Οι περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις φρενάρουν την ανάπτυξη
06/12/2019Όπως είναι γνωστό, το 2016 υπήρξε αρνητική μεγέθυνση του ΑΕΠ, ενώ το 2017 και το 2018 η μεγέθυνση ήταν χαμηλότερη από τους στόχους που είχαν τεθεί. Μία βασική αιτία ήταν η περικοπή που έγινε στις δημόσιες επενδύσεις σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί στο πλαίσιο των αντίστοιχων κρατικών προϋπολογισμών.
Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υποεκτελέστηκε κατά 451 εκατ. ευρώ το 2016, κατά 877 εκατ. το 2017 και κατά 463 εκατ. το 2018. Επιπλέον, το 2019 το Πρόγραμμα μειώθηκε κατά 550 εκατ. ευρώ, σε σχέση με την πρόβλεψη του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2019-2022 που είχε εγκριθεί τον Ιούνιο 2018. Συνολικά, το 2016-18 το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων περικόπηκε ή υποεκτελέστηκε κατά 1,791 δισ. ευρώ.
Οι περικοπές έγιναν από το σκέλος των εθνικών πόρων του Προγράμματος, έτσι ώστε να προστεθεί η μείωση των δαπανών στο πρωτογενές πλεόνασμα και να δημιουργηθεί το υπερπλεόνασμα. Να σημειωθεί ότι όταν οι περικοπές γίνονται από το σκέλος που συγχρηματοδοτείται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν μπορεί να δημιουργηθεί δημοσιονομικό πλεόνασμα, αφού η μείωση των δαπανών συνοδεύεται από ανάλογη μείωση των εσόδων.
Οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για το 2019 εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στο ύψος των 6.150 εκατ. ευρώ, έναντι 6.750 εκατ. που είχαν γραφτεί στον προϋπολογισμό (υποεκτέλεση 600 εκατομμύρια ευρώ). Η πρόβλεψη για το 2020 είναι στο ίδιο ύψος με το 2019 (6.750 εκατ. ευρώ). Παραμένει μικρή, αλλά ας ελπίσουμε ότι θα εκτελεσθεί πλήρως.
Από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων προκύπτουν θετικά αποτελέσματα που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν. Η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης επαναπροσδιορίζει το μέγεθος και τη σύνθεση της εγχώριας ζήτησης. Επιφέρει αμεσότερα και ισχυρότερα θετικά αποτελέσματα στη συνολική ζήτηση και στο προϊόν από ό,τι μια αντίστοιχη αύξηση της δημόσιας δαπάνης για κατανάλωση.
Δημόσιες επενδύσεις και ώριμα έργα
Ταυτόχρονα, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων επιφέρει μόνιμη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης. Ο λόγος είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και δημιουργούν κίνητρα για την ανάληψη νέων ιδιωτικών επενδύσεων με θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση. Μέσω εξωτερικών οικονομιών δημιουργεί προστιθέμενη αξία, η οποία διαχέεται σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Oι επενδύσεις σε υποδομές έχουν σημαντικά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, αφού δημιουργούν ζήτηση και θέσεις απασχόλησης στις κατασκευές και άλλους οικονομικούς κλάδους, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τη συνολική ζήτηση και το ΑΕΠ. Πρόσφατες μελέτες τεκμηριώνουν ότι ο οικονομικός πολλαπλασιαστής των δημοσίων δαπανών είναι σημαντικά μεγαλύτερος, όταν η οικονομία είναι σε ύφεση με το ΑΕΠ να υπολείπεται από το επίπεδο δυνητικής παραγωγής, όπως στην Ελλάδα κατά την έξοδο από την κρίση.
Ο πολλαπλασιαστής δημοσίων επενδύσεων σε συνθήκες ύφεσης έχει εκτιμηθεί, με βάση τη διεθνή εμπειρία, περίπου στο 1,9. Για κάθε ευρώ που το κράτος επενδύει στις υποδομές το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1,9 ευρώ. Υψηλότερα μεγέθη έχουν εκτιμηθεί για την ελληνική οικονομία όπου υπολογίζεται ότι μια αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 1 ευρώ αυξάνει το ΑΕΠ από 2,91 ευρώ μέχρι 3,99 ευρώ σε ορίζοντα τριετίας.
Επίσης, σε πρόσφατη εμπειρική διερεύνηση της Τραπέζης της Ελλάδος εξετάζεται η επίδραση μιας μόνιμης ceteris paribus αύξησης των δημόσιων επενδύσεων κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, η οποία λαμβάνει χώρα στις αρχές του 2018, στο πραγματικό ΑΕΠ, τις πραγματικές ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση. Από τα αποτελέσματα προκύπτει το εξής: η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ, η οποία γίνεται ορατή ήδη από την πρώτη περίοδο και ισχυροποιείται με την πάροδο του χρόνου.
Οι αιτίες της υστέρησης είναι πολλαπλές και σχετίζονται με χρόνιες αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης εν γένει. Η ιδιαιτερότητα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων είναι ότι τα έργα που χρηματοδοτεί είναι, κατά κανόνα, πολυετή. Η επιτυχής εκτέλεση του ετήσιου προϋπολογισμού εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ύπαρξη “ώριμων έργων”, τα οποία οφείλουν να έχουν σχεδιαστεί σε παρελθόντα χρόνο. Κατά συνέπεια, αστοχίες ή καθυστερήσεις στο σχεδιασμό νέων έργων εμφανίζονται –με καθυστέρηση περίπου δύο ετών– ως υστερήσεις στην εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.