Ο συμβιβασμός ΔΝΤ-ΕΚΤ αποκλείει καθαρή έξοδο
06/10/2017του Γεράσιμου Ποταμιάνου –
Το Eurogroup του Ιουνίου 2017 υπέδειξε στην κυβέρνηση να ζητήσει εγγράφως από το ΔΝΤ να εξασφαλίσει γραμμή χρηματοδοτικής στήριξης. Μάλιστα, ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών Μοσκοβισί χαρακτήρισε την κατ’ αρχήν συμφωνία του ΔΝΤ με την Ελλάδα για την παροχή προληπτικής γραμμής χρηματοδότησης ύψους έως και 1,6 δισ. ευρώ, «πολύ θετικό σήμα για τις αγορές». Ξεκίνησε έτσι η διαδικασία εξόδου στις αγορές με το ΔΝΤ στο τιμόνι.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη ανησυχία του «υψηλότατου αξιωματούχου» της κυβέρνησης για πρόσθετες απαιτήσεις του ΔΝΤ και νέα μέτρα, σκίασε την αισιοδοξία για σύντομη ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης. Βέβαια, στην περίπτωση δημοσιονομικού κενού λόγω υστέρησης εσόδων, δεν χρειάζεται παρέμβαση ΔΝΤ, αφού υπάρχει ο ευρωπαϊκός δημοσιονομικός “κόφτης”. Σε ότι αφορά, όμως, τις τράπεζες, οι ανησυχίες ήταν βάσιμες για όσους γνωρίζουν τις συζητήσεις στο Eurogroup.
Μέχρι σήμερα, όλες οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών δεν αντιμετώπισαν το θέμα των “κόκκινων δανείων”. Κατά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, μάλιστα, ενώ οι ανάγκες κάλυψης υπολογίζονταν σε 14 δισ, χρησιμοποιήθηκαν μόνο 5 δις. Έτσι, η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών θεωρητικά καλύπτει το δυσμενές σενάριο, αλλά ποσοστό πάνω απο 50% είναι αναβαλόμενος φόρος. Έχουν δίκιο, λοιπόν, όσοι –και το ΔΝΤ– αποδίδουν στο θέμα αυτό, μαζί με την φυγή καταθέσεων και το ύψος των “κόκκινων δανείων”, την αδυναμία χορήγησης δανείων και την χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών.
Ο έλεγχος ποιότητας ενεργητικού
Το ΔΝΤ ζήτησε έλεγχο της “ποιότητας ενεργητικού” των τραπεζών, παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ προγραμματίζει τεστ αντοχής το 2018. Η απαίτηση είχε διατυπωθεί από τον Τόμσεν τον Ιούνιο, αμέσως μετά τη συμφωνία του Eurogroup, γιατί τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ δεν εξετάζουν πλήρως την ποιότητα ενεργητικού, περιοριζόμενα στην κάλυψη των επισφαλών δανείων με προβλέψεις.
Όμως, αφού ο στόχος είναι να επιστρέψει η χώρα στις κεφαλαιαγορές το 2018, ο μεγάλος όγκος “κόκκινων δανείων” στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε συνδυασμό με το ποσοστό του αναβαλόμενου φόρου, περιορίζει την δυνατότητα δανεισμού. Το ΔΝΤ ζητά επομένως πλήρη έλεγχο ποιότητας ενεργητικού.
Αυτό απαιτείται για την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους την άνοιξη του 2018 και συνδέεται με την τελική έγκριση του προγράμματος (stand-by arrangement) που καταρχήν συμφωνήθηκε με την ελληνική κυβέρνηση. Η τελική έγκριση απαιτεί βιωσιμότητα του χρέους και αντοχή του τραπεζικού συστήματος.
Ο έλεγχος που ζήτησε το ΔΝΤ θα αναδείκνυε τις ποιοτικές αδυναμίες της κεφαλαιακής επάρκειας στην περίπτωση του δυσμενούς σεναρίου. Δηλαδή, αν δεν επαληθευτούν οι αισιόδοξες υποθέσεις του ευρωπαϊκού σεναρίου για την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας.
Η απειλή ανακεφαλαιοποίησης
Η Αθήνα φοβήθηκε την αναταραχή που θα προέκυπτε από τον κλονισμό της εμπιστοσύνης στις τράπεζες και εκφράστηκαν οι ανησυχίες του «αξιωματούχου». Εννοείται πως τα μεγάλα funds που έχουν τοποθετηθεί στις ελληνικές τραπεζες και απέκτησαν τον έλεγχο τεράστιας περιουσίας μόνο με 5 δις στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, δεν επιθυμούν αύξηση κεφαλαίου, καθώς αυτή ενέχει τον κίνδυνο απώλειας ελέγχου στο μετοχικό κεφάλαιο.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με 10 δις από το τμήμα του δανείου του 3ου μνημονίου (86 δισ) που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί, θα έλυνε το πρόβλημα, αλλά θα επανέφερε στο ελληνικό Δημόσιο τον έλεγχο των τραπεζών που χάθηκε στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση.
Παράλληλα, η ΕΚΤ και η κυβέρνηση, μετά την συμφωνία του Ιουνίου, έχοντας θεωρήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο, θέλουν να αποφύγουν την αμφισβήτηση του σεναρίου ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Σ’ αυτό, άλλωστε, βασίζεται η λεγόμενη έξοδος από το 3ο μνημόνιο. Το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να περιέλθει σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση αν το ΔΝΤ επέμενε στους ελέγχους ποιότητας.
