης σε τουρκικό χρέος αποτελώντας τον πιο σημαντικό δείκτη για τον κίνδυνο χρεωκοπίας μιας χώρας καταγράφουν ανοδική πορεία στην περίπτωση της Τουρκίας. Από τον Μάιο έως και σήμερα τα τουρκικά CDS ξεπέρασαν τις 323,8 μονάδες βάσης αφήνοντας πίσω τα ελληνικά CDS και καθιστώντας την Τουρκία μία από τις χώρες με τον πλέον υψηλό κίνδυνο χρεωκοπίας.
Γονάτισμα της οικονομίας
Είναι ξεκάθαρο ότι η επιβολή πρόσθετων αμερικανικών κυρώσεων εκτιμάται ότι θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο γονάτισμα της τουρκικής οικονομίας αυξάνοντας τις πιθανότητες για επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών (capital controls) και για τουρκικό αίτημα προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το τελευταίο δε τουρκικό αίτημα αναγκαστικά περνά μέσα από την αμερικανική διακυβέρνηση η οποία οφείλει να λάβει υπόψιν την Πράξη της αμερικανικής Γερουσίας για αναστολή της παροχής δανείων, χρηματοδοτικής και τεχνικής βοήθειας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όπως προαναφέρθηκε έως ότου η τουρκική κυβέρνηση απελευθερώσει Αμερικανούς πολίτες που κρατούνται σε φυλακές της Τουρκίας.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι κυρώσεις επιχειρηθεί να υπονομευθούν από ενέργειες τρίτων χωρών όπως άφησε να εννοηθεί ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν σε πρόσφατο άρθρο του που φιλοξενήθηκε στην New York Times, οι δομικές αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας εγγυώνται ότι η επιβολή αμερικανικών κυρώσεων θα «λειτουργήσει» σε σημαντικό βαθμό προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αναμφισβήτητα, νέες συνθήκες τείνουν να διαμορφωθούν στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας οι οποίες έχουν πλέον περάσει στο προχωρημένο στάδιο της πλήρους αμφισβήτησης και έλλειψης εμπιστοσύνης. Στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους των εκατέρωθεν στρατηγικών απομένει να αποδειχτεί προς ποια πλευρά θα επιλέξει να γείρει η Τουρκία.