ΑΜΕΣΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Οι λόγοι που ο Moody’s δεν αναβάθμισε την ελληνική οικονομία

Οι λόγοι που ο Moody’s δεν αναβάθμισε την ελληνική οικονομία, Κώστας Μελάς

Ο οίκος Moody’s δεν προχώρησε την Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024, σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας, διατηρώντας την τρέχουσα αξιολόγηση “Ba1”. Έτσι, το ελληνικό αξιόχρεο παραμένει κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Παράλληλα διατήρησε αμετάβλητες τις προοπτικές της οικονομίας (stable outlook). Ένα θετικό Outlook περίπου “υπόσχεται” – εφόσον δεν υπάρξουν εκπλήξεις – αναβάθμιση μέσα στους επόμενους έξι με 12 μήνες. Το “σταθερό” που έχει επιλέξει για τη χώρα μας, ο οίκος Moody’s σημαίνει ότι τα ερωτήματα επιμένουν.

Σημειώνεται ότι ο οίκος Moody’s παραμένει ο μοναδικός οίκος αξιολόγησης που διατηρεί την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε μη επενδυτική βαθμίδα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν τρέφω καμία εμπιστοσύνη στις Εταιρείες Αξιολόγησης, ούτε για τα κριτήρια που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό, αλλά και επιπλέον για τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που εξυπηρετούν και στις συγκρούσεις συμφερόντων που εμπλέκονται.

Χρησιμοποιώ όμως πολλές φορές τις αναλύσεις τους, γιατί μου παρέχουν τη δυνατότητα να προβάλλω απάνω τους αυτά που εγώ πιστεύω για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με στόχο να εντοπίσω κριτικά τις μεροληψίες και να αποκαλύψω ότι προσπαθούν να αποκρύψουν. Μετά τη συγκεκριμένη τοποθέτηση σημειώνω τα ακόλουθα:

Διάβασα με προσοχή την αξιολόγηση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας στη σημερινή συγκυρία του οίκου Moody’s, που υπογράφει ο Γερμανός υπεύθυνος αναλυτής για την χώρα, Στέφεν Ντουκ. Οι παρατηρήσεις που τον έκαναν να διατηρήσει την πιστοληπτική ικανότητα στην τρέχουσα αξιολόγηση “Ba1”, είναι οι ακόλουθες:

  • Τα υψηλά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παρά τις υψηλές αποδόσεις του τουρισμού και των συνδεδεμένων με αυτόν λοιπών δραστηριοτήτων.

Επειδή ακριβώς το έλλειμμα “καλύπτεται” από την απόδοση των συγκεκριμένων τομέων, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Επίσης περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα μέσω της διεύρυνσης της εξαγωγικής βάσης, δηλαδή των αγαθών, θα χρειαστούν χρόνο. Είναι φανερό ότι η διάγνωση κινείται στη σωστή κατεύθυνση, χωρίς όμως να εμβαθύνει στον τρόπο που αλληλοσυνδέονται – αλληλεξαρτώνται τα δύο ισοζύγια, το εμπορικό (ελλειμματικό) και των υπηρεσιών (πλεονασματικό), ώστε να γίνει κατανοητή, εν μέρει, η στενή παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας. Βεβαίως στο ότι η παραγωγική βάση είναι στενή ευθύνονται πλείστοι ακόμα παράγοντες – πολιτικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί. Έχω πολλάκις αρθρογραφήσει για το ζήτημα αυτό.

  • Το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να αποκτά τα έσοδά του με ανάλογους τρόπους με αυτούς των ευρωπαϊκών τραπεζών. Δεν μπορούν να κερδοσκοπούν με βάση το άνοιγμα του spread μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και χορηγήσεων. Άλλωστε αυτό το έχω δείξει στο άρθρο μου “Η αύξηση της διαφοράς επιτοκίου χορηγήσεων – καταθέσεων απόλυτος προσδιοριστικός παράγοντας της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών”.

Επίσης, οι υψηλές προμήθειες συμβάλλουν στην αύξηση των εσόδων. Παρά τη μεταφορά στην κοινωνία μεγάλου όγκου των Μη αποτελεσματικών δανείων, το ποσοστό τους στο σύνολο των δανείων παραμένει πολύ υψηλότερος από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν αναγκαία τη στενή παρακολούθηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων, καθώς το περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας δύνανται να ασκήσουν αυξητικές πιέσεις στο δείκτη ΜΕΔ.

Τί λέει η Τράπεζα της Ελλάδος

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος: «Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε ελαφρά και η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους παραμένει χαμηλή. Τον Ιούνιο του 2023 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,2%, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ και της αύξησης του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού.

