Πως η Τρόικα μαγείρευε τα στοιχεία για να στηρίξει τα Μνημόνια
22/06/2020Η πανδημία του κορονοϊού στην Ευρώπη και ο τρόπος αντιμετώπισης του (η υιοθέτηση της “ανοσίας της αγέλης”) από ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές-ενεργειακές προκλήσεις της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο ανέδειξε και αναδεικνύει με τον πιo εύληπτο τρόπο την δυτική αλαζονεία.
Αλαζονεία που είχε αρχικά αναδειχτεί με την επιβολή των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών λιτότητας, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 2010, στις υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ από τους εκπροσώπους των δανειστών (την Τρόικα των διεθνών οργανισμών, ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΕΕ). Και αυτό το χαρακτηριστικό παρατηρείται ιδιαίτερα στη συμπεριφορά των χωρών του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου απέναντι σε ευρωπαϊκές χώρες και λαούς τους οποίους υποτιμούν, απομειώνοντας σε κάθε ευκαιρία τα οικονομικά συμφέροντα των λαών και τα θεμελιώδη δικαιώματα (γεωπολιτικά, κοινωνικά, εργασιακά).
Από την άποψη αυτή, η πρόσφατη ανάθεση από τον ΕSM σε “ανεξάρτητο” ερευνητή για τη δημοσίευση (11/6/2020) και τα συμπεράσματα της σχετικής Έκθεσης για την αξιολόγηση της χρηματοδοτικής βοήθειας των διεθνών οργανισμών στην Ελλάδα, επιβεβαιώνουν το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα της δυτικής αλαζονείας. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη της συγκεκριμένης Έκθεσης αναδεικνύει, μεταξύ των άλλων, τα βασικά της ευρήματα για τα δανειακά προγράμματα στην Ελλάδα (πρώτο, δεύτερο, τρίτο Μνημόνιο).
Οι “ανεπιθύμητες” συνέπειες
Τα ευρήματα αυτά συνοψίζουν πως τα συγκεκριμένα δανειακά προγράμματα, συνολικού ύψους 339 δισ. ευρώ (110 δισ. ευρώ στο πρώτο, 143 δισ. στο δεύτερο και 86 δισ. στο τρίτο Μνημόνιο), είχαν ένα μοναδικό στόχο: την επίτευξη της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και την διάσωση και χρηματοοικονομική σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Βέβαια, οι “ανεπιθύμητες” –όπως τις χαρακτηρίζει– συνέπειες αυτών των προγραμμάτων δεν μπόρεσαν να εκτιμηθούν όταν προτείνονταν οι μνημονιακές πολιτικές.
Θυμόμαστε τη ραγδαία μείωση των επενδύσεων, τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τη μείωση του εργατικού δυναμικού με τη μετανάστευση υψηλά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού (brain drain) και την αύξηση της παραοικονομίας (σε βάρος της πραγματικής οικονομίας). Αυτές τις πολιτικές όμως, οι διεθνείς οργανισμοί δεν τις είχαν προβλέψει, ή αγνόησαν να προβλέψουν τα προγράμματα δανειακής στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Επιπλέον, η έκθεση παραλείπει να αναφέρει αναλυτικά και ποσοτικά τις επιπτώσεις των Μνημονίων. Αυτές ήταν η μείωση του ΑΕΠ κατά 27%, η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 6,3%, η μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 25,7%, η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 18% και η μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 6%.
Άλλες επιπτώσεις ήταν η μείωση της εγχώριας ζήτησης κατά 23,3% και η αύξηση της στατιστικής ανεργίας στο 27,5% (1,330 εκατομμύρια άνεργοι το 2013 από 495.000 άνεργοι το έτος 2009), η μείωση του μέσου εισοδήματος των εργαζομένων κατά 40%, η μείωση των συντάξεων κατά 45% (απώλεια 63 δισ. ευρώ σωρευτικά) και η μετανάστευση 425.000 ατόμων εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού παραγωγικής ηλικίας (κάτω των 45 ετών).
Αμφιλεγόμενη χρήστη στατιστικών στοιχείων
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία να εξεταστεί είναι η χρήση των στατιστικών στοιχείων και της μεθοδολογίας των μελετών που εκπονούσαν οι διεθνείς οργανισμοί, με σκοπό την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών. Οι τελευταίες εστίαζαν, μεταξύ των άλλων, στην δαιμονοποίηση (ως κορυφαία σπατάλη των εσόδων μίας χώρας) του κοινωνικού κράτους και στον σημαντικό περιορισμό των κοινωνικών δαπανών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της στρατηγικής ήταν οι ασκούμενες πολιτικές μείωσης των δαπανών στην υγεία. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκροτηθεί στην Ελλάδα ένα απογυμνωμένο δημόσιο σύστημα υγείας. Ένα σύστημα υγείας που (χωρίς την εξαντλητική και αφοσιωμένη απασχόληση του ιατρικού, παραϊατρικού και διοικητικο-τεχνικού του προσωπικού), θα αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την πανδημία.
Επιπλέον, οι ασκούμενες απορρυθμίσεις που προωθήθηκαν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με την θεσμική μετατροπή της κατά βάση, κρατικής ευθύνης, σε ατομική ευθύνη των ασφαλισμένων. Συγκεκριμένα, η ηλικία συνταξιοδότησης συνδέθηκε με το προσδόκιμο ζωής.
Το αποτέλεσμα είναι το όριο ηλικίας να αναπροσαρμόζεται κάθε τρία χρόνια, από το 2021 και μετά, ενώ η μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε ατομικούς λογαριασμούς, ουσιαστικά εξαρτά το ποσό της επικουρικής σύνταξης από το προσδόκιμο ζωής και την πορεία της αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης, θεσμοθετήθηκε ο αυτόματος κόφτης του επιπέδου των συντάξεων (κύριων και επικουρικών). Έτσι το ανώτερο όριο της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης δεν θα υπερβαίνει το 16,2% του ΑΕΠ.
Ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης
Όλες οι παραπάνω επιβαλλόμενες μνημονιακές πολιτικές από την Τρόικα των διεθνών οργανισμών βασίζονταν σε μελέτες για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που υιοθετούσαν τις πιο απαισιόδοξες υποθέσεις εργασίας. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι διεθνείς οργανισμοί, προκειμένου να διεξάγουν τις μελέτες τους, ελάμβαναν υπόψη τους τα οικονομικά στατιστικά στοιχεία της ύφεσης, αγνοώντας το σύνολο των στατιστικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, για τον υπολογισμό του δείκτη της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό (16,2%) του ΑΕΠ μέχρι το 2060, θεωρούσαν ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ της Ελλάδας θα είναι 0,7% μέχρι το 2060. Αυτή η υπόθεση εργασίας χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη για τον Ν. 4387/2016, με τον οποίο υπολογίστηκαν οι συντελεστές αναπλήρωσης. Οι συγκεκριμένοι συντελεστές μείωναν τις συντάξεις των μελλοντικών γενεών, κατά 35% σε σχέση με το σημερινό μέσο επίπεδο.
Την ίδια περίοδο ο μέσος όρος του ετήσιου ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ των 27 χωρών της ΕΕ, θεωρούνταν ίσος με 1,5% (Eurostat). Και για τον πρόσφατο Ν. 4670/2020, η συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας βελτιώθηκε ελάχιστα (0,9%). Το αποτέλεσμα ήταν να υπολογιστούν οι αυξήσεις των συντελεστών αναπλήρωσης για πάνω από 30 έτη ασφάλισης και να περιοριστεί η μείωση των συντάξεων των μελλοντικών γενεών στο 25%, σε σχέση με το σημερινό μέσο επίπεδο.
