Πως οι ιδιωτικοποιήσεις κατεδάφισαν την ιταλική βιομηχανία
08/08/2019Τις τελευταίες δεκαετίες η όψη της ιταλικής βιομηχανίας άλλαξε ριζικά. Αλλά όχι με τον τρόπο που υπόσχονταν οι κυβερνώντες στη Ρώμη το μακρινό 1991, όταν ξεκίνησε η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Τότε, η διαβεβαίωση ήταν πως οι πωλήσεις των κρατικών βιομηχανιών σε ιδιωτικούς ομίλους θα καθιστούσε πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό τον ιταλικό καπιταλισμό. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Σε όλα αυτά τα χρόνια, ανάμεσα στους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους, μόνον εκείνοι που ελέγχονται από το δημόσιο κατάφεραν να παραμείνουν ζωντανοί και να συνεχίσουν να αναπτύσσονται. Και αυτό συνέβη σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ιταλικών ιδιωτικών ομίλων πουλήθηκε σε ξένους αγοραστές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιες εταιρείες να μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες (συχνά και την έδρα τους) εκτός Ιταλίας. Κάποιων άλλων εταιρειών η ισχύς μειώθηκε και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της Olivetti και του Ομίλου Ferruzzi, εξαφανίστηκε.
Το 1991, οι δέκα πρώτοι βιομηχανικοί όμιλοι της χώρας ήταν οι εξής: στη πρώτη θέση ήταν βεβαίως ο κρατικός γίγαντας IRI με κύκλο εργασιών 62 δισ. ευρώ. Οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις του Ρομάνο Πρόντι τον διαμέλισαν και τον πούλησαν με το κομμάτι. Στη δεύτερη θέση ήταν η FIAT με κύκλο εργασιών 47,8 δισ. Τώρα, η FIAT συγχωνεύτηκε με την αμερικανική Chrysler και μετονομάστηκε σε FCA Group. Έχει μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στο εξωτερικό και την έδρα της στην Ολλανδία, αφήνοντας στην Ιταλία μόνον έξι εργοστάσια. Εντούτοις, η πρώην FIAT παρέμεινε και το 2015 ο τρίτος βιομηχανικός όμιλος της χώρας με τζίρο 22,8 δισ.
Αμέσως μετά βρίσκονταν άλλοι δυο κρατικοί κολοσσοί: ο ενεργειακός όμιλος ΕΝΙ (46,4 δισ.) και η εταιρεία ηλεκτρισμού ENEL (24,4 δισ.). Στην πέμπτη θέση ο όμιλος Ferruzzi, γνωστός στην Ελλάδα για την εμπλοκή του στην ιδιωτικοποίηση της ΑΓΕΤ Ηρακλής. Το 1991 ο όμιλος Ferruzzi είχε κύκλο εργασιών 16,2 δισ., το 2017 ο όμιλος αυτός απλώς έπαψε να υπάρχει. Η Pirelli (9,1 δισ.) εξακολουθεί μεν να υπάρχει, αλλά δεν περιλαμβάνεται πλέον ανάμεσα στους δέκα μεγαλύτερους ομίλους της χώρας.
Το ίδιο ισχύει και για την Fininvest (8,8 δισ.), τον τηλεοπτικό κολοσσό του Σίλβιο Μπερλουσκόνι που άλλαξε εταιρικό σχήμα, έγινε Ανώνυμος Εταιρεία, εισήχθη στο χρηματιστήριο και μετονομάστηκε σε Mediaset. Ο όμιλος αντιμετωπίζει εδώ και πολλά χρόνια σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τόσο που τώρα είναι στα δικαστήρια με τον γαλλικό όμιλο Vivendi, τον οποίο οι Ιταλοί κατηγορούν ότι προσπάθησε να τους εξαγοράσει με δόλιες μεθόδους. Στις δυο τελευταίες θέσεις του 1991 βρίσκουμε δυο κρατικές εταιρείες που ιδιωτικοποιήθηκαν: την Fintermica και την SMI που διαμελίστηκαν και αγοράστηκαν κυρίως από ξένους επενδυτές.
Τα αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων
Το 2015 ο μεγαλύτερος όμιλος της Ιταλίας, με κύκλο εργασιών 73,9 δισ., ήταν η κρατική ENEL που μετατράπηκε σε πολυεθνική στην παραγωγή και παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου. Είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Μιλάνου, αλλά ο στρατηγικός μέτοχος παραμένει το ιταλικό δημόσιο. Το ίδιο ισχύει και για τον ενεργειακό γίγαντα ΕΝΙ, στη δεύτερη θέση με 67,7 δισ. Και σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για εισηγμένο πολυεθνικό όμιλο υπό τον έλεγχο του ιταλικού δημοσίου.
Για την FCA Italy είπαμε ήδη. Στην τέταρτη θέση –πάντα το 2015– βρισκόταν η Telecom Italia (19,3 δισ.), που ελέγχεται από την γαλλική Vivendi. Αμέσως μετά η κρατική Finmeccanica, που μετονομάστηκε σε Leonardo και πουλάει οπλικά συστήματα (τζίρος 12,9 δισ.). Επίσης κρατική είναι και η SAIPEM, που αυτονομήθηκε πριν από χρόνια από το όμιλο ΕΝΙ στην παραγωγή ενεργειακών αγωγών (τζίρος 11,5 δισ.).
