Ο “Πόλεμος της Μπανάνας” (1993) – ΗΠΑ κατά ΕΕ
22/04/2025
Μετά το 1990 η μέση ετήσια κατανάλωση μπανάνας στην ΕΕ αυξάνεται απότομα, φθάνοντας τα 2,5 δισ. τόνους, με το 7% αυτής της ομολογουμένως τεράστιας ποσότητας να προέρχεται από τις φυτείες της Καραϊβικής, μία γεωγραφική ζώνη που κάποτε τελούσε υπό καθεστώς αποικιοκρατίας διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών.
Το μεγαλύτερο ποσοστό (75%) προέρχεται από φυτείες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες ελέγχονται από πολυεθνικά μεγαθήρια, κινούμενα από αμερικανικά συμφέροντα. Με αφετηρία το 1975, οι Ευρωπαίοι συμφωνούν σε μία ελαστική ποσόστωση εισαγωγών μπανάνας από χώρες της Καραϊβικής που τους επιτρέπει ουσιαστικά να εξάγουν όσες ποσότητες επιθυμούν, υιοθετώντας μία εξαγωγική πολιτική, που, όπως ελπίζουν οι Ευρωπαίοι, θα επιτρέψει στις χώρες αυτές να επιτύχουν μία βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς να εξαρτώνται από εξωτερική οικονομική συνδρομή.
Όμως, οι Αμερικανοί διαμαρτύρονται, καταγγέλλοντας πως πρόκειται για προνομιακό καθεστώς μεταχείρισης συγκεκριμένων εμπορικών εταίρων, που παραβιάζει κατάφωρα τους κανονισμούς του ελευθέρου εμπορίου. Στην πραγματικότητα η συμφωνία αυτή αποσκοπεί στην προστασία των παραγωγών της Καραϊβικής, από τον οξύτατο ανταγωνισμό της Λατινικής Αμερικής, όπου η παραγωγή έχει ουσιαστικά βιομηχανοποιηθεί από τους Αμερικανούς, με αποτέλεσμα εξαιρετικά χαμηλό κόστος.
Το 1993 η ΕΕ αποφασίζει πως η μοναδική διέξοδος για την προστασία των παραγωγών από τον αθέμιτο –όπως υποστηρίζει– ανταγωνισμό συνίσταται στην επιβολή εξοντωτικών δασμών στις εισαγόμενες μπανάνες από την Λατινική Αμερική, προκαλώντας όμως την σφοδρή αντίδραση από τις ΗΠΑ που απαντούν το 1994 με την υποβολή οκτώ διακριτών καταγγελιών στον νεοσύστατο Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου (WTO).
Ο WTO με έδρα την Γενεύη, αντικαθιστά πλέον την επιτροπή Γενικής Συμφωνίας Εμπορίου και Δασμών (GATT), αποκτώντας την ισχύ να κινείται νομικά για την επίλυση εμπορικών διαφορών και να συντονίζει διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την κατάργηση προστατευτικών φραγμών στο εμπόριο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το 1997 ο WTO αποφαίνεται υπέρ των Αμερικανών, απαιτώντας από την ΕΕ να αποσύρει τους υπέρογκους δασμούς, αλλά μετά από μερικούς μήνες ο Λευκός Οίκος κατηγορεί την ΕΕ πως δεν έχει στην πραγματικότητα αποκαταστήσει τους κανόνες του ελευθέρου εμπορίου, όπως οφείλει με βάση την απόφαση σε βάρος της, αν και οι Ευρωπαίοι υποστηρίζουν πως οι καταγγελίες είναι αβάσιμες. Η αμερικανική κυβέρνηση πάντως αποφασίζει επιβολή νέων δασμών της τάξης του 100% σχεδόν σε οτιδήποτε εισάγεται από την ΕΕ, από τα σκωτικά μάλλινα υφάσματα, έως τα γαλλικά τυροκομικά προϊόντα, αν και στο περιθώριο των φαινομενικά παράλογων αποφάσεών της σοβούν άλλοι παράγοντες.
