Όταν ο Τραμπ στριμώχνει τον κινέζικο Δράκο…
23/06/2019Μετά από έντεκα γύρους διαπραγματεύσεων, για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Κίνας-ΗΠΑ, τελικά ο στόχος δεν επιτεύχθη. Η απόφαση του Τραμπ της 9ης Μαΐου για επιβολή επιπλέον δασμών στις κινέζικες εισαγωγές, το Εκτελεστικό Διάταγμα της 15ης Μαΐου για την τεχνολογική αποσύνδεση των ΗΠΑ από τις «αντίπαλες κυβερνήσεις» (tech decoupling) και η ταυτόχρονη απόφαση για την είσοδο της Huawei στη «λίστα των απαγορευμένων εταιρειών» (Entity List), είχε ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση της κρίσης στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και η χρήση του όρου «Τεχνολογικός Πόλεμος» να μην θεωρείται πλέον υπερβολικός.
Τα πρώτα σημάδια πιθανής εμπορικής τριβής Κίνας-ΗΠΑ εμφανίστηκαν το 2016, όταν ο Τραμπ δήλωσε για πρώτη φορά ότι «η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος κλέφτης στην παγκόσμια ιστορία». Η επιλογή του Πίτερ Ναβάρο, συγγραφέα του βιβλίου ‘Death by China’, στη θέση του Διευθυντή του Εθνικού Συμβουλίου Εμπορίου στο Λευκό Οίκο, έδωσε από νωρίς το στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθούσε ο Τραμπ σε σχέση με την Κίνα.
Τον Οκτώβριο του 2017, η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ επικαλούμενη το άρθρο 201 του Εμπορικού Νόμου (1974), προχωράει στην επιβολή δασμών στις εισαγωγές ηλιακών πάνελ κ.α. με σκοπό την προστασία της εγχώριας παραγωγής. Μέχρι σήμερα έχουν διενεργηθεί επιπλέον έρευνες υπό τα άρθρα 232 και 301 με αποτέλεσμα την επιβολή επιπλέον δασμών στις αμερικάνικες εισαγωγές χάλυβα, αλουμινίου αλλά και άλλων προϊόντων. Στον πυρήνα αυτών των αποφάσεων όπως επικαλείται ο Τραμπ βρίσκονται λόγοι προστασίας εθνικής ασφάλειας, που δίνουν το δικαίωμα στον Πρόεδρο των ΗΠΑ (βάσει συντάγματος) να αποφασίζει μονομερώς την επιβολή μέτρων και κυρώσεων χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσο.
Όμως, ένα ερώτημα το οποίο «αιωρείται», κυρίως μετά τη συνάντηση του Τραμπ και Σι στο Μπουένος Άιρες, κατά τη διάρκεια του G20, είναι αν τελικά οι ΗΠΑ επιθυμούσαν την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα. Η προσεκτική μελέτη των γεγονότων, όπως για παράδειγμα τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής διαπραγματευτικής ομάδας, μπορούν να μας οδηγήσουν σε κάποια συμπεράσματα.
Η ομάδα του Τραμπ
Η διαπραγματευτική ομάδα που όρισε ο Τραμπ αποτελείται από τον Αντιπρόσωπο Εμπορίου των ΗΠΑ, (US Trade Representative), Ρόμπερ Λίτισερ, ο οποίος από το 1997 είχε διατυπώσει την αντίθετη άποψη του για την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, λέγοντας ότι αν τελικά η Κίνα εισέλθει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου καμία θέση εργασίας στις ΗΠΑ δεν θα είναι ασφαλής. Στη διαπραγμάτευση συμμετέχει επίσης ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Στήβεν Μνουσίν, ο οποίος δεν προέρχεται από το χώρο των ρεπουμπλικάνων, είναι υπέρμαχος του προστατευτισμού (εύπορος επιχειρηματίας που προεκλογικά είχε στηρίξει με δωρεές “φίλους” του και στα δύο κόμματα).
