Οικονομία: Οι αριθμοί διαψεύδουν το κυβερνητικό αφήγημα
19/02/2019Η περίοδος των Μνημονίων είχε τεράστιες αρνητικές συνέπειες τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για κάθε εργαζόμενο ατομικά. Η συρρίκνωση της οικονομίας, η εξαέρωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, η απώλεια μεριδίων στο παγκόσμιο εμπόριο, η υποτίμηση αξιών, μισθών και ακίνητης περιουσίας, αποτυπώθηκε οδυνηρά στην καθημερινότητα.
Όμως και μετά τη συμβατική λήξη των Μνημονίων, η ασκούμενη πολιτική δεν αντιμετωπίζει το βασικό πρόβλημα που είναι η παραγωγή νέου πλούτου. Η αδράνεια στο θέμα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης επιτρέπει την περαιτέρω καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού, τη διεύρυνση της εισαγωγικής διείσδυσης και την πλήρη μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε οικονομία υπηρεσιών. Η διαφαινόμενη επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος καθιστά δυσμενείς τις προβλέψεις για σταθεροποίηση της ανάκαμψης.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με ανάπτυξη που παρουσιάστηκε ελαφρά αναβαθμισμένη (2% το 2018, 2,2% το 2019 και 2,3% το 2020) στις χειμερινές εκτιμήσεις της Κομισιόν. Βέβαια, οι χειμερινές εκτιμήσεις, δεν είναι συγκρίσιμες με τις φθινοπωρινές, καθώς αυτές δεν λάμβαναν υπόψη την απόφαση για μη μείωση των συντάξεων και παροχές, που ενισχύουν τη ζήτηση το 2019. Η προσπάθεια εμφάνισης αισιόδοξης προοπτικής ήταν εμφανής και στις εκτιμήσεις της 1ης έκθεσης για την ενισχυμένη εποπτεία.
Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι τόσο αισιόδοξη, όσο δείχνουν οι προβλέψεις. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιταχύνθηκε στο 1% το τρίτο τρίμηνο του 2018, δημιουργώντας προσδοκίες για ετήσια αύξηση 2,1%. Όμως, η μεγέθυνση στα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους αναθεωρήθηκε, σε 0,5% το πρώτο τρίμηνο και σε 0,2% το δεύτερο τρίμηνο, από 0,9% και 0,4% αντίστοιχα.
Επιπλέον, η ιδιωτική κατανάλωση υποχώρησε (-0,1%) στο τρίμηνο και οι επενδύσεις (-14,4%) ανέτρεψαν την αύξηση του δευτέρου τριμήνου (17,7%). Η αύξηση των εξαγωγών παρέμεινε ισχυρή (7,6%) χάρη στον τουρισμό, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν με διπλάσιο ποσοστό (15% ετησίως).
Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης παρέμεινε, λοιπόν, αδύναμη το 2018, οφειλόμενη κυρίως στη βελτίωση των εισοδημάτων από τον τουρισμό, που συνέβαλαν καθοριστικά στην αύξηση του ΑΕΠ. Όμως, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, αυξήθηκε πάλι πάνω από 1 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η φοροδοτική ικανότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών έπιασε ταβάνι το 2018. Αυξήθηκε σε επίπεδο ρεκόρ ο αριθμός των φορολογούμενων, εναντίον των οποίων η φορολογική διοίκηση προχώρησε στη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης (κατασχέσεις).
Εισάγουμε περισσότερο από όσο εξάγουμε
Η Κομισιόν αναφέρει ότι η Ελλάδα, αξιοποιώντας την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και επωφελούμενη από την έντονη εξωτερική ζήτηση, κατάφερε το 2018 να αυξήσει τα μερίδιά της στις εμπορικές συναλλαγές. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν το προηγούμενο έτος και οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να παραμείνουν σε αυξητική τάση, παρά την επιβράδυνση στην ΕΕ.
