Πως θα ανταποκριθούν οι τράπεζες στα τεστ αντοχής
15/02/2018του Κώστα Μελά –
Το βασικό σενάριο για τα τεστ αντοχής (stress test) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στις ελληνικές τράπεζες είναι αισιόδοξο. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στην τριετία αναμένεται κατά μέσο όρο να κινηθεί γύρω στο 2%. Το δυσμενές σενάριο δεν νομίζω ότι μπορούμε να το δεχτούμε με τα σημερινά δεδομένα. Κανείς δεν μπορεί, βεβαίως, να ξέρει τι θα συμβεί.
Αν επιβεβαιωθεί το βασικό σενάριο τότε το ζήτημα είναι κατά πόσο οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να ωφεληθούν από αυτή τη μεγέθυνση, διαμέσου της αύξησης των καταθέσεων, οι οποίες αποτελούν την πρώτη ύλη για τις χρηματοδοτήσεις. Μια τέτοια αύξηση του ΑΕΠ σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν θα αποκλίνει περαιτέρω από τον μέσο όρο ανάπτυξης στην ΕΕ, γεγονός που δημιουργεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης για την οικονομία. Τα τεστ αντοχής θα δείξουν αν οι τράπεζες θα χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, δεν φαίνεται να προκύπτουν σημαντικές ανάγκες αυτή τη στιγμή για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αυτό όμως συναρτάται ευθέως με το κατά πόσο οι τράπεζες θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εξαρτάται επίσης από το αν θα έχουμε ένα καλύτερο κλίμα και από το εάν η εμπιστοσύνη διευκολύνει την επιστροφή καταθέσεων.
Σχετική αισιοδοξία
Εκτός από τις προβλέψεις που καλύπτουν πάνω από το 50% τις προβλεπόμενες ή τις ήδη πραγματοποιηθείσες απώλειες, υπάρχουν και οι εμπράγματες εξασφαλίσεις των συγκεκριμένων δανείων. Οι εκτιμήσεις για τις μελλοντικές τιμές των εμπράγματων εξασφαλίσεων θα δείξουν το κατά πόσον θα χρειαστούν περαιτέρω κεφάλαια για την κάλυψη των δανείων που αντιπροσωπεύουν, σε περίπτωση μείωσης των τιμών.
Στις προβολές που έχουν συμπεριληφθεί στο δυσμενές σενάριο εκτιμάται ότι στην τριετία 2018-20 οι τιμές των ακινήτων θα παρουσιάσουν σωρευτική μείωση 17,6% για τις κατοικίες και 17,4% στα εμπορικά οικήματα. Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν περαιτέρω κάλυψη με βάση το δυσμενές σενάριο.
Όμως σήμερα οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (περίπου 16%) είναι υψηλοί, γεγονός που επιτρέπει σχετική αισιοδοξία για το αποτέλεσμα των τεστ αντοχής. Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι το κατώτατο όριο στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που έπρεπε να πληρούν οι τράπεζες, όπως ορίσθηκε από την ΕΚΤ, στα τεστ του 2015 ήταν το 8%. Επομένως υπάρχει περιθώριο να καταναλωθεί κεφάλαιο από το υπάρχον.
Λύση σε ευρωπαϊκό πλαίσιο
Ένα σενάριο που διακινείται είναι ότι για τις ενδεχόμενες ανάγκες των τραπεζών θα χρησιμοποιηθούν ποσά από το «μαξιλάρι» που η Ελλάδα συγκεντρώνει για την έξοδο στις αγορές. Εκτιμώ πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Αν προκύψουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες υπάρχει το ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο και ορίζει ποιος δρόμος πρέπει να ακολουθηθεί και στην περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Πρώτα θα πρέπει να συμμετάσχουν ιδιώτες, δηλαδή αυξήσεις εταιρικών κεφαλαίων. Μετά πάμε στα γνωστά bail in και αν τελικά αυτά δεν φτάσουν στο προσδιορισμένο επίπεδο, δηλαδή δεν θα είναι αρκετά, τότε μόνο μπορεί να παρέμβει το Δημόσιο. Το Δημόσιο παρεμβαίνει μόνο στο τέλος. Δεν μπορεί σ’ αυτή τη φάση –σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες– να παρέμβει για να σώσει τις τράπεζες.
Σημείο με εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι με την λήξη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και χωρίς νέα προληπτική πιστοληπτική γραμμή, θα εκλείψει η δυνατότητα ευθείας χρηματοδότησης από την ΕΚΤ. Επομένως, θα υπάρξει επιστροφή στην χρήση του ακριβού ELA, λόγω του ότι η επενδυτική βαθμίδα της χώρας είναι πολύ κάτω από την βαθμίδα επιλογής της ΕΚΤ.
Η χρηματοδότηση των συστημικών τραπεζών
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών από την ΕΚΤ, που δεν ανήκει στην κατηγορία του ELA, αποτελείται από εξασφαλίσεις. Αυτές δεν θα χάσουν την επιλεξιμότητά τους σε περίπτωση άρσης του waiver από την ΕΚΤ μετά τον Αύγουστο του 2018. Αναφέρομαι για παράδειγμα στα ομόλογα του EFSF/ESM.
Με άλλα λόγια, ακόμα και αν χαθεί το waiver η χρηματοδότηση των τραπεζών θα επηρεαστεί σε μικρό βαθμό. Η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, που αποτελείται από ελληνικά κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια και τα οποία θα επηρεαστούν, είναι κάτω από 4 δισ. ευρώ. Σκεφτείτε ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2017, η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον ELA μειώθηκε περισσότερο από 9 δισ. ευρώ. Επίσης αναμένεται φέτος να μειωθεί περαιτέρω.
Επομένως ακόμη και αν οι τράπεζες χρειαστεί να μεταφέρουν ολόκληρο το ποσό των 4 δισ. ευρώ από το ευρωσύστημα στον ELA, το αποτέλεσμα δεν θα είναι αρνητικό. Ωστόσο, και αυτό μπορεί τελικά να μη συμβεί, καθώς οι τράπεζες μπορεί να χρησιμοποιήσουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και τα έντοκα γραμμάτια ως εγγύηση στις διατραπεζικές συμφωνίες επαναγοράς, τις οποίες ήδη πραγματοποιούν σε διαφορετικούς βαθμούς.