Ο ιός παροξύνει τα υποκείμενα νοσήματα της τουρκικής οικονομίας
12/05/2020Στα ελληνικά ο όρος κρίση δεν είναι τυχαίος. Σε κάθε έκτακτη κατάσταση κρίνεται ποιος θα επιβιώσει και ποιος όχι, ανάλογα με τις αδυναμίες του. Αυτό ισχύει για μεμονωμένους ανθρώπους, ισχύει όμως και για ολόκληρες οικονομίες. Τι συμβαίνει με την τουρκική οικονομία, η οποία φαίνεται να είναι σε αστάθεια; Πώς ο κορονοϊός μπορεί να παροξύνει τα υποκείμενα νοσήματα της τουρκικής οικονομίας, οδηγώντας την σε μια σοβαρή κρίση ρευστότητας;
Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, πρέπει να τονίσουμε ότι η τουρκική οικονομία κάθε άλλο παρά υποτονική ή αδύναμη είναι. Αντιθέτως, έχει σημαντικές παραγωγικές και εξαγωγικές επιδόσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τo 2019 η Τουρκία ήταν 15η στον κόσμο στην παραγωγή οχημάτων, με τις εξαγωγές του κλάδου να φτάνουν τα 26,2 δισ. δολάρια. Την ίδια χρονιά η Τουρκία ήταν 8η στον κόσμο σε παραγωγή χάλυβα.
Ένας άλλος παραδοσιακά δυναμικός κλάδος της τουρκικής οικονομίας, είναι η κλωστοϋφαντουργία. Επίσης πολύ δυναμικοί είναι οι κλάδοι παραγωγής μηχανημάτων και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού. Στην αγροτική παραγωγή η Τουρκία είναι στην πρώτη δεκάδα παγκοσμίως και έχει κατακτήσει τη διατροφική αυτάρκεια ήδη από τη δεκαετία του 1980.
Η Τουρκία επίσης διαθέτει μια ισχυρή αμυντική βιομηχανία, η οποία υπερκαλύπτει το ήμισυ των εξοπλισμών της και πραγματοποιεί αξιόλογες εξαγωγές. Ωστόσο, παρά τον όγκο παραγωγής της και τον εξαγωγικό της δυναμισμό, η Τουρκία εξακολουθεί να παρουσιάζει έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο.
Διαρκές πρόβλημα ρευστότητας
Ο λόγος είναι ότι μαζί με τις εξαγωγές της αυξάνονται παράλληλα και οι εισαγωγές, οι οποίες εξακολουθούν να υπερισχύουν. Σε επίπεδο ροών το εμπορικό έλλειμμα αντισταθμίζεται από τις εισροές ξένων κεφαλαίων, τα οποία κατευθύνονται σε ιδιωτικοποιήσεις, σε άμεσες επενδύσεις και σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Κατά μια έννοια λοιπόν η Τουρκία αντιμετωπίζει ένα διαρκές πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο ξεπερνά με μια συνεχή φυγή προς τα εμπρός.
Η διεργασία αυτή γιγαντώνει την τουρκική οικονομία. Παράλληλα όμως ενέχει και σημαντικούς κινδύνους. Ο κυριότερος κίνδυνος είναι το να παύσει για οποιαδήποτε λόγο η εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, ή ακόμη χειρότερα να αρχίσει η μαζική φυγή τους. Αυτή η άσκηση ισορροπίας γίνεται ακόμη δυσκολότερη, υπό συνθήκες συνεχούς διολίσθησης του νομίσματος.
Μια διολίσθηση που εν πολλοίς είναι αναγκαία για να διατηρείται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, έχει όμως ως αντίτιμο τα υψηλά επιτόκια με τα οποία πρέπει να αμείβονται οι επενδυτές για να επενδύουν στην τουρκική λίρα. Σε όρους χρηματοοικονομικούς δηλαδή, η Τουρκία είναι ένα επενδυτικό πρότζεκτ που πρέπει να παράγει συνεχώς κεφαλαιακά κέρδη για να διατηρείται σε δυναμική ισορροπία.
Οποιαδήποτε διαταραχή αυτής της συνθήκης είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε σημαντική αστάθεια. Στη συνέχεια θα δούμε πώς η αστάθεια αυτή έρχεται ως συνέπεια της κρίσης του 2018, των οικονομικών παρεμβάσεων του Ερντογάν και της πανδημίας του κορονοϊού που εμφανίστηκε τη χειρότερη ώρα.
Οι υποκείμενες αδυναμίες
Μετά την κρίση του 2018 που προκάλεσε την κατάρρευση της λίρας, ο Ερντογάν άρχισε να επεμβαίνει ανοικτά στις χρηματαγορές. Αρχικά η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια στο 24%. Επειδή όμως το Δημόσιο δεν ήθελε να δανείζεται με τόσο υψηλά επιτόκια, στράφηκε σε βραχυπρόθεσμα δάνεια. Το αποτέλεσμα ήταν συγκεντρωθεί ένα μεγάλο ποσό χρέους που έπρεπε να ανακυκλωθεί μέσα το 2020. Το ποσό αυτό έφτανε τα 45 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο Ερντογάν άρχισε να παρεμβαίνει στις αγορές προκειμένου να μειώσει τα επιτόκια. Έτσι, μέσα σε έξι μήνες, τα επιτόκια έπεσαν στο 11,25%. Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση θα έπαιρνε μέτρα για τη μείωση του πληθωρισμού, αλλά τελικά ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 11%. Παραβιάστηκε έτσι ένας βασικός οικονομικός νόμος που θέλει το νόμισμα που υποτιμάται να έχει υψηλά πραγματικά επιτόκια, για να αμείβει τους ξένους επενδυτές.
