Παγίδα διαρκείας η αποπληρωμή μη βιώσιμου χρέους
13/11/2017Η 2η αξιολόγηση έκλεισε τον περασμένο Ιούνιο με την ελληνική πλευρά να έχει αναλάβει επώδυνες δεσμεύσεις. Για να κλείσει η 3η θα αναλάβει και νέες. Η λεγόμενη συνολική συμφωνία, που θα περιλαμβάνει και την διευθέτηση του χρέους, όμως, έχει παραπεμφθεί για το 2018. Το Eurogroup, παρά τις προσδοκίες, δεν έχει αναλάβει ποσοτικές δεσμεύσεις για ελάφρυνση του χρέους, ούτε έχει υιοθετήσει μια συγκεκριμένη διαδικασία διευθέτησης.
Το χρέος θα τύχει ειδικού χειρισμού με την μέθοδο “σπεύδε βραδέως”. Η συζήτηση για το χρέος παραπέμπεται για μετά την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου, όπως μονότονα και συνεχώς δήλωνε ο Σόιμπλε. Τότε θα κριθεί εάν πρέπει και επειδή πρέπει πιθανότατα θα γίνει περιγραφή μεθοδολογίας μείωσης της παρούσας αξίας του χρέους και όχι απομείωσης της ονομαστικής του αξίας.
Άρα, δεν θα υπάρξει σύντομα κλείδωμα μακροχρόνιων επιτοκίων, ούτε αντικατάσταση του δανείου του ΔΝΤ με δάνειο του ΕΣΜ. Οι ποσοτικές αναφορές θα παραπεμφθούν για την περίοδο μετά την άνοιξη του 2018, οπότε η καμπύλη του χρέους, θα μπορεί να αξιολογηθεί πάλι από το Ταμείο, με βάση τα στοιχεία που θα δημοσιεύσει η ΕΛΣΤΑΤ. Είναι ξεκάθαρο πως έχει επικρατήσει ο ευρωπαϊκός (γερμανικός) ορισμός βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Ορισμός που στηρίζεται στην εξυπηρεσιμότητα του χρέους, δηλαδή στην πληρωμή 15% του ΑΕΠ ετησίως.
Αποφυγή ελάφρυνσης
Με τη μεθόδευση αυτή, οι δανειστές θα αποφύγουν την ελάφρυνση του χρέους, αφαιρώντας κάθε δυνατότητα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για πολλά χρόνια. Οι διαρροές από τον ΕΣΜ αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Τα μέτρα του αναθεωρημένου μνημονίου, που επιτυγχάνουν θεωρητικά 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα από το 2018 και μέχρι το 2022, εξασφαλίζουν μόνο προσωρινά τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους. Τη χρονιά αυτή, τα τοκοχρεολύσια αγγίζουν τα 24 δισ. ευρώ.
Επομένως, το τοκοχρεολυτικό βάρος από το 2022 μέχρι το 2026 θα επιμηκυνθεί από τους δανειστές, ώστε η Ελλάδα να πληρώνει μερικά ακόμη χρόνια, κατά τα οποία αναπόφευκτα θα ολοκληρωθεί η καταστροφή του παραγωγικού ιστού της. Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο έχει καταστεί μακροχρόνιο. Έχει θεσμοθετηθεί η επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας από το γερμανικής εμπνεύσεως Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το οποίο έχει ενεργοποιηθεί.
Το παραπάνω σενάριο δεν είναι υπερασπίσιμο, καθώς η επίτευξη πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ θα είναι εξαιρετικά δυσχερής. Η επίκληση της επίτευξης υπερβάλλοντος πρωτογενούς πλεονάσματος το 2016 -και πιθανότατα το 2017- δεν αποτελεί πρόκριμα για επανάληψη μεγάλων πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια χωρίς τη λήψη νέων μέτρων.
Επιμένει η ύφεση
Είναι ενδεικτικό ότι την ύφεση του 3ου τριμήνου του 2016 ακολούθησε η ύφεση το 1ο τρίμηνο του 2017. Επίσης, διαπιστώθηκε υστέρηση εσόδων και αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων για αύξηση του ΑΕΠ το 2017. Το 3ο Μνημόνιο, λοιπόν, δεν οδηγεί στην έξοδο από την κρίση. Οι λόγοι είναι οι ίδιοι που οδήγησαν στη αποτυχία των προηγούμενων:
- Πρώτον, η ελλιπής ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και η μη αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων. Προωθείται τώρα ο μηχανισμός εξωδικαστικού συμβιβασμού.
- Δεύτερον, η μικρή βάση της ελληνικής οικονομίας, δεν επέτρεψε αύξηση των εξαγωγών σε μικρό διάστημα, ενώ παράλληλα οι εξαγωγείς δεν έλαβαν τις απαραίτητες λειτουργικές πιστώσεις.
- Τρίτον, η υψηλή φορολογία δεν επέτρεψε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αναπτύξουν και να εδραιώσουν νέες αγορές.
Η διαδικασία των αξιολογήσεων, χωρίς ελάφρυνση του χρέους, είναι μια δημοσιονομική παγίδα που ολοκληρώνει την τραγωδία. Ας μην ξεχνάμε ότι βασική αιτία αποτυχίας των μνημονίων είναι η δραματική μείωση της ζήτησης. Η μείωση των εισοδημάτων επέφερε κατάρρευση πολλών εγχώριων τομέων.
Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι ο περιορισμός του τραπεζικού δανεισμού. Σήμερα, λειτουργούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, ενώ το χρέος έχει ανέλθει στο 180% του ΑΕΠ. Το χρέος, λοιπόν, χρησιμοποιείται σαν μοχλός καταναγκασμού για την αποπληρωμή του στο ακέραιο. Γι’ αυτό το ΔΝΤ προτείνει αναδιάρθρωση. Εάν η πλευρά των Ευρωπαίων δανειστών υποκρίνεται ότι είναι βιώσιμο, η ελληνική πλευρά εθελοτυφλεί εάν αποδέχεται την υποκρισία ως λύση.