Οι ΗΠΑ εκείνη την εποχή ανησυχούν ιδιαίτερα για την πορεία της οικονομίας τους, με αιχμή τα εμπορικά τους ελλείμματα που φθάνουν το 1999 τα $300 δισεκατομμύρια, ποσόν που αποτελεί το μεγαλύτερο μέγεθος, υπερβαίνοντας το υψηλό έλλειμμα της περιόδου 1986-1987, το οποίο είχε θεωρηθεί τρομακτικό.
Ο Λευκός Οίκος στρέφεται με μανία εναντίον του οποιουδήποτε προστατευτισμού, ακόμα και αν αφορά ένα κοινό και αγαπητό φρούτο, όπως η μπανάνα, που απειλεί όμως το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Πάντως υποκύπτει και σε πιέσεις από τα αμερικανικά πολυεθνικά μεγαθήρια και η αποκάλυψη πως η κυβέρνηση Clinton είχε δεχθεί μόλις 24 ώρες πριν από την προσφυγή στον WTO δωρεά ύψους $500.000 από την πανίσχυρη CHIQUITA BRANDS για το δημοκρατικό κόμμα, ενώ έως τότε η εταιρεία υποστηρίζει σθεναρά τους ρεπουμπλικανούς, προκαλεί αλγεινές εντυπώσεις.
Το κόστος των αντίμετρων
Τα αντίμετρα των ΗΠΑ έχουν για την ΕΕ ετήσιο κόστος $520 εκατ. με χιλιάδες θέσεις εργασίες να κινδυνεύουν άμεσα, αλλά οι Ευρωπαίοι δεν ανακρούουν πρύμνα. Πέραν του γεγονότος ότι αντιλαμβάνονται πως η εμπορία μπανάνας αποτελεί ζωτικό πυλώνα των οικονομιών της Καραϊβικής και προάγει την ευημερία των κατοίκων, καθώς το 50% του πληθυσμού ασχολείται με τις φυτείες, συνειδητοποιούν πως ο βασικός στόχος των Αμερικανών επικεντρώνεται στην Συνθήκη Lome.
Η συγκεκριμένη συνθήκη αφορά 71 χώρες της Αφρικής, του Ειρηνικού και της Καραϊβικής και από το 1975 που τίθεται σε εφαρμογή υποχρεώνει την ΕΕ να προάγει με κάθε τρόπο το εμπόριο με τις πρώην αποικίες ορισμένων κρατών-μελών της. Η υπαναχώρηση των Ευρωπαίων στο θέμα της μπανάνας δεν θέτει μόνον σε άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης τις οικονομίες της Καραϊβικής, αλλά υπονομεύει και την θέση τους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου εκείνη την εποχή η οποιαδήποτε υποχώρησή τους συνεπάγεται απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, χρεοκοπίες βιοτεχνιών και βιομηχανιών, αλλά και εξαθλίωση των εργαζόμενων.
Το 2001 πάντως ΗΠΑ και ΕΕ συμφωνούν να τερματίσουν τον εμπορικό πόλεμο, που έχει οδηγήσει την CHIQUITA BRANDS στα πρόθυρα της πτώχευσης και την DOLE FOOD COMPANY σε δεινή οικονομική θέση. Χάρη στην συμφωνία τα δύο μεγαθήρια έχουν την ευκαιρία να ανακτήσουν μέρος των απωλειών τους στην ευρωπαϊκή αγορά και να συνέλθουν από τα πλήγματα που έχουν δεχθεί λόγω της άνισης μεταχείρισή τους από το σύστημα εισαγωγών της ΕΕ.
Το 2009 η ΕΕ συμφωνεί να αποσύρει σταδιακά τους δασμούς για τις εισαγωγές μπανάνας από χώρες της Λατινικής Αμερικής, αν και μόλις το 2012 υπογράφει ειδική συμφωνία με 10 χώρες της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης, τερματίζοντας έναν εμπορικό πόλεμο δύο δεκαετιών. Όμως έχει επιτύχει στο χρονικό αυτό διάστημα, παραβλέποντας την απόφαση του WTO, να αποτρέψει τον κίνδυνο καταστροφής των οικονομιών της Καραϊβικής, από τον σκληρό ανταγωνισμό των δυνάμεων της “ελεύθερης αγοράς” που ελέγχεται από αμερικανικά συμφέροντα.