Στην έβδομη θέση ήταν ο όμιλος Edizione της οικογένειας Benetton, που ελέγχει τους σταθμούς αναψυχής και εστίασης Autogrill και ορισμένους αυτοκινητοδρόμους της Ιταλίας. Η επίσης ενεργειακή Edison (11,1 δισ.) ελέγχεται πλέον εξ ολοκλήρου από την γαλλική EDF. Η αμέσως επόμενη ήταν η Esso Italia (9,1 δισ.), το ιταλικό παρακλάδι της αμερικανικής πολυεθνικής, που ουσιαστικά διαχειρίζεται τρία διυλιστήρια και πουλά καύσιμα στα πρατήρια. Στην τελευταία θέση η ιδιωτική Luxottica (8,8 δις.), ειδικευμένη σε γυαλιά, η οποία αγοράστηκε από Γάλλους επενδυτές, μετονομάστηκε Elissor και μετέφερε την έδρα της στο Παρίσι.
Έκθεση στην Επιτροπή Βιομηχανίας
Όλα τα στοιχεία που αναφέραμε περιέχονται σε έκθεση του Καθολικού Πανεπιστήμιου του Μιλάνου που επεξεργάστηκε ο οικονομολόγος Φούλβιο Κολφόρτι, πρώην επικεφαλής της ομάδας μελετών της τράπεζας Mediobanca. Η μελέτη παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Βιομηχανίας της ιταλικής Γερουσίας στις 22 Μαΐου του 2017 και προκάλεσε εντονότατη συζήτηση στους κόλπους του τότε κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.
Κάθε φορά, στις δυο τελευταίες δεκαετίες, που τίθεται το θέμα του υπερβολικού δημόσιου χρέους της Ιταλίας, η κυβέρνηση προσπαθεί να μετριάσει τις αντιδράσεις των Βρυξελλών, καταγράφοντας στον προϋπολογισμό μυθικά έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις. Το πρόγραμμα σταθερότητας που είχε καταθέσει στο Κοινοβούλιο ο υπουργός Οικονομικών Πιέρ Κάρλο Πάντοαν τον Απρίλιο του 2017 προέβλεπε πως στην τριετία 2017-2020 τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα μείωναν το δημόσιο χρέος κατά 20 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 0,3% του ιταλικού ΑΕΠ. Το ποσό αυτό αποδεικνύεται μη ρεαλιστικό.
Για να επιτευχθεί το μεγαλόπνοο τριετές σχέδιο θα έπρεπε να βγουν στην ελεύθερη αγορά ο ενεργειακός όμιλος ΕΝΙ και η πολεμική βιομηχανία Leonardo, δυο γίγαντες του ιταλικού δημοσίου αλλά και της ιταλικής βιομηχανίας. Μέχρι τώρα, όλες οι ιταλικές κυβερνήσεις απέκρουσαν σθεναρά τις πιέσεις της Κομισιόν προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι μικρομεσαίες άντεξαν
Η έκθεση του Καθολικού Πανεπιστημίου ενισχύει τη θέση εκείνων που θέλουν να σταματήσουν την πορεία ιδιωτικοποιήσεων. Επιβεβαιώνεται πως ο ιταλικός βιομηχανικός ιστός μπορεί να αντέξει τις μεγάλες διαστάσεις μόνον όταν στηρίζεται στο δημόσιο. Αντιθέτως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έδειξαν πολύ μεγαλύτερη αντοχή. Πρόκειται κατά κανόνα για οικογενειακές μεταποιητικές επιχειρήσεις που απασχολούν λίγες χιλιάδες ή εκατοντάδες εργαζόμενους, επενδύουν σε προηγμένη τεχνολογία και έχουν εξαγωγικό χαρακτήρα.
Συχνά λειτουργούν με τρόπο συμπληρωματικό σε σχέση με ξένους βιομηχανικούς γίγαντες. Επί παραδείγματι, τα γνωστά φρένα αυτοκινήτου Brembo ή η χημική Mapei. Όταν ο κύκλος εργασιών τους ξεπερνά κάποια ποσοτικά όρια, οι οικογενειακές ιταλικές μικρομεσαίες δεν μπορούν να αντέξουν στην πίεση της αγοράς και υποκύπτουν. Ακριβώς αυτό συνέβη στην Luxottica.
Οι μικρομεσαίες βιομηχανίες είναι που επηρεάζουν θετικά το ιταλικό εμπορικό ισοζύγιο της Ιταλίας, που το 2016 έκλεισε με πλεόνασμα 83 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κολφόρτι. Οι ίδιες υπέστησαν τα επακόλουθα της κρίσης σε πολύ μικρότερο βαθμό από τους μεγάλους ομίλους. Το 2009 ήταν η χειρότερη χρονιά για τον ιταλικό βιομηχανικό τομέα. Η συνολική προστιθέμενη αξία των μεγάλων ιδιωτικών βιομηχανιών είχε πέσει στα 95,5 δισ., από τα 119,3 του 2007. Οι μικρομεσαίες το 2007 είχαν συνολική προστεθειμένη αξία 126 δισ. Στο 2009 μειώθηκε μόνον στα 109 δισ. Και ήδη από το 2010 άρχισε να ανακάμπτει. Το 2014 έκλεισε με 114,1 δισ, ενώ οι μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι δεν ανέκαμψαν ποτέ και έκλεισαν το 2014 με ελάχιστη άνοδο, στα 99,9 δισ.