Η βάση του συμβιβασμού
Ο Ντράγκι αντέδρασε στο αίτημα του ΔΝΤ, αρχικά επισημαίνοντας ότι παρατηρούνται αδυναμίες στην αντιμετώπιση του όγκου των “κόκκινων δανείων” και παραδέχτηκε τις «αναποτελεσματικές και κακοσχεδιασμένες διαδικασίες ανάκτησης χρεών σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης». Υπενθύμισε, επίσης, την εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων από τη αρχή του 2018. Λίγο αργότερα, όμως, υποχώρησε, δηλώνοντας ότι τα τεστ αντοχής θα γίνουν νωρίτερα, προκειμένου να κουμπώσουν τα χρονοδιαγράμματα με τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής. Ουσιαστικά αποδέχθηκε τους όρους του ΔΝΤ.
Με τον τρόπο αυτό, η παρουσίαση των αποτελεσμάτων των τεστ αντοχής πριν τη λήξη του προγράμματος, θα διαθέσει στο ΔΝΤ τις απαραίτητες πληροφορίες για τα επισφαλή στοιχεία ενεργητικού, προκειμένου να συντάξει την Έκθεση Βιωσιμότητας του χρέους. Παράλληλα, έχει θέσει εγκαίρως και δημόσια το ζήτημα των τραπεζών, υπογραμμίζοντας την ευθύνη της ΕΚΤ για την περίοδο μετά τον Αύγουστο του 2018. Αυτό αποτέλεσε την βάση προσωρινού συμβιβασμού ΔΝΤ-ΕΚΤ.
Ο Τόμσεν, αφού κέρδισε την επίσπευση των τεστ αντοχής, αποδέχτηκε την πρόταση της ΕΚΤ ως εποικοδομητική, καθώς μια παρατεταμένη διαφωνία ΔΝΤ και ΕΚΤ θα κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Ήδη, είχε αρνητικές επιπτώσεις στην τιμή των τραπεζικών μετοχών. Η Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για έναν «μεσοπρόθεσμο οδικό άξονα παρεμβάσεων, με τον οποίο θα είναι δεσμευμένες τράπεζες και κυβέρνηση».
Εξάλλου, το ΔΝΤ συμφωνεί με την ΕΚΤ στην ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς “κόκκινων δανείων”. Προβλέπονται πωλήσεις δανειακών χαρτοφυλακίων 7-8 δισ. στις αρχές του 2018. Επίσης, συμφωνούν στην επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που έχουν καθυστερήσει.
Ο προσωρινός συμβιβασμός και το χρέος
Το ΔΝΤ γνωρίζει ότι η διαδικασία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, μέχρι τώρα βασίζεται κυρίως σε διαγραφές που καταναλώνουν κεφάλαιο των προβλέψεων. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη χρησιμοποιήσει το 35% των διαγραφών που προβλέπονται. Η ανησυχία του ΔΝΤ οφείλεται στο ότι ακόμα και εάν μειωθούν κατά 38% τα κόκκινα δάνεια ως το 2019, όπως έχει συμφωνηθεί, θα υπάρχουν ακόμη ανοίγματα ύψους 67 δισ. ή 34% του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Έτσι, μεσοπρόθεσμα παραμένει αβέβαιη η ανάκτηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, γεγονός που υπονομεύει την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας μετά την έξοδο της στις αγορές κεφαλαίου. Το ΔΝΤ θεωρεί ανέφικτα τα συμφωνημένα πλεονάσματα και προβλέπει επανάληψη της ελληνικής κρίσης δανεισμού μετά τον Αύγουστο του 2018 εάν δεν μεσολαβήσει αναδιάρθρωση του χρέους. Γι’ αυτό πιέζει για ουσιαστική εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων. Αυτό αποτελεί τον όρο παραμονής του στο πρόγραμμα.
Ο συμβιβασμός ΔΝΤ-ΕΚΤ είναι προσωρινός, αλλά αναγκαίος για την επιτάχυνση της διαδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, των πλειστηριασμών, της πώλησης δανειακών χαρτοφυλακίων και την αύξηση των τραπεζικών προβλέψεων για επισφάλειες (6 δις). Συμμετέχοντας στο πρόγραμμα, το ΔΝΤ θα μπορεί να εποπτεύει τις διαδικασίες αυτές και το κυριότερο, να διευκολύνει με το κύρος του (με την γραμμή στήριξης) την έξοδο στις αγορές.
Αφού, όμως, δεν συμμερίζεται το αισιόδοξο σενάριο των Ευρωπαίων δανειστών περί πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060, θεωρεί αναγκαία την αναδιάρθρωση του χρέους. Γι’ αυτό και θα αναμένουμε νέα αντιπαράθεση μετά την λήξη της 3ης αξιολόγησης.
Όπως απεδείχθη πρόσφατα και στην Ιταλία, η ΕΚΤ επιδεικνύει αναβλητικότητα στην ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η διαμάχη, λοιπόν, θα συνεχισθεί εις βάρος της Ελλάδας, που δεν μπορεί να προσβλέπει σε καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια. Το επιβεβαιώνει η δήλωση της Λαγκάρντ (μετά τον συμβιβασμό με την ΕΚΤ) ότι πρόκειται για έναν μεσοπρόθεσμο οδικό άξονα παρεμβάσεων, με τον οποίο θα είναι δεσμευμένες τράπεζες και κυβέρνηση.