Οι κίνδυνοι που απειλούν τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ
05/11/2024Σοβαρές επιφυλάξεις και έντονη ανησυχία προκαλούν στους ευρωπαίους πολίτες η επιδείνωση που θα επέλθει περαιτέρω στη σημερινή δυσμενή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα με την επιστροφή από 1/1/2025 του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι’ αυτό επειδή προβλέπεται η επιβολή περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων για την μείωση (3% του ΑΕΠ) του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους (60% του ΑΕΠ). Αυτό σημαίνει ότι σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο έλλειμμα είναι μεγαλύτερο από το 3% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.
Επιπλέον οι νέοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπουν οικονομικές κυρώσεις 0,1% του ΑΕΠ ετησίως για χώρες που δεν θα συμμορφώνονται με τις συστάσεις για διορθώσεις του δημοσιονομικού τους ελλείμματος. Σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο χρέος κυμαίνεται μεταξύ 60%-90% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως, ενώ σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 90% θα μειώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Στο δημοσιονομικό αυτό περιοριστικό περιβάλλον εκτιμάται ότι στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες (Γαλλία, Γερμανία) της Ευρώπης ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στην Γαλλία (1,1%) το 2024 θα διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο (1,1%) και το 2025, ενώ στην Γερμανία από -0,1% το 2024 θα αυξηθεί σε 0,8% το 2025.
Με άλλα λόγια, οι αναιμικοί αυτοί ρυθμοί ανάκαμψης κατά τα επόμενα χρόνια στις δύο συγκεκριμένες χώρες αποτελούν, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους περιορισμού τόσο της χρηματοδότησης των διακηρυγμένων επενδύσεων της κλιματικής μετάβασης, της ψηφιακής τεχνολογίας των κοινωνικών προγραμμάτων, κλπ, όσο και των επιδεινούμενων προκλήσεων του Δημογραφικού και της γήρανσης του πληθυσμού, της έλλειψης υψηλής εξειδίκευσης εργαζομένων, της βελτίωσης του επιπέδου των συντάξεων, της υγειονομικής περίθαλψης και της βελτίωσης της λειτουργίας των δημόσιων συστημάτων υγείας, κλπ.
Αξίζει να σημειωθεί, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του γαλλικού Κέντρου ερευνών (CEPII, No 450, Νοέμβριος 2024) η αξιολόγηση της προστατευτικής (δασμοί) πρότασης του Ντόναλντ Τραμπ (αύξηση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε όλα τα αγαθά κάθε προέλευσης εκτός από τον Καναδά και το Μεξικό, σε συνδυασμό με αύξηση 60 ποσοστιαίων μονάδων των δασμών σε όλα τα προϊόντα από την Κίνα). Έτσι εκτιμάται ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 0,5%, των ΗΠΑ και της Κίνας θα μειωθεί το ΑΕΠ κατά 1,3%, της Γαλλίας και της Γερμανίας το ΑΕΠ θα μειωθεί σε περιορισμένο επίπεδο, ενώ θα αυξηθεί το ΑΕΠ στον Καναδά και το Μεξικό.
ΕΕ: Προβλήματα για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες
Στη προοπτική αυτή της οικονομικής στασιμότητας και της κοινωνικής δυσπραγίας των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης, ο Olivier Blanchard (πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ) σε συνέντευξη του στην εφημερίδα “Le Monde” διατύπωσε την άποψη ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι έτοιμη να στηρίξει περαιτέρω την ευρωπαϊκή οικονομία ακόμη και εάν αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερο έλλειμμα, δηλαδή αντί για 3% του ΑΕΠ να αυξηθεί θεσμικά και επίσημα σε 4% του ΑΕΠ.
Προφανώς έστω και εκ των υστέρων και ετεροχρονισμένα κατανοήθηκε το βάθος των συνεπειών ποσοτικά και ποιοτικά που επιφέρει η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης σε μία οικονομία κράτους-μέλους από την οποία απειλείται ως χώρα υπερβολικού ελλείμματος, κατά τα επόμενα χρόνια, η γαλλική οικονομία. Κι’ αυτό επειδή με δημοσιονομικό έλλειμμα στην Γαλλία 5,5% του ΑΕΠ το 2023, 6,1% του ΑΕΠ το 2024 και 7% του ΑΕΠ το 2025 και δημόσιο χρέος (2024) 112,2% του ΑΕΠ, η εφαρμογή του νέου ευρωπαϊκού συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης κατά το 2025, όπως αποτυπώνεται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, σημαίνει μία σημαντική εξοικονόμηση (λιτότητα) πόρων της τάξης των 40 δις ευρώ (30 δις ευρώ από αυξήσεις φόρων και 10 δις ευρώ από μειώσεις δαπανών).
Οι αρνητικές επιπτώσεις κατά τα επόμενα χρόνια στην γαλλική οικονομία είναι προφανείς, δεδομένου ότι, σύμφωνα με σχετικές εμπειρικές έρευνες οι μειώσεις των δαπανών συρρικνώνουν περισσότερο τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ παρά αυξάνουν τα έσοδα. Έτσι, όπως εκτιμάται, θα είναι δύσκολο το 2025 να επιτευχθεί ο στόχος του δημοσιονομικού ελλείμματος (5% του ΑΕΠ) που προβλέπει ο Κρατικός Προϋπολογισμός στην Γαλλία.
H ίδια πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας προδιαγράφεται να εφαρμοσθεί και στην Γερμανία, στην οποία παρά το γεγονός της απότομης βύθισης του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών σκέπτεται μόνο την μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους (δημόσιο έλλειμμα (2024) 1,75% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος (2024) 65% του ΑΕΠ), υποστέλλοντας το ενδιαφέρον του για την αύξηση των κοινωνικών δαπανών και την αναβάθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Στις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι η επινόηση της δημιουργίας του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα να συρρικνώνεται σταδιακά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα (μεταψυχροπολεμική περίοδος), με την επιστροφή, μεταξύ άλλων, της έντασης του γεωπολιτικού και στρατιωτικού ανταγωνισμού σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η τάση αυτή επιφέρει σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών (μη παραγωγικές δαπάνες) σε βάρος του επιπέδου των παραγωγικών επενδύσεων, της ανάπτυξης, των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών της δημόσιας εκπαίδευσης, των συνταξιοδοτικών παροχών και των δημόσιων συστημάτων υγείας, με αποτέλεσμα στις συγκεκριμένες χώρες (Γαλλία, Γερμανία) να παρατηρείται η σταδιακή διεύρυνση της φτωχοποίησης και της έξαρσης των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων.