ΘΕΜΑ

Πού χωλαίνει η ελληνική οικονομία – Επιβεβλημένα μέτρα

Πού χωλαίνει η ελληνική οικονομία – Επιβεβλημένα μέτρα, Δημήτρης Στεργίου

Οι αναπτυξιακές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται καθαρά στο επενδυτικό κενό, στο δυνητικό ΑΕΠ και στην υστέρηση ανταγωνιστικότητας. Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αναδεικνύει κρίσιμα δεδομένα και προτάσεις που αγγίζουν την καρδιά της παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Οι αδυναμίες, οι αγκυλώσεις και οι προκλήσεις για την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας συμπυκνώνονται σε τρεις σημαντικότατους τομείς με τους αντίστοιχους οικονομικούς όρους που αναφέρει ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας: Το επενδυτικό κενό, το δυνητικό ΑΕΠ και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.

Το επενδυτικό κενό αφορά το χρόνιο πρόβλημα των επενδύσεων στη χώρα μας, οι οποίες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπολείπονται μονίμως του αντίστοιχου μέσου της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, στην έκθεσή του για το 2024, ο Στουρνάρας τονίζει ότι «ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στον τομέα των επενδύσεων, ο οποίος παρουσιάζει ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια», καθώς, όπως επισημαίνει, «από το 2019 και μετά, οι επενδύσεις σημειώνουν σταθερή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους».

Αυτό το επενδυτικό κενό, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των επενδύσεων στην Ελλάδα και της Ευρωζώνης ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2004 – όπου σημειώθηκε η καλύτερη επίδοση μετά το 2021 (15,3% του ΑΕΠ, 15,2% το 2023, 14,5% το 2022 και 13,8% το 2021) – είναι έξι ποσοστιαίες μονάδες (21,1% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη). Δηλαδή, αυτός ο κρίσιμος δείκτης, που χαρακτηρίζεται και «βασικός μοχλός» της οικονομίας, παραμένει προβληματικός.

Ύστερα, προβληματικός είναι και ένας ακόμη σημαντικός δείκτης, το δυνητικό ΑΕΠ, ο οποίος ουσιαστικά δείχνει συνοπτικά την ικανότητα μιας οικονομίας για μακροχρόνια, βιώσιμη και χωρίς πληθωρισμό οικονομική μεγέθυνση.

Το δυνητικό ΑΕΠ και οι παραγωγικοί πόροι

Αντίστοιχα, το παραγωγικό κενό είναι μια ένδειξη του βαθμού υπερθέρμανσης ή υποχρησιμοποίησης των παραγωγικών πόρων σε σχέση με το δυνητικό ΑΕΠ. Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν συχνά ως τρόπο μέτρησης τη διαφορά μεταξύ αυτού που πραγματικά παράγει μια οικονομία (πραγματικό προϊόν) και αυτού που έχει την ικανότητα να παράγει (δυνητικό προϊόν). Το πραγματικό προϊόν υπολογίζεται με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.

Το δυνητικό προϊόν αφορά την ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών που μια οικονομία μπορεί να παράγει όταν οι πόροι της – όπως το εργατικό δυναμικό, ο εξοπλισμός, οι υποδομές και η τεχνολογία – χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και με βιώσιμο τρόπο σε βάθος χρόνου. Δηλαδή, θετική συμβολή στον ρυθμό μεταβολής του δυνητικού προϊόντος (παρά τις αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις) έχουν σχεδόν όλοι οι παραπάνω προβληματικοί παράγοντες που ανέφερε ο Στουρνάρας, όπως:

  • η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής
  • το κεφάλαιο
  • και η επαρκής αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων

Συνεπώς, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι βιώσιμη εφόσον υπάρχει διαρκής βελτίωση της παραγωγικότητας, με την εφαρμογή πραγματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές στοχεύουν στην ενίσχυση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, της συνολικής παραγωγικότητας αλλά και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Το δυνητικό ΑΕΠ, στο οποίο αναφέρεται δικαιολογημένα ο κ. Στουρνάρας, αντικατοπτρίζει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και προσδιορίζεται από το επίπεδο του κεφαλαίου, της εργασίας και της παραγωγικότητάς τους. Όταν υπολείπεται του πραγματικού, αποτελεί ένδειξη υπερβάλλουσας ζήτησης και υπερθέρμανσης της οικονομίας.

Δείκτες ανταγωνιστικότητας και επενδυτικά κενά

Σημειώνω ότι για την τόνωση της δυνητικής ανάπτυξης, τα διευθυντικά στελέχη του ΔΝΤ προτείνουν – τί άλλο; – «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδίως των γυναικών, και καλλιέργεια ενός εργατικού δυναμικού με καλύτερα προσόντα», που είναι ουσιαστικής σημασίας για την ενίσχυση των προοπτικών ανάπτυξης.

Επίσης, χαμηλή παραμένει η θέση της Ελλάδος στους παγκόσμιους σύνθετους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, όπως επισημαίνεται στην παραπάνω έκθεση του Στουρνάρα. «Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία έτη, παραμένει χαμηλή», σημειώνεται, ενώ τονίζεται ότι «το χάσμα σε όρους καινοτομίας, τεχνολογίας και λόγου παραγωγικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ πρέπει να συρρικνωθεί, ώστε να μειωθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες».

Άφησα για το τέλος – σαν κερασάκι στην τούρτα – δύο ακόμα σημειώσεις που κράτησα από τους πίνακες της Έκθεσης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2024 και των εκτελεστικών διευθυντών του ΔΝΤ. Η μία αφορά τη συμβολή των τομέων της οικονομίας στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, δηλαδή στην ανάπτυξη.

Από την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι τη μεγαλύτερη επίδοση έχει ο παρεξηγημένος δευτερογενής τομέας (1 ποσοστιαία μονάδα), ενώ ο θεοποιημένος τριτογενής τομέας – με τη συχνή αναφορά στον τουρισμό – έρχεται δεύτερος με 0,8 ποσοστιαίες μονάδες.

Το ισοζύγιο κεφαλαίων και η σημασία της απορρόφησης

Όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα, παρά τις γνωστές κοινοτικές ενισχύσεις και επιδόματα δισεκατομμυρίων ευρώ, η συμβολή του (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία κ.λπ.) είναι… αρνητική, παρά τα επιδόματα από τον ΟΠΕΚΕΠΕ προς τους αγρότες. Η διαπίστωση είναι απογοητευτική: η συμβολή είναι αρνητική (-0,4 ποσοστιαίες μονάδες).

Η άλλη σημείωση αφορά το «Ισοζύγιο Κεφαλαίων», το οποίο εντόπισα σε πίνακα της έκθεσης του ΔΝΤ και για το οποίο ο Στουρνάρας αναφέρει ότι «το 2024 επιδεινώθηκε, καταγράφοντας μικρό έλλειμμα έναντι πλεονάσματος το 2023, κυρίως λόγω των μειωμένων καθαρών εισπράξεων της γενικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις υψηλότερες καθαρές πληρωμές τομέων εκτός της γενικής κυβέρνησης».

Κι όμως, το Ισοζύγιο Κεφαλαίων, που είναι λογαριασμός του Ισοζυγίου Πληρωμών, απεικονίζει μεταβιβάσεις κεφαλαίου οι οποίες συνδέονται και με επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου. Αυτές οι μεταβιβάσεις περιλαμβάνουν κυρίως ένα μέρος (30%) των εισπράξεων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό της ΕΕ προς τη γενική κυβέρνηση (απολήψεις από διαρθρωτικά ταμεία – πλην του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου – και από το Ταμείο Συνοχής βάσει των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης).

Περιττό, λοιπόν, να τονιστεί η σημασία του Λογαριασμού αυτού, αφού τα προγράμματα της ΕΕ, οι πόροι των οποίων προέρχονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, διαχρονικά ενισχύουν την ανάπτυξη και την αναβάθμιση των υποδομών σε περιοχές και τομείς της περιφέρειας της ΕΕ που υπολείπονται έναντι άλλων, με σκοπό τη σύγκλιση στους τομείς προτεραιότητας. Οι πόροι αυτοί, που έχουν κατανεμηθεί με κριτήριο τις ανάγκες για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είναι απαραίτητο να απορροφώνται και να αξιοποιούνται πλήρως.

Για τον λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση των διοικητικών υποδομών και διαδικασιών, με σκοπό την επιτάχυνση της υλοποίησης του κοινοτικού προγράμματος 2021–2027 και, κατ’ επέκταση, την πλήρη και έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του. Ταυτόχρονα, οι πόροι των κοινοτικών προγραμμάτων αποτελούν σημαντικές εισροές, οι οποίες περιορίζουν το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και τις ανάγκες της χώρας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό, που αποτελούν δείκτη διαχρονικής αξιολόγησης της εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx