Όχι “made in Greece” από το ευρωιερατείο
20/05/2018Η ελληνική οικονομία τους τελευταίους μήνες πριν τον τυπικό χρόνο (Αύγουστος 2018) λήξης των προγραμμάτων λιτότητας και των ασκούμενων (2010-2020) πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης (Μνημόνια 1, 2, 3), συναντάται, μεταξύ των άλλων, με σοβαρές και κυρίαρχες προκλήσεις, μεταξύ των οποίων την επιλογή του αναπτυξιακού-τεχνολογικού και εργασιακού υποδείγματος παραγωγής, σε συνδυασμό με τις συνθήκες εξόδου και τις επιδράσεις τους στο μέλλον του συγκεκριμένου οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού.
Όμως, η ανάλυση και η επεξεργασία αυτών των κυρίαρχων προκλήσεων για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, συνάδει μεθοδολογικά με την επισήμανση και την ανάδειξη των γενεσιουργών αιτίων της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και τις άλλες Μεσογειακές χώρες της ΕE. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθούν οι ερμηνευτικές και αναλυτικές προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούν ότι η κρίση χρέους στις συγκεκριμένες χώρες αποτέλεσε προδιαγεγραμμένη έκβαση της δανειακής εξάρτησης που γνώρισαν, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες χώρες, μετέτρεψαν τις οικονομίες τους δια του δανεισμού, σε οικονομίες της ζήτησης και της κατανάλωσης. Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες οργάνωσαν, μεταξύ των άλλων, τους όρους και τις προϋποθέσεις του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό το κατάφεραν είτε μεταφέροντας σημαντικούς πόρους από την Νότια στην Βόρεια Ευρώπη, είτε διαμέσου της μετανάστευσης, είτε διαμέσου της εξόφλησης των δανείων, είτε διαμέσου της διαφοράς επιτοκίων των κρατικών ομολόγων, είτε διαμέσου της κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών που ο Νότος εισάγει από τον Βορρά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικονομική και δημοσιονομική επιλογή του «ισοσκελισμένου προϋπολογισμού» της ΕΕ, εμπόδισε, μέχρι σήμερα, την διάθεση αυτού του συσσωρευμένου ποσού στην διεύρυνση των κοινωνικών δαπανών και των επενδύσεων για υποδομές και τεχνολογική ανασυγκρότηση στην γηραιά ήπειρο. Βασικός μοχλός και συγκροτημένος μηχανισμός εγκαθίδρυσης και αναπαραγωγής αυτού του μοντέλου της μεταφοράς πόρων και της άνισης ανάπτυξης αποτέλεσε ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας. Ο τελευταίος, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, συνέβαλε στην αποδυνάμωση των συνθηκών παραγωγής του αγροτικού και του μεταποιητικού τομέα και στην προώθηση και ενδυνάμωση του τουρισμού, του εμπορίου, των κατασκευών-οικοδομών και των υπηρεσιών.
Ένα μοντέλο άνισης ανάπτυξης
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της παραγωγικής συρρίκνωσης, αποτελεί το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, παρήγαγε μόνο το 27% των προϊόντων που κατανάλωνε. Έτσι, ο μεταπρατικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας αποδυνάμωσε σημαντικά τις προϋποθέσεις δημιουργίας ενός παραγωγικού και κοινωνικού πλεονάσματος.
Αυτό με την έννοια ότι στον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες, τουρισμός εμπόριο) συντελείται η πραγματοποίηση της προστιθέμενης αξίας, ενώ στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα συντελείται η παραγωγή πλούτου και προστιθέμενης αξίας. Στις ελλειμματικές αυτές παραγωγικές συνθήκες, εδράζεται, μεταξύ των άλλων, κατά βάση, η δημιουργία των «δίδυμων ελλειμμάτων» στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα, δανεισμός, χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου).
Με άλλα λόγια, όταν το 2010 η ελληνική οικονομία αποκλείσθηκε από τις διεθνείς αγορές, στην ουσία οι δανειστές και οι εκπρόσωποι τους (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ), αποφάσισαν ότι το μοντέλο της δικής τους έμπνευσης και αναπαραγωγής της άνισης δανειακής «ανάπτυξης» χρεοκόπησε, με την έννοια της αδυναμίας μεταφοράς προστιθέμενης αξίας και πόρων για την διατήρηση της βιωσιμότητας των εξωτερικών πληρωμών της χώρας.
Στην κατεύθυνση αυτή επέβαλαν στις ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2019 το μοντέλο της ελεγχόμενης χρεοκοπίας με την υλοποίηση των τριών Μνημονίων εσωτερικής υποτίμησης. Έτσι απέβλεπαν, διαμέσου των δανειακών συμβάσεων, στην βιωσιμότητα των εξωτερικών πληρωμών της χώρας μας για την διάσωση των τραπεζών τους καθώς και στην βίαιη μετατροπή (λιτότητα, ύφεση, ανεργία, φτωχοποίηση) της ελληνικής οικονομίας από οικονομία της ζήτησης και της κατανάλωσης, σε οικονομία της προσφοράς, της αποσύνθεσης της αγοράς εργασίας και της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους.
Έτσι οι δανειστές δημιουργώντας συνθήκες μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας σε μία άλλη υποδεέστερη κατηγορία οικονομίας, στο πλαίσιο της στρατηγικής των πολλαπλών ταχυτήτων στην ΕΕ, αναπαράγουν δυναμικά και σε αναβαθμισμένους όρους το μοντέλο της άνισης ανάπτυξης, διαμέσου, μεταξύ των άλλων, της επέκτασης των ιδιωτικοποιήσεων στον τουρισμό, το εμπόριο, τις υπηρεσίες, την ενέργεια-υδρογονάνθρακες, τα δίκτυα, τις μεταφορές-διαμετακομιστικό εμπόριο, κ.λ.π.
Το έργο επαναλαμβάνεται
Όμως, μία τέτοια αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, θα συμβάλλει δυστυχώς, είτε:
- Πρώτον, στην επαλήθευση των πρόσφατων (2018) προβλέψεων (2020-2070) της Eurostat. Σύμφωνα με αυτές, με λανθασμένη μεθοδολογική προσέγγιση αν και με σωστούς ποσοτικούς υπολογισμούς, εκτιμάται, μεταξύ των άλλων, ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στην Ελλάδα, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, θα είναι της τάξης του 0,8%. Αυτό συνεπάγεται αρνητικά όσον αφορά στην αύξηση του πρόσφατου μεταναστευτικού ρεύματος Ελλήνων στο εξωτερικό καθώς και στην επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού.
- Δεύτερον, στην επανάληψη του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης και της δανειακής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας, κατά την διάρκεια της οποίας (1981-2009) ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ήταν 2% αλλά με συνεχή δανεισμό και επίπεδο κατανάλωσης δυσανάλογο των παραγωγικών της επιδόσεων.
Αντίθετα, η αποτροπή των δυσμενών αυτών προβλεπόμενων αναπτυξιακών και κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων, κατά την περίοδο 2020-2070, προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, την παραγωγική-τεχνολογική ανασύσταση και τον περιορισμό του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας. Κινητήριες δυνάμεις σε αυτό θα είναι ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας για την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων καθώς ο κοινωνικός σχεδιασμός μίας ουσιαστικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ανεργίας και της επανασύστασης του κοινωνικού κράτους.
Με άλλα λόγια, εάν στο μέλλον η ελληνική οικονομία δεν αποτρέψει το μοντέλο της άνισης ανάπτυξης και δεν προσανατολίσει τις επενδύσεις της (δημόσιες, ιδιωτικές, κλ.π.) κατά προτεραιότητα προς την τεχνολογική-καινοτομική αναβάθμιση της παραγωγικής της βάσης, τότε οι επιδόσεις της επαπειλούμενης αναιμικής (0,8% μέσος ετήσιος ρυθμός του ΑΕΠ) ή της ανάκαμψης από καταναλωτισμό εισαγόμενων, κυρίως, προϊόντων και υπηρεσιών, δεν θα επαρκούν για να βελτιώσουν τις ανισότητες και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, παρά μόνο, όπως την προηγούμενη περίοδο, με την σταδιακή αύξηση των δανειακών ροών.