Το πρώτο εύλογο ερώτημα είναι τι είδους εμπορική συμφωνία θα επιδίωκαν δύο διαπραγματευτές φύσει και θέσει αντίθετοι στην Κίνα και στο ελεύθερο εμπόριο. Επίσης, η σύμπτωση γεγονότων όπως η συνάντηση του Τραμπ με τον Σι κατά τη διάρκεια του G20, την 1η Δεκεμβρίου 2018 που έδωσε ελπίδες για πιθανή εμπορική συμφωνία στο άμεσο μέλλον, και την ίδια ημέρα η σύλληψη της κόρης του ιδρυτή της Huawei στον Καναδά κατόπιν αιτήματος των ΗΠΑ, ενισχύει τον προβληματισμό αν οι ΗΠΑ τελικά επιδίωκαν μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα ή η επιβολή δασμών ήταν το «πρώτο στάδιο» μιας πολιτικής απόφασης ανάσχεσης της Κίνας αρχικά στην οικονομία κι έπειτα στην τεχνολογία.
Μετά τα γεγονότα του Μαΐου, η απάντηση από την κινέζικη πλευρά δεν άργησε να έρθει. Η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΚ ήταν σαφής. Οι ΗΠΑ ζητάνε πλέον πολλά και συνεχώς περισσότερα και η Κίνα δεν ενδιαφέρεται πλέον για μια συμφωνία που να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα αμερικάνικα συμφέροντα. Στις 2 Ιουνίου, το State Council εξέδωσε το White Paper με τίτλο «Η θέση της Κίνας σχετικά με τις οικονομικές και εμπορικές διαβουλεύσεις Κίνας-ΗΠΑ” που παρουσιάζει με σαφή και αυστηρό τρόπο την θέση της.
Η κινεζική αντίδραση
Στο κείμενο αυτό, η Κίνα θεωρεί υπεύθυνη τις ΗΠΑ για την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης καθώς κάθε παραχώρηση της Κίνας στα αιτήματα των ΗΠΑ ήταν αφορμή για ακόμα περισσότερες απαιτήσεις από την αμερικάνικη πλευρά. Επίσης, η Κίνα κάνει σαφές ότι δεν θα αποδεχθεί αιτήματα που στόχο έχουν να περιορίζουν την εθνική της κυριαρχία (αφορά κυρίως το μηχανισμό επιβολής κυρώσεων κ.α.), και προσβάλουν την εθνική της αξιοπρέπεια.
Επιπλέον, το κείμενο αναφέρει ότι η Κίνα δεν επιθυμεί έναν ‘εμπορικό πόλεμο’, αλλά αν χρειαστεί να αγωνιστεί για τα δικαιώματα της, θα το κάνει. Τέλος, διατυπώνεται μια προϋπόθεση προκειμένου να επιτευχθεί τελικά συμφωνία: “Να αποσυρθούν από την αμερικάνικη πλευρά όλοι οι επιπλέον δασμοί που έχουν επιβληθεί και παράλληλα να είναι ρεαλιστικές οι απαιτήσεις των ΗΠΑ σχετικά με τον όγκο των κινέζικων εισαγωγών από τις ΗΠΑ”.
Όπως δείχνουν τα γεγονότα ο πραγματικός στόχος των ΗΠΑ δεν είναι μόνο η εξάλειψη των εμπορικών ελλειμμάτων αλλά κυρίως ο περιορισμός της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της Κίνας προσπαθώντας ταυτόχρονα να την αναγκάσουν να ενσωματωθεί σε ένα νέο διεθνές σύστημα που θα υπακούει στις αρχές και τους κανόνες των ΗΠΑ. Ενδείξεις αυτής της προσπάθειας φαίνονται στο εκτελεστικό διάταγμα του Φεβρουαρίου 2019, που αφορούσε τη διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στην Τεχνητή Νοημοσύνη όπου αναφέρεται ότι η εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης παγκοσμίως θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αξίες, τις πολιτικές και τις προτεραιότητες των ΗΠΑ.
Πρωτοπόρα στην τεχνητή νοημοσύνη
Μελέτες δείχνουν ότι τα επόμενα χρόνια, η Κίνα θα έχει την πρωτοκαθεδρία τόσο στην οικονομία όσο και την τεχνολογία. Σύμφωνα με ανάλυση που δημοσίευσε το CSIS (από τα κορυφαία ερευνητικά κέντρα στις ΗΠΑ), προβλέπει ότι το ΑΕΠ της Κίνας θα ξεπεράσει το ΑΕΠ των ΗΠΑ, το 2028. Επίσης, στον τεχνολογικό τομέα και ειδικά στην Τεχνητή Νοημοσύνη, μελέτη της Pwc, (στην οποία αναφέρονται το Brookings κ.ά. διεθνούς φήμης ερευνητικά κέντρα), προβλέπεται ότι η τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης θα αυξήσει το Παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 15.7 τρισ. δολάρια (14%) μέχρι το 2030, με την Κίνα να λαμβάνει μερίδιο 26,1% και τη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ, Καναδάς) 14.5%.