Κατά συνέπεια, προκύπτει το εξής μεθοδολογικό ερώτημα: Σε ποια στατιστικά στοιχεία βασίσθηκαν οι εκπονούμενες μελέτες των διεθνών οργανισμών για να υιοθετήσουν την προαναφερόμενη βασική υπόθεση εργασίας; Κι’ αυτό γιατί η χρησιμοποίηση από την Τρόικα των διεθνών οργανισμών της εκτίμησης (1,5%) της Eurostat, θα είχαν (σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας) ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των συνολικών απωλειών (63 δισ. ευρώ) των συνταξιούχων στο ήμισυ. Επιπλέον, οι συντελεστές αναπλήρωσης για τις συντάξεις των μελλοντικών γενεών θα ήταν στο επίπεδο του 62% στα 40 έτη εργασίας και όχι στο επίπεδο του 50% που θεσμοθετήθηκε με τον πρόσφατο Ν. 4670/2020.
“Μαγειρέματα” με τον δείκτη γονιμότητας
Ένα ακόμη παράδειγμα για τις υποθέσεις εργασίας που χρησιμοποιούσαν οι διεθνείς οργανισμοί στις μελέτες τους, ήταν ο δείκτης γονιμότητας (ο αριθμός των παιδιών ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας). Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία από το 1970 μέχρι το 2016 η μέση τιμή του δείκτη είναι 1,63 παιδιά ανά γυναίκα (Eurostat).
Ο δείκτης αυτός είχε φτάσει στην χαμηλότερη τιμή του το έτος 1999 (1,23 παιδιά ανά γυναίκα) και μετά στην 10-ετία που ακολούθησε αυξήθηκε κατά 21%, φτάνοντας στα 1,52 παιδιά ανά γυναίκα το έτος 2008. Αυτήν την αύξηση ανέκοψε η οικονομική κρίση και ύφεση, που μείωσε την τιμή του δείκτη στα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, μέχρι το 2014.
Αντίθετα, οι διεθνείς οργανισμοί λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα έτη της κρίσης και αγνοώντας την αυξητική δεκαετία, θεωρούσαν ως υπόθεση εργασίας στις μελέτες τους ότι ο δείκτης γονιμότητας θα φτάσει στον ιστορικό μέσο όρο (τα 1,63 παιδιά), μετά από 60 έτη και σε όλη αυτή την περίοδο (2020-2080) η τιμή του δείκτη θα κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στα 1,43 παιδιά ανά γυναίκα (δηλαδή κατά 14% μειωμένος σε σχέση με τον ιστορικό μέσο όρο).
Λανθασμένες υποθέσεις εργασίας για τα Μνημόνια
Στις μεθοδολογικές αυτές συνθήκες οι διεθνείς οργανισμοί, χρησιμοποίησαν στις σχετικές μελέτες τους υποθέσεις εργασίας για την ελληνική οικονομία, την αγορά εργασίας και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα. Υποθέσεις εργασίας, τόσο κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης, όσο και κατά τις προσεχείς δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Αυτές οι υποθέσεις εργασίας μέχρι σήμερα (όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος), δεν έχουν επαληθευτεί στις προβλέψεις τους (ύφεση, πολλαπλασιαστές, κατά κεφαλή ΑΕΠ, πρωτογενές πλεόνασμα, ανεργία, κτλ). Οι διεθνείς οργανισμοίς προβαίνουν σε διαδοχικές και σε εκ των υστέρων αξιολογήσεις αναγνώρισης των μεθοδολογικών και των ποσοτικών λαθών τους.
Χωρίς όμως ταυτόχρονα να πραγματοποιούν τις αναγκαίες και απαιτούμενες διορθώσεις για το μέλλον, στις ενδιάμεσες και στις τελικές αξιολογήσεις των ασκούμενων πολιτικών. Όμως, μία τέτοια συμπεριφορά τροφοδοτεί (μεταξύ των άλλων), όχι μόνο την αναπαραγωγή της δυτικής αλαζονείας στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο, αλλά επιπλέον την καθιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα του ευρωπαϊκού σχηματισμού, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την δυναμική και τη συνεκτική προοπτική του.