Ο παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος – Η επέλαση του “Δράκου”
09/11/2019Είναι βεβαίως απολύτως απλουστευτική η μεταφορά που παρουσιάζει τον πρόεδρο Τραμπ ως ήρωα γουέστερν-σπαγγέτι να μονομαχεί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ για μια χούφτα δολάρια. Κι όμως κρύβει αλήθεια, υπό την έννοια ότι πλέον μαίνεται παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος. Σ’ αυτόν συγκρούονται δύο συναφείς κοσμοθεωρίες, ο προστατευτικός-εθνικιστικός καπιταλισμός του Τράμπ με τον κρατικό καπιταλισμό της Κίνας.
Το διακύβευμα είναι το φρενάρισμα της οικονομικής παρακμής των ΗΠΑ. Ο μεγάλος χαμένος από την άλλη πλευρά είναι ο ασύνταχτος παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος με την ανόητη απληστία που προπαγάνδισε, υπονόμευσε ανεπανόρθωτα τη φιλελεύθερη και ορθολογική ιδεολογία των ανοιχτών αγορών και κοινωνιών, καθώς και του ελευθέρου εμπορίου.
Η οικονομική αναμέτρηση ΗΠΑ-Κίνας, με την ΕΕ να παρακολουθεί σαστισμένη τα γενόμενα, δεν είναι βεβαίως ούτε απόφαση που ελήφθη στο πόδι ούτε πνευματικό παιδί του προέδρου Τραμπ. Πρόκειται για έναν εμπορικό πόλεμο που κήρυξε η εθνικιστική πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών που κυβερνά τις ΗΠΑ αυτή την περίοδο. Ο πόλεμος αυτός στρέφεται κατά των κύριων εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ, δηλαδή εναντίον της ΕΕ (βλέπε Γερμανία) και της Κίνας. Τα τεράστια πλεονάσματα και των δύο στο εμπορικό τους ισοζύγιο με τις ΗΠΑ θεωρείται πως είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την παρακμή της λιγότερο ανταγωνιστικής αμερικανικής βαριάς βιομηχανίας.
Ο σκοπός βεβαίως δεν είναι απλώς η ανασύνταξη της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και το σταμάτημα της έως χθες αδάμαστης ανόδου της Κίνας ως οικονομικής και γεωπολιτικής δύναμης. Πρόκειται, δηλαδή, για κατά κυριολεξία πόλεμο (με μη αιματηρά μέσα) κι όχι απλώς για οικονομικές διαφορές. Με τον νεο-προστατευτισμό τους, οι ΗΠΑ δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να πληρώνουν τη Γερμανία και την Κίνα με το ίδιο νόμισμα που χρησιμοποίησαν αυτές οι χώρες για να ανταγωνισθούν τους Αμερικανούς.
Επειδή σε ένα εμπορικό πόλεμο ο κερδισμένος δεν μπορεί παρά να είναι η χώρα με τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, εφόσον καταφέρει να περιορίσει την έκταση τους, δεν είναι υπερβολή να διαγνώσει κανείς πως για την ώρα οι ΗΠΑ κερδίζουν. Ποιος, όμως, θα αποβεί ο τελικός νικητής του κηρυγμένου πλέον γεωοικονομικού και γεωστρατηγικού πολέμου;
Το υπερ-πρότζεκτ του Πεκίνου
Μια σειρά διακριτών αδυναμιών της κινέζικης οικονομίας, κυρίως η γιγαντιαία φούσκα στην αγορά στέγης και οι εγγενείς ασθένειες του ταχύτατα και άναρχα αναπτυσσόμενου χρηματοπιστωτικού της συστήματος κάνουν την Κίνα να έχει χάσει αυτή την στιγμή τον δυναμισμό της. Τα σημαντικά τωρινά της προβλήματα αργά ή γρήγορα θα οδηγήσουν σε κάποιου μεγέθους πολιτική και οικονομική κρίση. Είναι, όμως, τέτοια τα επίπεδα των επενδυτικών της δαπανών που κανείς μπορεί να στοιχηματίσει με βεβαιότητα πως εάν η Κίνα τα ξεπεράσει, σε 20 χρόνια θα είναι με διαφορά η πιο ανεπτυγμένη οικονομία στον κόσμο, επιβάλλοντας μία νέα τάξη πραγμάτων στην παγκόσμια οικονομία.
Το μεγαλειώδες επενδυτικό και κατασκευαστικό σχέδιο-πρόγραμμα, που ονομάζεται “Μια ζώνη-Ένας Δρόμος”, ή άλλως ο “νέος δρόμος του Μεταξιού”, απλώνεται από το Νανκίνγκ μέσω της μεσο-ασιατικής στέππας (Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν κλπ) και των κορυφών των Ιμαλαΐων (Μογγολία, Νεπάλ, Πακιστάν) και της Τουρκίας στο δικό μας λιμάνι του Πειραιώς. Από εκεί αγκαλιάζει την κεντρική και ανατολική Ευρώπη έως το Βίλνιους τη Βαλτικής θάλασσας.
