Ο θεσμοποιημένος νεοφιλελευθερισμός τορπίλισε τη σύγκλιση στην ΕE
22/10/2020Αιτία για την αποτυχημένη πορεία της σύγκλισης των οικονομιών, που αποτελούσε υπαρξιακό λόγο δημιουργίας της Ευρωζώνης, είναι αναμφίβολα ο νεοφιλελευθερισμός. Με άλλα λόγια, οφείλεται στην ασκούμενη πολιτική της συνεχούς δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και στην γενικότερη αρχιτεκτονική του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του ενιαίου νομίσματος. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της, είναι αυτοί που φέρουν την ευθύνη γι’ αυτές τις επιλογές.
Οι αρχιτέκτονες των οικονομικών θεσμών της ΕΕ δημιούργησαν ένα άκαμπτο και χωρίς δυνατότητα επιλογών πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Υιοθέτησαν εξ ολοκλήρου τις αποφάνσεις της νεοφιλελεύθερης αντίληψης και της νέας κλασικής μακροοικονομίας, επιλέγοντας τη θέσπιση απλών κανόνων ως μέσων άσκησης της οικονομικής πολιτικής, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μορφή διακριτικής πολιτικής.
Οι κανόνες είναι ένα σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής, που ανακοινώνονται δημοσίως. Αναφέρονται σε μεγέθη ελεγχόμενα πλήρως από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική. Συνήθως, οι κανόνες είναι σταθεροί και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται ως παθητική πολιτική.
Παράλληλα με την ύπαρξη κανόνων, η νέα κλασική μακροοικονομία επιλέγει να ενσωματώσει στο κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό σύστημα, με κατάλληλες συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις εκείνους τους θεσμούς, μέσω των οποίων επιτυγχάνονται οι βασικοί σκοποί της οικονομικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, με τους νέους θεσμούς επιδιώκεται η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταβολών στην οικονομία, ώστε να μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική.
Ακολουθώντας κατά γράμμα τις υποδείξεις του παραπάνω οικονομικού υποδείγματος οι ηγέτες των εθνών-κρατών της Ευρώπης προχώρησαν στη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας στην ΕΕ (Μάαστριχτ Δεκέμβρης 1991). Η οικονομική πολιτική ασκείται μέσω απλών σταθερών κανόνων που αφορούν στα επιλεγμένα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη τα οποία συνάδουν με τη λογική του υποδείγματος: πληθωρισμό, δημόσια ελλείμματα, δημόσιο χρέος. Αναγνωρίζονται εύκολα ότι πρόκειται για στόχους που ανήκουν στο χώρο ευθύνης της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Ιδιωτικοποίηση των πάντων
Για τη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής δημιούργησαν ένα θεσμό, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στον οποίο έχουν παραχωρηθεί ευρύτατες αρμοδιότητες κατευθείαν από την ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ. Η ΕΚΤ επιπλέον έχει την ελευθερία να ερμηνεύει την αποστολή αυτή. Ο συγκεκριμένος θεσμός δεν έχει υποχρέωση λογοδοσίας –τουλάχιστον νομικά– ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού θεσμού. Η ηγεσία της δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Ο μοναδικός της στόχος είναι η διατήρηση του πληθωρισμού κάτω και γύρω από το 2%.
Αντίστοιχα, έχει ανατεθεί στην Κομισιόν η εποπτεία των κανόνων που έχουν τεθεί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο 104Γ) όσον αφορά το πλαίσιο λειτουργίας της αποκεντρωμένης σε εθνικό επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και η εποπτεία τήρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Άμστερνταμ 1997), το οποίο καθορίζει τη διαδικασία εποπτείας των δημοσιονομικών πολιτικών με την εισαγωγή του ευρώ (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1466/97 και 1467/97, αλλά και Ψήφισμα του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997).
Η Κομισιόν δεν έχει εξουσία λήψης αποφάσεων, αλλά έχει δυνατότητα άσκησης επιρροής με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα κάθε χώρας-μέλους. Επίσης, με τις συστάσεις, στις οποίες προβαίνει προτού αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Σύνοδος Κορυφής) που αποτελεί το όργανο που λαμβάνει τις αποφάσεις.
Παράλληλα, υπάρχει ο πυλώνας ενσωμάτωσης εκείνων των θεσμών που εξυπηρετούν το δόγμα της ‘ελεύθερης’ αγοράς που ακούει στο όνομα πολιτική ανταγωνισμού. Η ΕΕ αποτελεί τον φορέα άσκησης της πολιτικής ανταγωνισμού, συγκεντρώνοντας στα χέρια της εξουσίες νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές. Βασικός άξονας της πολιτικής ανταγωνισμού είναι η κατάργηση οποιασδήποτε δυνατότητας κρατικής παρέμβασης. Ως εκ τούτου, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Όχι μόνο των επιχειρηματικών δράσεων, αλλά και εκείνων που ανήκουν στην κοινωνική και δημόσια σφαίρα μέσα από τη διαδικασία κατάργησης των ρυθμιστικών παρεμβάσεων.
Όλο και πιο νεοφιλελευθερισμός
Είναι επομένως προφανές ότι η λογική που διέπει τους οικονομικούς θεσμούς δημιουργεί κατά τρόπο “αντικειμενικό” δυναμική εξέλιξη προς μια οικονομία όλο και πιο νεοφιλελεύθερη, δεδομένου ότι αυτό παράγεται εγγενώς από τον τρόπο θέσπισής τους. Τη μόνη εξουσία που έχουν είναι να αυξάνουν την ένταση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και όχι να τη μειώνουν.
Η λογική των οικονομικών θεσμών επομένως δείχνει προς μια μόνο κατεύθυνση αντιγράφοντας στην κυριολεξία τις αποφάνσεις ενός συγκεκριμένου οικονομικού δόγματος. Η παντελής άρνηση της δυνατότητας επιλογής που απορρέει από μια στοιχειωδώς δημοκρατική Πολιτεία είναι προφανής, αλλά το κυριότερο είναι επικίνδυνη. Η άσκηση της οικονομικής πολιτικής μέσω κανόνων που έχουν ενσωματωθεί στον σκληρό πυρήνα της ‘συνταγματικής’ ευρωπαϊκής τάξης παραπέμπει το λιγότερο σε μια καλοπροαίρετη δεσποτεία.
Η αποτυχία του βασικού στόχου, της σύγκλισης των οικονομιών των χωρών-μελών, θέτει σε αμφισβήτηση τόσο το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, όσο και την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Θέτει εν αμφιβόλω τη συνολική στρατηγική που θα οδηγούσε στη σύγκλιση των οικονομιών και συνεπώς θα διευκόλυνε τη διαδικασία πολιτικής ενοποίησης της Ε. Ουσιαστικά απαιτείται μια νέα στρατηγική, αλλά σε ένα πολύ δυσκολότερο περιβάλλον, εξωτερικό αλλά και εγχώριο. Οι λαοί φαίνεται να δυσπιστούν όλο και περισσότερο στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και μόνο ο φόβος για χειρότερες εξελίξεις τους κρατά ακόμα προσκολλημένους σε αυτό.