Παράλληλα, για πολιτικούς λόγους, η τουρκική κυβέρνηση δεν επέδειξε δημοσιονομική πειθαρχία τα τελευταία τρία χρόνια. Έτσι από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2018, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν. Αντίστοιχα οι ανάγκες του δημοσίου για δανεισμό αυξήθηκαν, ως συνέπεια και των στρατιωτικών ενεργειών στη Συρία, στη Λιβύη και σε άλλες περιοχές. Έτσι, στα τέλη του 2019 εκτιμάτο ότι θα χρειαζόταν ένα πρόσθετο ποσό γύρω στα 50-55 δισ. δολάρια, γεγονός το οποίο θα καταστούσε ακόμη πιο προβληματικό τον δανεισμό του 2020.
Οι επεμβάσεις του Ερντογάν
Για να συγκρατήσει την ισοτιμία της λίρας ο Ερντογάν επέβαλε αυστηρούς ελέγχους στην αγορά συναλλάγματος. Επιπλέον δεν δίστασε να εργαλειοποιήσει την Κεντρική Τράπεζα, η οποία έτσι έγινε ένας μη ουδέτερος παίκτης στις αγορές. Αυτές οι αντιφατικές πολιτικές είχαν ως συνέπεια τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας, να μειωθούν σημαντικά.
Στις αρχές του 2020 εκτιμάτο ότι τα πραγματικά αποθέματα της χώρας έφταναν τα 35 δισεκατομμύρια δολάρια, με προοπτική στο τέλος της χρονιάς να πέσουν στα 20 δισ. Όπως φαίνεται όμως ήδη, τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν πέσει αρκετά κάτω από αυτό το ποσό, γεγονός το οποίο έχει άμεσο αντίκτυπο στην ισοτιμία της λίρας. Οι παραπάνω εξελίξεις επιδεινώνουν όπως είναι φυσικό τα προβλήματα των επιχειρήσεων.
Ήδη πριν από την κρίση του κορονοϊού το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες εκτιμάται ότι προσέγγιζε το 8,5%. Το σημαντικότερο πρόβλημα όμως αρκετών επιχειρήσεων είναι ότι τα δάνειά τους είναι σε συνάλλαγμα (συνήθως σε δολάριο). Όσο λοιπόν υποτιμάται η λίρα, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η εξυπηρέτησή τους. Με την πανδημία η κατάσταση χειροτέρευσε σημαντικά, καθώς η παύση εργασιών πολλών εξαγωγικών βιομηχανιών έχει μειώσει δραστικά τις συναλλαγματικές εισροές.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις ανάγκες του ιδιωτικού τομέα, η συνολική αξία των ξένων χρεών που έπρεπε να αναχρηματοδοτηθούν μέσα στο 2020 υπολογιζόταν στα 164 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ποσό αυτό ήταν ήδη υψηλό για τα προ κορονοϊού δεδομένα και βέβαια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας αναμένεται να έχει αυξηθεί κι άλλο. Οι παραπάνω εξελίξεις φέρνουν την τουρκική οικονομία μπροστά σε μια σημαντική κρίση ρευστότητας.
Κρίση ρευστότητας και γεωπολιτικές ανακατατάξεις
Ίσως αυτή την κρίση να περίμενε εδώ και αρκετό καιρό η αμερικανική πλευρά, για να επαναφέρει – έστω και προσωρινά – την Τουρκία στο “δυτικό μαντρί”. Ας μην ξεχνάμε ότι η κρίση του 2018 ξεκίνησε από τη σύλληψη ενός Αμερικανού πάστορα και τις απειλές που εκτόξευσε ο πρόεδρος Τραμπ ότι θα “κατέστρεφε” την τουρκική οικονομία. Η κρίση αυτή αποκάλυψε τελικά πόσο ευάλωτη και πόσο εξαρτημένη είναι η τουρκική οικονομία από τις αμερικανικές τράπεζες και τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επερχόμενη κρίση θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στους γεωπολιτικούς της προσανατολισμούς. Και αυτό αφορά την επανατοποθέτηση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, τις στρατιωτικές της εμπλοκές στη Συρία και τη Λιβύη και βέβαια τις διαρκείς και εντεινόμενες προκλήσεις προς την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση θα έχει λοιπόν τους επόμενους μήνες να αντιμετωπίσει πιθανώς δύο μεγάλα προβλήματα.
Το ένα είναι η οικονομική ύφεση που φέρνει η πανδημία, κυρίως μέσω των επιπτώσεων που θα έχει στον τουρισμό. Το άλλο είναι η πιθανή παρόξυνση της τουρκικής επιθετικότητας, που αυτή τη φορά θα τροφοδοτείται και από μια σοβαρή οικονομική κρίση. Ας προσέξει λοιπόν η ελληνική πλευρά. Διότι σε κάθε κρίση πολλά κρίνονται. Και αυτή τη φορά, ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία θα ξεπεράσει την επερχόμενη κρίση, θα κρίνει μάλλον οριστικά και το αν θα γίνει η αδιαφιλονίκητη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο.