Ο φόβος του Κινέζου φυλάει τη Γερμανία…
20/05/2020Η Γερμανία προχώρησε σε μια ενίσχυση των εξουσιών της σε ό,τι αφορά τη δυναμική παρέμβασή της και την άσκηση βέτο, όταν διαπιστώνονται απόπειρες επιθετικής εξαγοράς γερμανικών εταιριών, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε κρίσιμους κλάδους. Η απόφαση αυτή ελήφθη με πρόσχημα την διασφάλιση της επάρκειας απαραίτητων αγαθών για την υγειονομική κρίση, οι ρίζες της, ωστόσο, είναι βαθύτερες χρονικά και δεν είναι άσχετες με την κινέζικη διείσδυση σε ευρωπαϊκές χώρες.
Η ρύθμιση, η οποία εγκρίθηκε από το ομοσπονδιακό υπουργικό συμβούλιο, επιτρέπει στο Βερολίνο να παρεμποδίζει την εξαγορά εταιριών παρασκευής εμβολίων, φαρμάκων, προστατευτικού εξοπλισμού και ιατρικών μηχανημάτων. Όλων δηλαδή των προϊόντων που θεωρούνται απαραίτητα για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Η απόφαση οφείλεται στο γεγονός, ότι στο ξέσπασμα της πανδημίας, εξαιτίας της αυξημένης παγκόσμιας ζήτησης, διαπιστώθηκαν ελλείψεις αποθεμάτων και δυσκολίες στην προμήθεια. Έρχεται επίσης στον απόηχο της φημολογούμενης απόπειρας της κυβέρνησης Τραμπ να εξαγοράσει την νεοφυή φαρμακευτική εταιρία CureVac, η οποία εργαζόταν για την ανάπτυξη εμβολίου για την ασθένεια Covid-19. Μια απόπειρα, για την οποία η ίδια η εταιρία αρνήθηκε ότι έλαβε προσφορές από τις ΗΠΑ.
Κάντο όπως ο Τραμπ
Η απόφαση του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου δίνει τη δυνατότητα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να εξετάζει πιθανές επιπλοκές που θα μπορούσε να επιφέρει στο επίπεδο της ασφάλειας μια προσφορά εκτός ΕΕ προς εταιρίες, το αντικείμενο των οποίων αφορά τον ευρύτερο χώρο της Yγείας. Ορίζει μάλιστα ως σημείο συναγερμού την απόκτηση, από εκτός ΕΕ επενδυτή, του 10% των μετοχών αυτών των εταιριών, έναντι 25% που είναι σήμερα.
Η συζήτηση για το θέμα της επάρκειας υγειονομικού υλικού, της αναγκαστικής ύπαρξης αποθεμάτων, ακόμη και του περιορισμού ή της προσωρινής απαγόρευσης εξαγωγής του ξεκίνησε στη Γερμανία με το ξέσπασμα της πανδημίας και προέκυψε μέσα από πραγματικές ανάγκες. Αυτοκινητοβιομηχανίες βρέθηκαν, άλλωστε, να παράγουν αναπνευστήρες και μάσκες, καθώς οι παγκόσμιες συνθήκες δεν επέτρεπαν την “παγκοσμιοποιημένη λύση” της προμήθειάς τους από την φτηνή Κίνα.
Η απόφαση, ωστόσο, με την αναφορά της σε “θέματα ασφάλειας” αποτελεί ουσιαστικά μια άτυπη υιοθέτηση των πολιτικών αντιπαγκοσμιοποίησης που πρεσβεύει και εφαρμόζει ο Τραμπ και κινείται εντός του πνεύματος προστατευτισμού και επιστροφής στο κράτος. Συνδυασμένη μάλιστα με τις κινήσεις ενίσχυσης γερμανικών εταιριών από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, θα μπορούσε να εκτιμηθεί και ως μια επιστροφή στον “κολμπερτισμό”, παρότι αυτή η οικονομική θεωρία, ιστορικά, αποτελεί γαλλική παράδοση.
Η κινέζικη απειλή
Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που η Γερμανία θέτει ζήτημα εξαγορών, γερμανικών και όχι μόνο, εταιριών από μη κοινοτικούς επενδυτές. Το Βερολίνο είχε προχωρήσει σε αντίστοιχες κινήσεις και στο παρελθόν για να προστατεύσει επιχειρήσει, κυρίως υψηλής τεχνολογίας, από κινέζικες προσφορές εξαγοράς τους. Το θέμα είχε τεθεί και σε επίπεδο ΕΕ, με την Γερμανία και τη Γαλλία να επιδιώκουν τον περιορισμό της διείσδυσης της Κίνας στις χώρες της Βαλκανικής και της Νότιας Ευρώπης.
Πριν λίγες ημέρες, ο παραλίγο πρόεδρος της Κομισιόν, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, επανάφερε το θέμα με επιτακτικό τρόπο. Ο Βαυαρός πολιτικός τόνισε ότι η ΕΕ οφείλει να επιβάλλει προσωρινή απαγόρευση της εξαγοράς, από Κινέζους, ευρωπαϊκών εταιρειών που η χρηματιστηριακή τους αξία έχει απομειωθεί ή αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της πανδημίας. Έκανε μάλιστα λόγο για «κινεζικό ταξίδι για ψώνια», στο οποίο επιδίδονται εταιρίες από την Κίνα με την υποστήριξη της κυβέρνησης του Πεκίνου, και ζήτησε την επιβολή δωδεκάμηνης απαγόρευσης στην στην εξαγορά ευρωπαϊκών εταιρειών.
Ο φόβος του Βέμπερ, όπως και της γερμανικής ηγεσίας γενικότερα, είναι βέβαια η Lufthansa, για τη διάσωση της οποίας έχει ξεκινήσει ένας μαραθώνιος, από τον οποίο δεν λείπουν οι αντιπαραθέσεις. Η επίσημη άποψη πάντως, όπως την εξέφρασε ο υπουργός Οικονομίας και στενός συνεργάτης της Μέρκελ, Πέτερ Αλτμάιερ, είναι η διάσωση να γίνει με κρατικούς πόρους, αλλά να μην υπάρξει κρατική ανάμιξης στην διοίκησή της.
Το καμπανάκι κινδύνου χτύπησε για τους Γερμανούς το 2016, όταν εξαγοράστηκε η βαυαρική εταιρεία ρομποτικής Kuka, γεγονός που σήμανε συναγερμό και δρομολόγησε παρεμβατικές κινήσεις από την πλευρά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Παραλλήλως, είναι σε εξέλιξη, τουλάχιστον τα τελευταία επτά χρόνια οι διαπραγματεύσεις για μια συνολική συμφωνία Κίνας-ΕΕ, με πολλές όμως διαφωνίες. Η πανδημία, άλλωστε, και κυρίως οι καταστροφικές επιπτώσεις της στην οικονομία, οδηγούν τα κράτη-μέλη και την ΕΕ συνολικά σε έναν γενικότερο επαναπροσδιορισμό, ο οποίος περιλαμβάνει και τις σχέσεις με την Κίνα.