Οικονομική οχύρωση από τον Κόντε – Επανεθνικοποιεί το ιταλικό Χρηματιστήριο
31/05/2020“Ασπίδα” προστασίας επιχειρεί να δημιουργήσει η ιταλική κυβέρνηση γύρω από στρατηγικούς τομείς της ιταλικής οικονομίας, αρχής γενομένης από το χρηματιστήριο. Την υπόθεση έχει αναλάβει προσωπικά ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, ο οποίος μίλησε για «απευθείας κρατική παρέμβαση που θα εγγυηθεί τη θεμελιώδης λειτουργία του χρηματιστηρίου με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια και αποτελεσματικότητα».
Η παρέμβαση στο χρηματιστήριο βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της Ρώμης, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδίου, την υλοποίηση του οποίου θα επιτρέψουν οι αυξημένες εξουσίες που δόθηκαν στην κυβέρνηση στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού. Το Borsa Italiana (ιταλικό χρηματιστήριο), με έδρα το Μιλάνο, ανήκει από το 2007 στο βρετανικό χρηματιστηριακό όμιλο του London Stock Exchange, όταν το αγόρασε για 1,7 δισ. ευρώ.
Το τελευταίο διάστημα, οι Βρετανοί βρίσκονται εν μέσω διαπραγμάτευσης με την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κομισιόν, για την εξαγορά της επενδυτικής-συμβουλευτικής Refinitiv, αξίας 27 δισ. δολαρίων. Δεν αποκλείεται οι Βρυξέλλες να απαιτήσουν την πώληση μέρους περιουσιακών της στοιχείων, περιλαμβανομένου και του Borsa Italiana, στο οποίο υπάγεται και η πλατφόρμα συναλλαγών δημοσίου χρέους, ήτοι ιταλικών κρατικών ομολόγων.
Το σχέδιο Κόντε για το χρηματιστήριο παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο ο αναπληρωτής υπουργός προεδρίας Ρικάρντο Φρακάρο, εξηγώντας ότι η επέκταση των κυβερνητικών αρμοδιοτήτων θα δώσει τη δυνατότητα στη Ρώμη να μπλοκάρει ή να περιορίσει συγκεκριμένες κατηγορίες συναλλαγών, αν η ίδια θεωρήσει ότι απειλούν τα εθνικά συμφέροντα της Ιταλίας.
Η εξαγορά του συνόλου ή μέρους του Borsa Italiana σχεδιάζεται να γίνει μέσω της κρατικής τράπεζας Cassa Depositi e Prestiti, η οποία λειτουργεί ως επενδυτικός βραχίονας της κυβέρνησης, στο πρότυπο της γερμανικής KfW. Το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών εξετάζει να αναθέσει την υπόθεση στην επενδυτική τράπεζα Mediobanca, σύμφωνα με εκτιμήσεις της οποίας, η αξία του ιταλικού χρηματιστηρίου κυμαίνεται μεταξύ 3,5 δισ. και 4 δισ. ευρώ.
Στόχος του Κόντε ο έλεγχος στρατηγικών τομέων
Σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα Milano Finanza, η ιταλική κυβέρνηση σχεδιάζει να θέσει υπό τον έλεγχό της το ιταλικό χρηματιστήριο, ανεξάρτητα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης των Βρετανών. Η πρωτοβουλία Κόντε κρίνεται ιδιαίτερης σημασίας και έχει κινητοποιήσει την εθνική ρυθμιστική αρχή για το ιταλικό χρηματιστήριο, ονόματι Consob. Ο πρόεδρος της Consob δεν είναι άλλος από τον Πάολο Σαβόνα, ο οποίος είχε προταθεί για υπουργός Οικονομικών την κρίσιμη περίοδο του Μαΐου του 2018, κατά την προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης από το Κίνημα Πέντε Αστέρων και τη Λέγκα.
Τότε, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα, είχε αρνηθεί κατηγορηματικά την τοποθέτηση Σαβόνα, λόγω των “ευρωσκεπτικιστικών” ιδεών του και των προτάσεών του για ανάκτηση μέρους της οικονομικής κυριαρχίας της Ιταλίας από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Σήμερα, ο Σαβόνα έχει ζητήσει από τον πρωθυπουργό Κόντε να προσδιορίσει ακριβώς ποιους τομείς και ποιες επιχειρήσεις αφορά το σχέδιο στρατηγικών παρεμβάσεων.
Άλλωστε, σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η κυβέρνηση μπορεί να ενεργοποιήσει άμεσα τις διαδικασίες για παρεμβάσεις σε μια σειρά τομείς, από την ενέργεια και τις μεταφορές ως τα ΜΜΕ. Την κίνηση Κόντε υποστηρίζει ανοιχτά το Κίνημα Πέντε Αστέρων, πάνω στη λογική ότι το κράτος πρέπει να έχει τον έλεγχο της πλατφόρμας συναλλαγών των ιταλικών κρατικών ομολόγων. Αντίθετα, στελέχη του “συστημικού” Δημοκρατικού Κόμματος διαβλέπουν πολιτική “εθνικοποιήσεων” που μπορεί να φοβίσει, όπως λένε, τους ξένους επενδυτές.
Σε κάθε περίπτωση, η κινητικότητα που επικρατεί στη Ρώμη αναφορικά με το θέμα των στρατηγικών τομέων της οικονομίας δεν τροφοδοτείται μόνο από την ανάγκη μιας σταθερής “ανάκαμψης”. Υποκρύπτει μια προσπάθεια για παρέμβαση στην έκδοση κρατικού χρέους, πάνω στην οποία ο Κόντε ελπίζει να εναποθέσει αυτή την ανάκαμψη και αναμένεται να ξεπεράσει το μισό τρισ. ευρώ φέτος.
Δείχνει επίσης ότι τα πολιτικά του περιθώρια είναι στενά, υπό την απειλή αποχώρησης των Πέντε Αστέρων αν δεχόταν δάνειο –και μνημόνιο– από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενώ εκφράζει και την ανησυχία των Ιταλών για τη βιωσιμότητα μεγάλων ιταλικών επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να γίνουν στόχος εξαγοράς ξένων παραγόντων.