Πως η γήρανση του πληθυσμού μπορεί να αυξήσει την ευημερία των νέων γενιών
29/04/2025
Η γήρανση του πληθυσμού παρουσιάζεται ως η μελλοντική κοινωνική και οικονομική απειλή των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων οικονομιών, οι συνέπειες της οποίας χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Η λανθασμένη αυτή προσέγγιση του αναπόφευκτου φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού αντιμετωπίζεται από επιστημονικούς και πολιτικούς φορείς ως απειλή και όχι ως κοινωνική, πολιτική, οικονομική και επιστημονική πρόκληση.
Έτσι, στο πλαίσιο αυτών των απόψεων εδράζεται, κατά βάση, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η στρατηγική των πολιτικών “προστασίας” του κοινωνικού κράτους (κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία, κοινωνική πρόνοια, κλπ) από τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, με το επιχείρημα ότι το κοινωνικό κράτος θα απειλήσει μελλοντικά την οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη.
Αυτό εξηγείται με τον πιο εύληπτο τρόπο από τις ασκούμενες πολιτικές της μετάβασης από την δημόσια σφαίρα της συλλογικής αντιμετώπισης και της αλληλεγγύης των κινδύνων του γήρατος, της αναπηρίας, της χηρείας και της ανεργίας, στην ατομική αντιμετώπιση και ευθύνη, μεταφέροντας την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων από την ευθύνη του κράτους στην ατομική ευθύνη των πολιτών. Ειδικότερα, στην αγορά εργασίας παρουσιάζεται ότι η μείωση του εργατικού δυναμικού σημαίνει και την de facto μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και άρα την μείωση των ρυθμών μεταβολής της οικονομικής ανάπτυξης.
Παράλληλα αναφορικά με την κοινωνική ασφάλιση προβάλλεται συνεχώς ο κίνδυνος της κατάρρευσης των αναδιανεμητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων που στηρίζονται στην αλληλεγγύη, με την έννοια ότι τα συγκεκριμένα συνταξιοδοτικά συστήματα μελλοντικά θα επιβαρύνουν σημαντικά τους κρατικούς προϋπολογισμούς των χωρών, λειτουργώντας έτσι ως τροχοπέδη της οικονομικής ανάπτυξης. Επίσης, στη δημόσια υγεία προβάλλεται η άποψη ότι η συνεχής αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη.
Λύσεις για τους κρατικούς προϋπολογισμούς
Έτσι, σε αυτό το πλαίσιο, προωθούνται πολιτικές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης όπως η ενεργός γήρανση (silver econom) με την παράταση του εργασιακού βίου μέχρι τα 45 έτη εργασίας και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 75 έτη ηλικίας. Επιπλέον, στην κοινωνική ασφάλιση προωθείται η αντικατάσταση των αναδιανεμητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων της αλληλεγγύης με τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα των ατομικών λογαριασμών.
Μια πολιτική η οποία παρουσιάζεται ως η λύση που θα “διασώσει” τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η πολιτική αυτή έχει ως στόχο την μελλοντική στήριξη των κεφαλαιαγορών προκειμένου να ενισχυθεί η συσσώρευση πλούτου στην σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (αγορές). Και στην δημόσια υγεία ως λύση προωθείται η συνεχής συρρίκνωση της δημόσιας νοσοκομειακής και εξωνοσοκομειακής περίθαλψης σε όφελος της ιδιωτικής υγειονομικής περίθαλψης.
Βέβαια, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οι πολιτικές αυτές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης έχουν ως στόχο την μελλοντική διεύρυνση των κερδών εντείνοντας παράλληλα σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Παρά ταύτα, θεωρώντας οι ασκούμενες πολιτικές λανθασμένα ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι στο ίδιο επίπεδο με το σημερινό, δεν αντιμετωπίζουν την γήρανση του πληθυσμού ως μια μελλοντική πρόκληση αλλά ως μια μελλοντική απειλή.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού μακροπρόθεσμα έχει ως συνέπεια την μείωση του πληθυσμού. Άρα η Μαλθουσιανή πρόβλεψη ότι η συνεχής αύξηση του πληθυσμού θα οδηγήσει σε έλλειψη πόρων δεν επιβεβαιώνεται. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πρόσφατες δημογραφικές προβολές των Ηνωμένων Εθνών (2025), ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί μέχρι το 2080 στα 10,3 δις άτομα και μετά θα αρχίσει μια μείωση στα 10,1 δις άτομα μέχρι το 2100 (Διάγραμμα 1).