Αυτό το γιγαντιαίο σχέδιο έχει σκοπό να κάνει την Κίνα γεωπολιτική και οικονομική υπερδύναμη για όλο το υπόλοιπο τους 21ου αιώνα. Από τον καιρό των ημέτερων ελληνιστικών βασιλείων κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για την ευημερία χωρών, όπως το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και το Νεπάλ, που στερούνται πόρους από το πετρέλαιο. Έρχεται, λοιπόν, τώρα ένα γιγαντιαίο κινέζικο επενδυτικό σχέδιο να δημιουργήσει υποδομές, λιμάνια, αεροδρόμια, και σιδηροδρόμους.
Οι πόροι, όμως, που δαπανώνται στο μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο οδηγούν παράλληλα στην υπερχρέωση των χωρών της περιοχής, οι οποίες είναι κατά κόρον φτωχές οικονομίες και τα έσοδα διοχετεύονται κατά κόρον σε κινέζικες κατασκευαστικές εταιρίες και κινέζικα εργατικά χέρια. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, πως έχουν δημιουργηθεί πολιτικές αντιδράσεις σε τοπικό επίπεδο και θεωρίες που θέλουν την Κίνα να δρα με νεο-αποικιοκρατικό τρόπο, ειδικώς στις χώρες της Αφρικής όπου η κινέζικη επενδυτική δραστηριότητα προϋπήρχε του σχεδίου “Μια Ζώνη Ένα Δρόμος”.
Ο οικονομικός πόλεμος και οι κινέζικες αντιφάσεις
Βλέπουμε πως πέραν από τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, η Κίνα αντιμετωπίζει και αλλού αντιδράσεις σε σχέση με την επεκτατική (και αναζωογονητικά για τις εν λόγω οικονομίες) επενδυτική της πολιτική. Παράλληλα, υπάρχει και ένας συνδυασμός παραγόντων που δημιουργεί τεράστιους πονοκεφάλους για τη σημερινή πολιτική ηγεσία του Πεκίνου. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και τα προβλήματα της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης, παρότι και τα δύο αυτά προβλήματα είναι πολύ μικρότερα σήμερα απ’ ότι πριν την εκλογή του Σι ως πρόεδρου. Πρόβλημα είναι, επίσης, ο εύθραυστος χρηματοπιστωτικός τομέας.
Όλα τα παραπάνω συντελούν στην επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία οδηγεί την Κίνα σε μία περίοδο υπόκωφης πολιτικής ενδοσκόπησης. Η οικονομική αβεβαιότητα ενισχύει τον προβληματισμό γύρω από το γεγονός πως ο εκδημοκρατισμός δεν προχωρά. Αντιθέτως, έχει κάνει σημαντικά βήματα προς τα πίσω, οξύνοντας τη γκρίνια μεταξύ των ελεύθερων επιχειρηματιών, των ελίτ, των διανοούμενων και των φοιτητών, ιδίως των τελευταίων.
Που θα οδηγήσει όλη αυτή η υποδόρια αναταραχή είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί, δεδομένου του απόλυτου ελέγχου που το ασκεί το Κομμουνιστικό Κόμμα στη διακυβέρνηση. Το πιθανότερο είναι πως αντί για μεγάλης κλίμακας αναταραχή, ή να εκδηλωθούν τιτάνιες συγκρούσεις εξουσίας εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος, ή η όποια ανασύνταξη του τρόπου και του ύφους άσκησης της εξουσίας να έλθει μέσα από τις διεργασίες και πιθανές αναταράξεις εντός των ηγετικών κλιμακίων του κόμματος. Είναι πάντως αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η κοινωνία των πολιτών και τα θέλω της, κυρίως οι ανάγκες έκφρασης της πολιτικής βούλησης της συνεχώς ενδυναμωμένης και εξαιρετικά εκπαιδευμένης (στα νεότερα μέλη της) κινέζικης μεσαίας τάξης, δεν μπορεί να αγνοηθεί για πολύ χρόνο ακόμη.
Εάν όμως τα προβλήματα αυτά ξεπερασθούν με κάποιο τρόπο σε βάθος χρόνου, κάτι που σήμερα παραμένει αβέβαιο, τότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι τεράστιες κρατικές κινέζικες επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, και στη δημιουργία στέρεων εμπορικών, επενδυτικών, πολιτικών, και νομισματικών σχέσεων με τις χώρες της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής καθώς και με τη νοτιοανατολική και κεντρικής Ευρώπη θα αναδείξουν την Κίνα στην πιο σημαντική οικονομική δύναμη στον κόσμο στις επόμενες δύο δεκαετίες.