Ωστόσο, οι εξαγωγές δεν αυξάνονται ικανοποιητικά, σε σύγκριση με τις επιδόσεις άλλων χωρών. Τα τελευταία χρόνια, όπως δείχνουν στοιχεία της Κομισιόν, το μερίδιο της Ελλάδας στο παγκόσμιο εμπόριο περιορίστηκε από το 0,32% το 2014 στο 0,28% το 2017. Έτσι, η ανάγκη για στήριξη της παραγωγής και των εξαγωγών είναι επιτακτική, καθώς οι εισαγωγές επιταχύνονται και πάλι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Αυξήθηκαν 15% το 3ο τρίμηνο του 2018, έναντι ανόδου των εξαγωγών 7,6%. Διαγράφεται έτσι, μεγάλος κίνδυνος για τον ιδιωτικό τομέα και την παραγωγή στη χώρα, δηλαδή μια μεγάλη εισαγωγική διείσδυση, γεγονός που έχει επισημάνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους.
Επιπλέον, η επιβράδυνση της Ευρωζώνης, προβλέπεται να αναδείξει και πάλι τα παραμένοντα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Η Ευρωζώνη δεν κατεβάζει απλώς ταχύτητα. Βλέπει τις μεγαλύτερες οικονομίες της παγιδευμένες σε ύφεση, ενώ τα εργαλεία της Κεντρικής Τράπεζας είναι περιορισμένα μετά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης. Το σκηνικό αυτό που θέτει υπό ισχυρή πίεση το ευρώ, δείχνει ότι οι μηχανές της ανάπτυξης έχουν φρενάρει.
Οι συνθήκες σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, που καλύπτουν πάνω από το ήμισυ του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, είναι αρκετές για να χτυπήσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Η επιβράδυνση στις χώρες αυτές, οι οποίες αποτελούν τους κύριους προορισμούς της ελληνικής εξαγωγικής δραστηριότητας αλλά και τους τροφοδότες της τουριστικής βιομηχανίας, είναι αρνητικός οιωνός για τη σταθεροποίηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Επενδύσεις και παραγωγικότητα
Οι επενδύσεις στο ενδεκάμηνο του 2018 μειώθηκαν κατά 6,2%, ενώ ο Προϋπολογισμός του 2019 παραδέχεται ότι θα αγγίξουν τον επόμενο χρόνο το υψηλότερο σημείο στήριξης του ΑΕΠ (1,5%). Η Κομισιόν αναφέρει ότι μόνο οι επενδύσεις σε ακίνητα ήταν θετικό στοιχείο. Οι επενδύσεις, λοιπόν, συνεχίζουν να υπολείπονται των προσδοκιών σε αυτή τη φάση του οικονομικού κύκλου.
Ακόμη και οι πιο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, παραμένουν πολύ προσεκτικές στις επενδυτικές τους αποφάσεις. Συστηματικά προκρίνουν την περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού τους κόστους, καθώς λειτουργούν σε περιβάλλον περιορισμένης τιμολογιακής ισχύος και αυξημένης διεθνούς μεταβλητότητας.
Εξάλλου, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ρυθμό απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ, που προβλέπεται να μειωθούν τουλάχιστον 10%. Άλλωστε, η ανάπτυξη των εξαγωγών στον τομέα των υπηρεσιών αναμένεται να μετριαστεί, καθώς ο τουρισμός θα αντιμετωπίσει επιβράδυνση της ζήτησης από την ΕΕ, αλλά και ανταγωνισμό από γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία, μετά την υποτίμηση της λίρας.
Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, τα χρόνια των Μνημονίων, έχει εξαερωθεί δραματικά, με απώλειες 24,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας στη διάρκεια των Μνημονίων, παρά τη δραστική μείωση των μισθών. Είναι ενδιαφέρον ότι η Κομισιόν επικαλείται τα στοιχεία του ΑΕΠ που δείχνουν αύξηση της απασχόλησης κατά 1,5%, τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2018, ως ένδειξη βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Παράλληλα, για την εξασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα παραμείνει παγωμένο έως και το 2020, υποδηλώνοντας ότι η άνοδος των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια μπορεί να στηριχθεί μόνο στην κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων, ελληνικών η ξένων. Η προσέλκυση επενδύσεων όμως χωλαίνει, τόσο για ενδογενείς λόγους (χαμηλή επενδυτική βαθμίδα, αποχή εγχωρίου κεφαλαίου) όσο και για εξωγενείς παράγοντες (υστέρηση επενδύσεων στην Ευρώπη). Είναι χαρακτηριστικό πως η Έκθεση της Κομισιόν για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες δείχνει ότι η Ελλάδα έχει τεράστιο πρόβλημα στη διεθνή επενδυτική της θέση, το οποίο θα διερευνηθεί σε βάθος μέσα στο 2019.
Οι προκλήσεις θα συνεχιστούν
Αποδεικνύεται ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης είναι η κληρονομιά των «προγραμμάτων διάσωσης». Το ποσό 88,6 δισ. κόκκινων δανείων που βαραίνει τους ισολογισμούς των τραπεζών και δεν διευθετήθηκε κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, παρά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, αντιστοιχεί στο ήμισυ περίπου του ΑΕΠ της χώρας. Οι ελληνικές τράπεζες πούλησαν ήδη μέσα στο 2018 μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 12,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό και υπό την πίεση των θεσμών θα επιταχυνθούν οι πωλήσεις, προκειμένου να εξυγιανθεί το τραπεζικό σύστημα.
Η ανάγκη απομείωσης των κόκκινων δανείων για τη στήριξη των τραπεζών, αλλά και για την αύξηση των χορηγήσεων νέων δανείων, είναι άμεση. Παρόλα αυτά, η πρόταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για μείωση των δανείων με βάση το ιταλικό μοντέλο, ή αυτό της Τράπεζας της Ελλάδος, επισήμως δεν έχουν υποβληθεί στους “θεσμούς”, καθώς εξετάζονται οι επιπτώσεις στις επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι τράπεζες θα βρεθούν για άλλη μια φορά σε δοκιμασία, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σε νέο τεστ αντοχής τους επόμενους τέσσερις μήνες, με πρόσθετα κριτήρια ρευστότητας.
Η χώρα, επομένως, παρά τα θετικά βήματα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στο ποσοστό μεγέθυνσης της δραματικά συρρικνωμένης οικονομίας, δεν προσελκύει παραγωγικές επενδύσεις. Παράλληλα, η μειωμένη επενδυτική της βαθμίδα καθιστά δύσκολη την έξοδο στις αγορές, καθώς τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών συνιστούν παράγοντα κινδύνου για δυνητικούς επενδυτές.
Έτσι, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου είναι υψηλότερη από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες του ευρώ. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) στα ομόλογα πενταετούς διάρκειας. Η παρατεταμένη επενδυτική αποχή αποτελεί ένα μικρό παράδοξο σχετικά με το μότο “οι μεταρρυθμίσεις θα εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τις προοπτικές ανάπτυξης“.
Ιδιαίτερα, όταν τους τελευταίους μήνες, λόγω της επιβράδυνσης και των προειδοποιήσεων για διαφαινόμενη νέα ύφεση, αλλά και λόγω των εκλογών, οι ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης χαλαρώνουν προσωρινά τη δημοσιονομική πειθαρχία και αυξάνουν τις δαπάνες. Στην Ελλάδα, ήδη, χρησιμοποιείται ο «δημοσιονομικός χώρος» του 2019 και του 2020, γεγονός που δείχνει ότι εξαντλούνται τα περιθώρια των προϋπολογισμών έως και το 2022. Δηλαδή, εκτός των φετινών παροχών, άλλη δυνατότητα δημοσιονομικής χαλάρωσης δεν υφίσταται, όσο διαρκεί ο καταναγκασμός πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.