Η πρόβλεψη αυτή είναι δυσμενέστερη από την προηγούμενη του έτους 2022 στην οποία προβλέπονταν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός το 2100 θα ήταν 11,1 δις άτομα. Για την Ελλάδα τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν ότι ο πληθυσμός θα μειωθεί από 10,2 εκατ. άτομα το 2024 σε 8,8 εκατ. άτομα μέχρι το 2050 και σε 7,6 εκατ. άτομα μέχρι το 2070, μια πρόβλεψη που είναι δυσμενέστερη από την εκτίμηση της Eurostat που προβλέπει για την Ελλάδα πληθυσμό 7,8 εκατ. άτομα μέχρι το 2070.
Η μεγάλη αλλαγή στον παγκόσμιο πληθυσμό
Όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 1, ο παγκόσμιος πληθυσμός τα τελευταία 75 (1950 – 2024) χρόνια τριπλασιάστηκε από τα 2,5 δις άτομα το 1950 σε 8,1 δις άτομα το 2024 (αύξηση 5,6 δις ατόμων), ενώ προβλέπεται ότι τα επόμενα 75 έτη θα αυξηθεί μόλις κατά 2 δις άτομα, από τα 8,1 δις το 2024 στα 10,1 δις άτομα το 2100. Αυτή η επιβράδυνση και σταθεροποίηση του παγκόσμιου πληθυσμού οφείλεται στην σημαντική μείωση του δείκτη γονιμότητας από 5,3 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία αναπαραγωγής το 1960 σε 2,25 παιδιά ανά γυναίκα το 2024 (Διάγραμμα 2).
Αυτή η μείωση του δείκτη γονιμότητας σύμφωνα με τις προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών θα συνεχιστεί και τις επόμενες δεκαετίες και το 2050 θα είναι κάτω από το όριο των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία που θεωρείται ως το όριο για την διατήρηση του πληθυσμού σταθερού και με προοπτική μέχρι το 2100 να μειωθεί στα 1,8 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία. Αντίθετα για την χώρα μας τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν ότι ο δείκτης γονιμότητας θα αυξηθεί από 1,33 παιδιά το 2024, σε 1,41 παιδιά μέχρι το 2050 και σε 1,5 παιδιά μέχρι το 2070 και μετά θα παραμείνει σταθερός στα 1,5 παιδιά μέχρι το 2100.
Σε αυτό το περιβάλλον γεννητικότητας, τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν ταυτόχρονα μια σημαντική μελλοντική επιβράδυνση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής τα τελευταία 75 έτη αυξήθηκε κατά 27 έτη από τα 46,4 έτη ηλικίας το 1950 στα 73,3 έτη το 2024, δηλαδή μια μέση αύξηση κατά 3,5 έτη ανά δεκαετία. Ενώ για τα επόμενα 75 έτη (2025 – 2100) προβλέπει ότι το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής θα αυξηθεί από τα 73,3 έτη το 2024 στα 81,7 έτη το 2100, δηλαδή προβλέπεται ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται με ένα ρυθμό κατά 1,2 έτη ανά δεκαετία, ρυθμός που αντιστοιχεί στο 1/3 του ρυθμού αύξησης της περιόδου 1950 – 2024 (Διάγραμμα 3).
Αντίστοιχα, για την Ελλάδα τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν μια ανάλογη επιβράδυνση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής από 3,4 έτη ανά δεκαετία την περίοδο 1950-2024, σε 1,3 έτη ανά δεκαετία τα επόμενα 75 έτη (2025 – 2100). Από 82 έτη το 2024 σε 91,5 έτη το 2100. Σε αυτό το δημογραφικό περιβάλλον η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση εστιάζει αποκλειστικά στην αύξηση του δείκτη εξάρτησης των ηλικιωμένων (αναλογία του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό ηλικίας 19 – 64 ετών), προκειμένου να προωθηθούν λανθασμένες πολιτικές αφού θεωρείται ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι μελλοντικά σταθερή στο σημερινό παρατηρούμενο επίπεδο. Αντίθετα, η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελεί το συντελεστή που μπορεί να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στην οικονομία.
Κι’ αυτό επειδή, όπως αποδεικνύεται και από τις προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών, η μείωση της γονιμότητας έχει κάποιο όριο, αφού πάντα θα γεννιόνται παιδιά, ενώ και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής παρόλο που συνεχίζει να αυξάνεται συνεχώς, αυτό συντελείται, όπως αποτυπώνεται στις προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών, με μειούμενο ρυθμό.
Και αυτό συμβαίνει επειδή ακόμα κι εάν μελλοντικά η θνησιμότητα λόγω ασθενειών μειωθεί σημαντικά με την πρόοδο της ιατρικής έρευνας, θα αυξηθεί από άλλες αιτίες, όπως, μεταξύ άλλων, από ατυχήματα και από την κλιματική κρίση, δεδομένου ότι οι μεγάλου μεγέθους καταστροφές θα αυξηθούν τόσο σε συχνότητα εμφάνισης, όσο και σε σφοδρότητα καταστροφών. Όμως, η παραγωγικότητα της εργασίας με την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης και της ψηφιακής τεχνολογίας ουσιαστικά δεν θα έχει κανένα όριο.
Η γήρανση του πληθυσμού ως ευκαιρία
Αυτό σημαίνει ότι η γήρανση του πληθυσμού θα είναι μια ευκαιρία για τις νεότερες γενιές να αποκτήσουν σημαντική οικονομική ευημερία και πλούτο μεγαλύτερο από τον πλούτο που απέκτησαν οι baby boomers, ο παραγόμενος πλούτος των οποίων βασίζονταν, κατά βάση, στην 3η βιομηχανική επανάσταση (παραγωγή με άφθονα εργατικά χέρια).
Όμως, στην σημερινή εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, εάν οι νέοι που θα μειώνονται πληθυσμιακά εκμεταλλευτούν τις απεριόριστες δυνατότητες που δίνουν στην παραγωγικότητα της εργασίας η ψηφιοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη, οι νέες τεχνολογίες, η καινοτομία και η μηχανική, τότε θα μπορέσουν να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευημερία από την γενιά των baby boomers. Κι’ αυτό, επειδή ο αυξημένος πληθυσμός των ηλικιωμένων, κατά κανόνα, θα καταναλώνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που θα παράγει ο μειούμενος πληθυσμός των νέων.
Έτσι οι νέοι αρχικά θα μεταβιβάζουν ένα σημαντικό πλούτο προς τους ηλικιωμένους, αυτός όμως ο πλούτος θα επιστρέφεται πίσω στους νέους λόγω της υψηλής ροπής προς κατανάλωση των ηλικιωμένων. Επιπλέον θα λαμβάνουν και ένα σημαντικό μέρος του πλούτου που θα παράγουν. Έτσι από την άποψή αυτή, η γήρανση του πληθυσμού δεν αποτελεί μια απειλή που θα οδηγήσει στην κατάρρευση των δημοσιονομικών των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά αντίθετα, αποτελεί μια πρόκληση και μια ευκαιρία για τις νέες γενιές να ευημερήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν των baby boomers.
Βέβαια, βασική προϋπόθεση αυτής της συνθήκης αποτελεί ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα αυξηθεί σημαντικά στηριζόμενη στις απεριόριστες δυνατότητες που μπορεί να προσδώσει η ψηφιακή τεχνολογία, η μηχανική, η καινοτομία, η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη. Ειδικά για την χώρα μας η παραγωγικότητα της εργασίας έχει σημαντικά περιθώρια βελτίωσης εάν σκεφτούμε ότι το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ήταν στην προτελευταία θέση (70% του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) (Διάγραμμα 4) πάνω μόνο από την Βουλγαρία.
Τούτων δοθέντων, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτείται να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο της χώρας μας, ιδιαίτερα εάν παρατηρήσουμε ότι οι χώρες που είναι πρώτες στην παραγωγικότητα της εργασίας είναι χώρες με μικρότερο πληθυσμό από την Ελλάδα όπως η Ιρλανδία, η Νορβηγία, το Βέλγιο, η Αυστρία η Δανία και η Σουηδία. Επίσης εάν σκεφτούμε ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα το 2009 ήταν στο 98,5% του μέσου όρου της Ευρώπης και το 2018 ήταν 71%, δηλαδή υψηλότερη από στην περίοδο 2019 – 2023 (Διάγραμμα 5).