Όπως όλα δείχνουν, το επόμενο πεδίο αντιπαράθεσης θα είναι η τεχνολογία με επίκεντρο την Τεχνητή Νοημοσύνη όπου οι ΗΠΑ διατηρούν μέχρι σήμερα το προβάδισμα αλλά με την Κίνα να κάνει σημαντικά βήματα προόδου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κίνα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο σε αριθμό αποφοίτων STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics) καθώς το 2016 αποφοίτησαν 4.7 εκ. από τα κινέζικα πανεπιστήμια. Η στρατηγική τεχνολογικής ανάπτυξης της Κίνας περιγράφεται από το “Made in China 2025” και το “Αναπτυξιακό Σχέδιο Τεχνητής Νοημοσύνης” (AIDP).
Το “Made in China 2025” στοχεύει να αναδείξει την Κίνα σε προηγμένη βιομηχανική χώρα με την υιοθέτηση καινοτόμων τεχνολογιών παραγωγής (smart manufacturing) ενώ το AIDP θέτει την ανάπτυξη Τεχνητής Νοημοσύνης ως εθνική προτεραιότητα, με σκοπό να επενδύσει περίπου 150 δις δολάρια, ώστε να καταστήσει την Κίνα ηγετική δύναμη στην ΑΙ τεχνολογία μέχρι το 2030 και να μειώσει την εξάρτηση της από την εισαγόμενη τεχνολογία σε τομείς καίριας σημασίας.
Η απόφαση για «τεχνολογική αποσύνδεση» των ΗΠΑ από την Κίνα, χωρίς να την κατονομάζει, επίσημα διατυπώθηκε για πρώτη φορά το Φεβρουάριου 2019, με το διάταγμα για τη «διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης» και επαναδιατυπώθηκε με το διάταγμα του Μαΐου 2019 και την είσοδο της Huawei στη «λίστα των απαγορευμένων εταιρειών». Βέβαια, τα πρώτα σημάδια αυτής της προσπάθειας είχαν αρχίσει να διαφαίνονται αρκετά νωρίτερα.
Και η Κίνα έχει δικαίωμα
Είναι βέβαιο ότι ο κόσμος βιώνει μια περίοδο εξαιρετικής έντασης και λεπτών ισορροπιών, γι αυτό απαιτείται διεθνής συνεργασία και συνεννόηση και αμοιβαίος σεβασμός στη διαφορετικότητα των πολιτισμών και στις αξίες των λαών. Ο Κίσινγκερ στο βιβλίο του «Παγκόσμια Τάξη» θεωρεί ότι είναι επιτακτική ανάγκη η μελλοντική διεθνής τάξη (κυβερνοχώρος) να διέπεται από διεθνή πρότυπα συμπεριφοράς και δεν πρέπει να είναι υποκείμενο στις μονομερείς αποφάσεις του καθενός και αναρωτιέται αν οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να κάνουν αυτά που ζητούν από τα άλλα κράτη να κάνουν.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ σε όλες τις αποφάσεις τους επικαλούνται την προστασία της εθνικής ασφάλεια τους, την ευημερία του λαού τους και τις αξίες τους. Όμως την εθνική τους ασφάλεια, την ευημερία του λαού τους και τις αξίες τους έχει δικαίωμα να επικαλείται και η Κίνα, που διαθέτει πολιτισμό 5000 ετών και 1.4 δισ. πληθυσμό. Ο Κίσινγκερ στο βιβλίο του «On China» αναφερόμενος στη μοναδικότητα της Κίνας, χρησιμοποιεί μια φράση του Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Lucian Pye, ο οποίος λέει ότι η Κίνα είναι κάτι παραπάνω από ένα έθνος-κράτος, είναι ένας πολιτισμός.