Ο Τραμπ στα χνάρια του Ρήγκαν
05/01/2018του Κώστα Μελά –
Ο πρόεδρος Τραμπ καθώς και οι Ρεπουμπλικάνοι, πιστεύουν ότι οι ραγδαίες μειώσεις φόρων για τις επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα αποτελούν το κλειδί, ένα είδος «μαγικού αγγίγματος», που θα προκαλέσει αυτόματα μεγέθυνση της οικονομίας, με δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αλλά και σε αυξήσεις μισθών.
Στο μυαλό τους τα πράγματα φαντάζουν απλά: αυξάνοντας τα κέρδη των επιχειρήσεων με τη δραστική μείωση του βασικού φορολογικού συντελεστή (από 35,0% στο 21,0%) , θα προκληθεί αύξηση των επενδύσεων, της απασχόλησης και των μισθών. Ένα «μαγικό άγγιγμα» που θα οδηγήσει την οικονομία σε αναπτυξιακούς διεξόδους όταν στην παγκόσμια οικονομία, ακόμη και όπου η ανάκαμψη εμφανίζεται πιο δυναμική, παρουσιάζεται με ασφυκτική και πρόσκαιρη μορφή, σε σχέση με ανάλογες καταστάσεις σε προηγούμενες δεκαετίες.
Ο τρόπος που ο πρόεδρος Τραμπ και οι οικονομικοί σύμβουλοί του αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο θέμα δεν είναι απλός, μακάρι να ήταν. Είναι απολύτως απλοϊκός και υστερόβουλος ιδεολογικά και συνεπώς καθόλου σύμφωνος με τα αποτελέσματα της ιστορικής εμπειρίας και των θεωρητικών προταγμάτων που μπορούν να παραχθούν από τη συστηματική μελέτη της.
Επομένως, είναι δύσκολο να δεχθούμε την ύπαρξη αυτού του «μαγικού αγγίγματος» δεδομένου ότι το έχουμε ξανακούσει τα τελευταία 30 χρόνια, και όχι μόνο ,έχει εφαρμοστεί τουλάχιστον τρεις φορές στις ΗΠΑ: Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1981 και ο Τζορτζ Μπους το 2001 και το 2003 ψήφισαν φοροαπαλλαγές, προκαλώντας βραχυπρόθεσμη μεγέθυνση και εν συνεχεία επιβράδυνση και ελλείμματα, αλλά σημαντική ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού.
Οι φοροαπαλλαγές δεν αποδίδουν από μόνες τους
Εκτός από τους οικονομικούς συμβούλους του προέδρου Τραμπ, καμία ανεξάρτητη ανάλυση δεν καταλήγει σε συμπεράσματα ανάλογα με τις αισιόδοξες προβλέψεις που οι ίδιοι παρουσιάζουν. Ακόμη και η Goldman Sachs, πρώην εργοδότης του επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου Γκάρι Κον, αλλά και του υπουργού των Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, δεν συμφωνεί με όσα οι δύο προβλέπουν.
Οι φοροαπαλλαγές των επιχειρήσεων θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρο για επενδύσεις, υπό προϋποθέσεις και με συνδυασμό άλλων παραγόντων αλλά ποτέ από μόνες τους δεν αποτελούν τον κρίσιμο παράγοντα. Όμως στην παρούσα συγκυρία σίγουρα δεν προβλέπεται να βοηθήσουν περαιτέρω την μεγέθυνση της αμερικάνικης οικονομίας από ένα ποσοστό της τάξεως του 0,3% τα επόμενα δύο έτη.
Όπως είπαμε κανένας οικονομολόγος δεν πιστεύει πως οι φοροαπαλλαγές θα αποδώσουν από μόνες τους. Υπάρχουν αρκετές μελέτες οι οποίες δείχνουν ότι οι φοροαπαλλαγές καλύπτουν στην καλύτερη περίπτωση το ένα τρίτο του κόστους τους. Δηλαδή ενώ υπολογίζεται ότι το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού θα αυξηθεί κατά 1,5 τρισ. δολάρια σε πέντε χρόνια, το κέρδος από την περαιτέρω μεγέθυνση του ΑΕΠ 0,3-0,4% τα δύο επόμενα έτη θα είναι περίπου 500 δισ. δολάρια με τελικό κόστος περίπου 1,0 τρισ δολάρια.
Οι πλουσιότεροι πληρώνουν λιγότερα
Μεσοπρόθεσμα οι φοροαπαλλαγές θα εκλείψουν, άλλωστε, όσες αφορούν τον πολύ κόσμο. Οι πλουσιότεροι Αμερικανοί θα εξακολουθήσουν να πληρώνουν λιγότερα, αλλά οι περισσότεροι που έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω των 100.000 δολαρίων θα δουν σύντομα να αυξάνεται η φορολογική τους επιβάρυνση. Και τότε θα επιβραδυνθεί η κύρια μηχανή της οικονομίας, οι καταναλωτικές δαπάνες.
Από αυτή την άποψη, η κατάσταση θα επιδεινωθεί αν οι Ρεπουμπλικάνοι προχωρήσουν σε μεγάλες περικοπές δαπανών στα κοινωνικά προγράμματα Medicare και Medicaid, τα οποία ως γνωστόν, ενισχύουν τα χαμηλά και μεσαία στρώματα. Σύμφωνα με πολλές αναλύσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, το 50% των κερδών του σχεδίου πηγαίνει στο 5% του πληθυσμού. Ωστόσο, από σήμερα μέχρι το 2027, το φτωχότερο 60% του πληθυσμού θα βρεθεί αντιμέτωπο με αυξήσεις στην φορολογία -για 19 αμερικανικές Πολιτείες η κατάσταση θα χειροτερεύσει- ενώ οι υπερπλούσιοι (συμπεριλαμβανομένου του Τραμπ) θα πληρώνουν λιγότερο.
Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμμα θα εξακολουθήσει να διογκώνεται. Μέχρι στιγμής έχουν παραμείνει σχετικά χαμηλοί οι τόκοι για την αποπληρωμή του, επειδή τα επιτόκια ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αναμένεται, όμως, να αυξηθούν μέσα στο 2018.
Λιγότερες επενδύσεις
Η εμπειρία στις ΗΠΑ, δείχνει με μεγάλη σαφήνεια, ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών, δηλαδή περισσότερα χρήματα στα συρτάρια των επιχειρήσεων, δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα κατευθυνθούν οι πόροι αυτοί στις επενδύσεις. Από την αρχή του 2000, τα χρηματικά ποσά που παρέμειναν στις επιχειρήσεις, μετά την πληρωμή των φόρων τους, σχεδόν διπλασιάστηκαν (από 5,0% στο 10,0% του ΑΕΠ).
Επομένως δεν χρειάζονται καμία φορολογική διάσωση. Τι έγινε με τις επενδύσεις την ίδια περίοδο; Απολύτως τίποτε δεν άλλαξε. Το ποσοστό των συνολικών επενδύσεων στο ΑΕΠ παρέμεινε το ίδιο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το ποσοστό των καθαρών επενδύσεων μεταξύ του 2007 και του 2016, μειώθηκε στο ένα τρίτο (1/3).
Υπάρχει και το πρόσφατο παράδειγμα της Βρετανίας, όπου οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων μειώθηκαν την ίδια περίοδο από 30,0% σε 19,0% , αλλά το ποσοστό των καθαρών επενδύσεων σχεδόν μειώθηκε στο μισό. Όμως, οι επενδύσεις είναι το κλειδί της μελλοντικής οικονομικής μεγέθυνσης. Παρόλα αυτά παραμένουν κάτω από το επίπεδο του 2008 (δηλαδή πριν την κρίση) και οι προβολές του ΟΟΣΑ, για το 2019 δείχνουν άνευ σημασίας ελάχιστη προσαρμογή.
Οι επιχειρήσεις της Δύσης επενδύουν όλο και λιγότερο παρότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας απαξιώνει γρηγορότερα το παραγωγικό κεφάλαιο. Για τους G7 ο ρυθμός των καθαρών επενδύσεων παραμένει αρνητικός τα τελευταία χρόνια και οι προβολές δείχνουν ότι θα παραμείνει αρνητικός μέχρι και το 2019.Το θέμα των μειούμενων επενδύσεων δεν είναι ζήτημα έλλειψης χρημάτων που έχουν οι επιχειρήσεις.
Και ο ΟΟΣΑ
Εκτός από την εσωτερική παραγωγή χρηματικών πόρων που έχουν επιτύχει οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη, υπήρξε και υπάρχει ακόμη, το φθηνό χρήμα λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων που εφαρμόζουν οι Κεντρικές Τράπεζες των αντίστοιχων περιοχών. Και πράγματι, ο δανεισμός των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί σημαντικότατα. Σε σχέση με το 1995, ο σημερινός δανεισμός των αμερικανικών επιχειρήσεων έχει υπερτριπλασιαστεί, ενώ των αντίστοιχων ευρωπαϊκών έχουν υπερδιπλασιαστεί. Αλλά, παρόλα αυτά, την ίδια περίοδο, η αύξηση του παραγωγικού κεφαλαίου ήταν ελάχιστη.
Αυτό το χάσμα μεταξύ δανεισμού και επενδύσεων υπογραμμίζεται με έμφαση ακόμη και από τον ΟΟΣΑ σε πρόσφατη μελέτη του. Το ερώτημα που γεννιέται όμως είναι το ακόλουθο: πως χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις αυτό το δανεικό χρήμα αλλά και το αντίστοιχο που παράγεται από την εσωτερική τους λειτουργία;
Κατ’ αρχάς, όπως υπογραμμίζει ο ΟΟΣΑ, μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους χωρίς δάνειο χρήμα αλλά δεν το κάνουν. Οι επιχειρήσεις της Δύσης δαπανούν περίπου 60,0% των πόρων που θα μπορούσαν να επενδυθούν εκ νέου στις ίδιες τις επιχειρήσεις, μοιράζοντας μερίσματα και επαναγοράζοντας τις μετοχές τους . Δηλαδή καταλήγουν στις τσέπες τους. Κατά πάσα πιθανότητα το ίδιο θα συμβεί και με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.