Το κατηγορώ του Μουκέτι
Στην παρουσίαση της έκθεσης ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Βιομηχανίας Μάσιμο Μουκέτι (ανήκε στο τότε κυβερνών κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα) είχε ξεσπαθώσει: «Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων της κεντρικής τράπεζας, επί μια εικοσαετία κατηγορούσαν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πως ακολουθούσαν νωχελικά ξεπερασμένες παραγωγικές πρακτικές και πως η ιδιοκτησιακή μορφή ήταν υπερβολικά οικογενειοκρατική για να αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποίηση και την ψηφιοποίηση της οικονομίας. Ιδού λοιπόν που όλα αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα γιγαντιαίων διαστάσεων λάθος».
Κατά τον ίδιο, η κατάρρευση των μεγάλων ιταλικών ομίλων οφείλεται σε έναν και μοναδικό παράγοντα: οι μάνατζερ που τις διηύθυναν αποδείχτηκαν «κοντόφθαλμοι και επαρχιώτες»: στην περίοδο 1992-2014 οι επενδύσεις σε τεχνολογική ανανέωση των μεγάλων ιταλικών ομίλων σταδιακά μειώθηκαν σε απαράδεκτα επίπεδα. Έως το 2014, όταν η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι επενέβη και έδωσε κίνητρα, οι επενδύσεις των ιταλικών ομίλων ήταν αισθητά κατώτερες σε σχέση με εκείνες των βρετανικών και των γαλλικών και λιγότερο από το ήμισυ των γερμανικών. Στην ίδια χρονική περίοδο, οι γερμανικές πολυεθνικές πολλαπλασίασαν επί τρία το ενεργητικό τους και οι βρετανικές το αύξησαν κατά το 329%, ενώ οι ιταλικές σημείωσαν αύξηση κατά 142%.
Το συμπέρασμα είναι εμφανές: στην Ιταλία εφαρμόστηκε για δυο δεκαετίες μια στρατηγική που στόχευε στην επιβίωση κι όχι στην εξάπλωση στις αγορές. Αυτό κατέστησε τα προϊόντα όλο και πιο παρωχημένα. Ο Μουκέτι είχε πλέξει το εγκώμιο των μικρομεσαίων. Είχε προσθέσει πως η μικρομεσαία διάσταση αποδείχτηκε ανθεκτική και λειτουργική, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι μεγάλοι όμιλοι της Ιταλίας πρέπει μοιραία ή να μεταναστεύσουν ή να μαραζώσουν. Η λύση, κατά τον ίδιο, είναι μια νέα μορφή ιδιωτικοποιήσεων, μέσω συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού κεφαλαίου.
Σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού
Το παράδειγμα που είχε αναφέρει ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ήταν εκείνο της Ansaldo Energia που ειδικεύεται σε τουρμπίνες υψηλής τεχνολογίας. Την πλειοψηφία των μετοχών την κατέχει το ιταλικό Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο ελέγχεται από το υπουργείο Οικονομικών. Αυτό δεν εμπόδισε την κινεζική Shangai Electric να επενδύσει στη βιομηχανία, ανοίγοντας νέες αγορές.
Το ίδιο συνέβη και με μια άλλη κινεζική επένδυση στη χρεοκοπημένη ναυπηγική Ferretti. Ήταν μια συμφωνία μεταξύ ιδιωτών που έγινε, όμως, κατόπιν υποδείξεων της ιταλικής κυβέρνησης. Κατά τον γερουσιαστή του Δημοκρατικού Κόμματος, αυτός είναι ο δρόμος για να διαφυλαχθεί ό,τι έχει απομείνει από την ιταλική βιομηχανία. Να σταματήσει ο καταστροφικός δρόμος των ιδιωτικοποιήσεων και να αναλάβει το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων τον ρόλο που κάποτε κατείχε ο κρατικός γίγαντας IRI.
Το Ταμείο, είχε εξηγήσει ο Μουκέτι, περιέχει κεφάλαια τραπεζών και είναι παρόν σε όλο το φάσμα των δημόσιων βιομηχανιών. Αυτό αλλάζει τη φυσιογνωμία του σε σχέση με την IRI. Ο όμιλος εκείνος είχε ιδρυθεί επί Μουσολίνι και μέχρι τη διάλυση του ήταν μονίμως υπό τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το Ταμείο, όπου είναι παρόντα ιδιωτικά κεφάλαια. Όπως είχε πει ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, όταν το Ταμείο έκανε λάθος, ήταν λάθος για επιχειρηματικούς λόγους όχι για πολιτικούς.