Οι κίνδυνοι της τραπεζικής ένωσης – το παράδειγμα της Λετονίας
11/05/2018Στις 14 Ιουνίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), θα συνεδριάσει στη Ρίγα για να συζητήσει το μέλλον της ποσοτικής χαλάρωσης. Η συμμετοχή του κεντρικού τραπεζίτη Ρίμσεβικς σε αυτή την συνεδρίαση δεν είναι δεδομένη. Η κυβέρνηση της Λετονίας έχει αφαιρέσει από τον ομόλογο του κ. Στουρνάρα, την δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντά του. Από τον Φεβρουάριο, του έχει απαγορευθεί η έξοδος από την χώρα, αλλά τώρα η συνεδρίασή θα γίνει στην έδρα του. Η ΕΚΤ ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπου εκδικάζονται προσφυγές, να εκδώσει ενδιάμεση απόφαση για να καμφθεί η στάση της κυβέρνησης.
Ο τραπεζικός τομέας της Λετονίας υπέστη τεράστιο σοκ όταν τον Φεβρουάριο, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών πρότεινε στις ΗΠΑ, την «εξαίρεση» της τράπεζας ABLV, που είναι το τρίτο σε τάξη μεγέθους τραπεζικό ίδρυμα της Λετονίας. Οι καταθέσεις της τράπεζας ξαφνικά «δεν ήταν διαθέσιμες». Στις 26 Φεβρουαρίου 2018, η Γενική Συνέλευση των μετόχων της τράπεζας, έλαβε απόφαση άμεσης ρευστοποίησης των διαθεσίμων της.
Τρεις μέρες αργότερα η υπηρεσία εναντίον της διαφθοράς, έθεσε τον Ρίμσεβικς υπό περιορισμό για 48 ώρες. Η κατηγορία είναι ότι αποτελεί μέλος ομάδας που ζήτησε και έλαβε δωροδοκία ύψους 100.000 ευρώ. Η κυβέρνηση στην συνέχεια, «απέπεμψε» τον Ρίμσεβικς από την θέση του, εξ αιτίας των κατηγοριών που αντιμετωπίζει για συμμετοχή του σε τραπεζικό σκάνδαλο.
Ο Ρίμσεβικς αρνείται τις κατηγορίες και μαζί με την ΕΚΤ προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «κατά των εμποδίων που η λετονική κυβέρνηση προβάλει στην άσκηση των καθηκόντων του». Ο κεντρικός τραπεζίτης και η ΕΚΤ, κατηγορούν την κυβέρνηση της Λετονίας για παραβίαση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας. Την κατηγορούν, επίσης, πως επέβαλε αυστηρούς όρους στον Ρίμσεβικς, πριν από την έκδοση σχετικής απόφασης για την ενοχή του. Ο Ρίμσεβικς είναι επίσημα ακόμη μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, αλλά του έχει απαγορευθεί η έξοδος από την χώρα και δεν μπορεί να συμμετάσχει σε συναντήσεις της ΕΚΤ στο εξωτερικό.
Η άμυνα της Λετονίας
Ο πρωθυπουργός της Λετονίας όμως δήλωσε, πως «οι ανησυχίες της ΕΚΤ είναι κατανοητές, όσο κατανοητές είναι και οι δικές μας απαντήσεις». Παράλληλα, η τράπεζα ABLV προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, εναντίον της απόφασης που δημοσιοποίησε η ΕΚΤ, ότι η τράπεζα ABLV βρίσκεται «στο χείλος της πτώχευσης». Η τράπεζα είχε τότε κλείσει, όπως προβλέπει ο λετονικός νόμος, καθώς η υπηρεσία της ΕΚΤ για την αναδιάρθρωση των τραπεζών, ανακοίνωσε πως «η ABLV είναι πολύ μικρή για να εγγυηθεί την διάσωσή της». Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε πως θίγει δραστηριότητα με χαρακτηριστικά «ενδογενούς ανάπτυξης» της χώρας.
Η τράπεζα ABLV από την πλευρά της, δημοσιεύοντας την κατάθεση της προσφυγής της στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, δήλωσε αυστηρά πως “η ABLV και η θυγατρική της στο Λουξεμβούργο, δεν είχαν πρόβλημα ρευστότητας ούτε υπήρχε πρόβλημα ρευστότητας στο προβλεπτό μέλλον”. Αντίθετα, “είχαν εξαιρετικά ισχυρή χρηματοοικονομική θέση, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή της επάρκεια και την κερδοφορία της, αλλά επίσης και ιδιαίτερα, όσον αφορά την ρευστότητά τους”.
Η τράπεζα, που είχε βελτιώσει εντυπωσιακά την ανταγωνιστική της θέση στον τομέα των επενδύσεων και συμβουλευτικών υπηρεσιών, έχει ενεργοποιήσει από τις 3 Μαρτίου σχέδιο ρευστοποίησης για την προστασία των πελατών της, με την πληρωμή υποχρεώσεων ύψους 480.000.000 ευρώ. Η επόμενη φάση θα καλύψει ιδιωτικές καταθέσεις και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με βάση το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.
Η περίπτωση της Λετονίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η τραπεζική ενοποίηση προχωρά με τρόπο που παρακάμπτει την εθνική κυριαρχία και δεν γίνεται πάντα με σεβασμό των εθνικών προτεραιοτήτων. Το πρόβλημα καθίσταται ιδιαίτερα σοβαρό για τις μικρές χώρες, καθώς κάποιοι συμβιβασμοί βρίσκονται μόνο για τις μεγάλες χώρες. Αυτό πρόσφατα έγινε στην Ιταλία, όπου σώθηκε κατά παράβαση των συνθηκών η τράπεζα της Σιένα. Την ίδια στιγμή, που η συζήτηση για την ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων έχει μπλοκάρει από την στάση της Γερμανίας.