Οι διακυμάνσεις στην περιουσία των Ελλήνων στα χρόνια του ευρώ
21/11/2019Στα χρόνια που η Ελλάδα είναι ενταγμένη στην Ευρωζώνη (2000-2018) αξίζει να αναρωτηθούμε πώς εξελίχθηκε ο πλούτος των Ελλήνων; Πως αυτός επηρεάστηκε από τη μεγάλη οικονομική κρίση από τα μέτρα των μνημονιακών προγραμμάτων; Απάντηση στο ερώτημα δίνει μια πρόσφατη μελέτη της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse (The Global Wealth Report 2019).
Ο πλούτος ορίζεται ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και του μη-χρηματοοικονομικού πλούτου, από τον οποίο έχει αφαιρεθεί το σύνολο του ιδιωτικού χρέους. Εξετάστηκαν οι σωρευτικές μεταβολές του πλούτου ανά ενήλικο άτομο για τα χρονικά διαστήματα 2000-2010 και 2010-2019. Με βάση τους υπολογισμούς της ελβετικής τράπεζας διαπιστώνεται ότι ο πλούτος ενός ενήλικου Έλληνα σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία 2000-2010 (+91%), ενώ την περίοδο 2010-2019 απωλέσθηκε το 30%.
Πιο συγκεκριμένα, η έντονα ανοδική πορεία κράτησε μέχρι το 2007. Παράλληλα, οι ετήσιοι ρυθμοί της πιστωτικής επέκτασης των νοικοκυριών ήταν ιδιαίτερα υψηλοί, με σκοπό κυρίως τις επενδύσεις σε κατοικίες. Το ποσοστό της ετήσιας αποταμίευσης τους διατηρούνταν υψηλό. Η οικονομική κρίση εξασθένησε τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών από το 2008 και έπειτα, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακτηθεί οι απώλειες που καταγράφηκαν.
O πλούτος ανά ενήλικα
Ο πλούτος ανά ενήλικα το 2007 έφθασε στο υψηλότερο σημείο του, σε 180.000 δολάρια, εκ των οποίων 50.000 δολάρια αντιστοιχούσαν στο χρηματοοικονομικό πλούτο, 140.000 δολάρια στο μη χρηματοοικονομικό πλούτο, ενώ το ιδιωτικό χρέος, που αφαιρείται, είχε ύψος 10.000 δολάρια. Στο χαμηλότερο ύψος, στα 80.000 δολάρια, βρέθηκε το έτος 2015. Από αυτά 25.000 δολάρια αντιστοιχούσαν στον χρηματοοικονομικό πλούτο, ο μη χρηματοοικονομικός σε 75.000 δολάρια, ενώ το ιδιωτικό χρέος είχε ύψος 20.000 δολάρια.
Στα μέσα του 2019, ο πλούτος ανά ενήλικο άτομο στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 96.000 δολάρια από 180.0000 το 2007 και 150.000 το 2008. Όλες οι συνιστώσες του πλούτου σημείωσαν αρνητική μεταβολή στο ίδιο χρονικό διάστημα, με μεγαλύτερη αυτή του μη-χρηματοοικονομικού πλούτου που συρρικνώθηκε κατά 41%. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο μη-χρηματοοικονομικός πλούτος εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί το 69,2% του συνολικού πλούτου.
Το ιδιωτικό χρέος, στην Ελλάδα, ανά ενήλικο άτομο, διαμορφώθηκε σε 13.000 δολάρια το 2019, από 21.000 το 2008, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στον περιορισμό της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από το τραπεζικό σύστημα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα.
Ο πλούτος στον ευρωπαϊκό Νότο
Σε παγκόσμια κλίμακα, η σύνθεση του πλούτου παρουσιάζει αντίθετη εικόνα. Όπως αναφέρει η έρευνα της Credit Suisse, στα μέσα του 2019 το 55% του παγκόσμιου πλούτου αντιστοιχούσε στην αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων που κατέχουν τα νοικοκυριά και το υπόλοιπο 45% στην αξία των μη χρηματοοικονομικών στοιχείων. Στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η σωρευτική μεταβολή του πλούτου ανά ενήλικα τη δεκαετία 2000-2010, ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με την Ελλάδα, καθώς στην Κύπρο ήταν ίση με 165%, στην Ιταλία με 98% και στην Πορτογαλία με 114%.
Παρά το γεγονός ότι σε Κύπρο και Πορτογαλία, όπως και στην Ελλάδα, εφαρμόσθηκαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνια), η εικόνα που παρουσιάζουν στο διάστημα 2010-2019 είναι διαφορετική. Η μείωση του καθαρού πλούτου ανά ενήλικο άτομο ήταν σχετικά περιορισμένη στην Κύπρο (-6%) και την Ιταλία (-1%), ενώ στην Πορτογαλία σημειώθηκε αύξηση ύψους 16%. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα προγράμματα προσαρμογής σε αυτές τις χώρες ολοκληρώθηκαν νωρίτερα σε σχέση με την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον δύο έτη ακόμη για να έχουμε ακριβείς συγκρίσεις.
Τελικά, την εποχή της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης η αξία του πλούτου αυξάνει πρωταρχικά με τη συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο δανεισμός και η εξάπλωση των χρηματοπιστωτικών εργαλείων χρέους αποτελούν τον μηχανισμό δημιουργίας πλούτου. Βεβαίως, λόγω της φύσης του τομέα αυτού, οι κρίσεις που μειώνουν τον πλούτο, είναι περισσότερο συχνές και πιο βαθιές.
Παρόλα αυτά, ο συνολικός πλούτος στο τέλος της κρίσης φαίνεται ότι παραμένει υψηλότερος από την αρχή του ανοδικού κύκλου. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η διαδικασία αύξησης του συνολικού πλούτου συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε με έντονες ανισοκατανομές, οι οποίες εντείνουν περαιτέρω την υφιστάμενη μεγάλη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου διεθνώς.