Η επίπτωση αυτή μετριάστηκε από την υψηλή κερδοφορία χρήσης και από ενέργειες ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων που πραγματοποίησαν οι τράπεζες (π.χ. εκδόσεις τίτλων και αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου). Αντίστοιχα, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) υποχώρησε σε 17,3% από 17,5%. Επισημαίνεται ότι οι δείκτες αυτοί υπολείπονται του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ιούνιος 2023: CET1 16,0% και TCR 20,0%). Επιπρόσθετα, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων
των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή. Τον Ιούνιο του 2023 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 13,4 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 51% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 52% στο τέλος του 2022).

Επιπλέον, στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων περιλαμβάνονται αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 2,4 δισεκ. ευρώ, που αποτελούν περίπου το 9%. Σημειώνεται ότι αντίστοιχες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 3,9 δισεκ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, ωστόσο η επίτευξη επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα».

  • Παρά την αναμενόμενη μεγάλη μείωση, λόγω του υψηλότατου πληθωρισμού, ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλό.

Όμως παρά την αύξηση των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2023, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι. Η αναμενόμενη καταγραφή των αναβαλλόμενων τόκων μέρους του δανείου του EFSF στο δημόσιο χρέος το 2033 (περίπου 25 δις ευρώ) θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος, και το αν θα δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους βιωσιμότητας θα εξαρτηθεί από τον σχεδιαζόμενο τρόπο αποπληρωμή τους﮲ δηλαδή σε ποιό χρονικό διάστημα θα κληθεί η Ελλάδα να αποπληρώσει το ποσόν.

Σωστά αποφάσισε ο οίκος Moody’s;

Παρά την προβλεπόμενη προσωρινή τότε αναστολή της πτωτικής πορείας του λόγου χρέους/ΑΕΠ, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες δεν θα επιβαρυνθούν σημαντικά (μπορεί να παραμείνουν χαμηλότερες από το όριο του 15% του ΑΕΠ), εφόσον η αποπληρωμή του συσσωρευμένου ποσού γίνει σε μεγάλο βάθος χρόνου. Δηλαδή, αν αποφασίσουν με τον τρόπο αυτό οι Ευρωπαίοι. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, είναι απαραίτητη η άσκηση υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής και η συμμόρφωση με τους κανόνες του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, καθώς και η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 2% του ΑΕΠ σε κυκλικά διορθωμένους όρους, που εξασφαλίζουν τη δημιουργία ικανών δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας.

Επίσης όσον αφορά το λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, μακροπρόθεσμα υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο. Πρόσθετη πηγή αβεβαιότητας αποτελεί η κλιματική κρίση, που αναμένεται να ασκήσει αυξητικές πιέσεις στο λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Ακόμη μια επιπλέον πηγή αβεβαιότητας είναι το ύψος της επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού με τις δαπάνες χρηματοδότησης του κόστους μετάβασης του κεφαλαιοποιητικού συστήματος επικουρικής ασφάλισης που έχει επιλέξει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Το 2023 υπήρξε σημαντική απόκλιση στον στόχο αύξησης των επενδύσεων: στον προϋπολογισμό του 2023 το ποσοστό αύξησης των επενδύσεων (ΑΣΠΚ) ήταν 15,5% .Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή έδειξαν ότι η τελική ετήσια αύξηση των επενδύσεων για το 2023 ήταν μόλις 4,1% (σε σταθερές τιμές του 2015). Η μικρή αύξηση των επενδύσεων (ΑΣΠΚ) σε αντίθεση με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ήταν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ περιορίστηκε στο 2% για το 2023, ενώ και στον Προϋπολογισμό του 2024 (Δεκέμβρης του 2023) η αναφορά ήταν στο 2,4%!

Η μείωση της μεγέθυνσης, αλλά και ο περιορισμός των εκτιμήσεων αναφορικά με το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2024 από την Τράπεζα της Ελλάδος, από 2,5% σε 2,3% , η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας , η αύξηση του γηράσκοντος πληθυσμού, μαζί με όλες τις θεσμικές αδυναμίες της χώρας αποτελούν βασικά στοιχεία των αξιολογήσεων. Παράλληλα η συνεχιζόμενη ακρίβεια, και τα άστοχα μέτρα για τον περιορισμό της, καθώς και οι χαμηλοί μισθοί, δείχνουν την εικόνα μιας οικονομίας που καμία σχέση δεν έχει με αυτή που προσπαθούν να παρουσιάσουν οι κυβερνητικοί παράγοντες και τα υποστηρικτικά σε αυτούς ΜΜΕ.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι