Ρητορικές πιρουέτες-υπεκφυγές από την κυβέρνηση για τον EastMed
11/01/2022Την ταύτιση με τις θέσεις των ΗΠΑ φαίνεται πως ετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση χώρας και για την υπόθεση του αγωγού EastMed. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έδωσε μια απάντηση, η οποία, παρότι αποκαλυπτική, δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από αυτά που απαντά. Ας δούμε πρώτα την τοποθέτησή του:
«Η Κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή, έχει στηρίξει το εγχείρημα του EastMed. Ταυτόχρονα, όμως, έχει στηρίξει και στηρίζει μια σειρά από εναλλακτικές οδεύσεις, οι οποίες ενδεχομένως είναι οικονομικά και τεχνολογικά πολύ πιο βιώσιμες και τεχνικά εφικτές. Η Κυβέρνηση δεν είναι αυτή που αποφασίζει ποια λύση είναι οικονομικά και τεχνικά εφικτή. Αυτό το αποφασίζει η αγορά».
»Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η χώρα μας δεν είναι παραγωγός. Η χώρα μας είναι ένας ισχυρός διαμετακομιστικός κόμβος, ρόλο που θα τον έχει, ανεξαρτήτως του ποια διαδικασία όδευσης θα επιλεγεί. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται η πολιτική μας –η ενεργειακή μας πολιτική, η εξωτερική μας πολιτική– όλο το προηγούμενο διάστημα. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται το έργο της μονάδας στην Αλεξανδρούπολη. Η Ελλάδα μπορεί να μετατραπεί –και θα μετατραπεί– σε κόμβο φυσικού αερίου, αλλά και ηλεκτρικής ενέργειας προς την Ευρώπη, ανεξαρτήτως των οδεύσεων και των αγωγών που θα προχωρήσουν».
Με καλή πρόθεση επισημαίνουμε ότι δεν αποφασίζει για τα πάντα η αγορά. Αυτό δείχνει να το κατανοεί η παρούσα κυβέρνηση, τουλάχιστον όπως προκύπτει από την ειδική στάθμιση που έχει κάνει στην υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων με βάση τον “γεωπολιτικό παράγοντα”. Εκτός κι αν ο εκπρόσωπος υπονοεί ότι η Ελλάδα δεν είναι αντίθετη στο να φτάσει το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας.
Αυτό εξάλλου υποστήριξε ως εναλλακτικό όραμα ο ηγέτης της τουρκικής αντιπολίτευσης Κιλιντσάρογλου. Εάν η αγορά ενδιαφερόταν αποκλειστικά και μόνο για τον πλέον οικονομικό τρόπο μεταφοράς του αγαθού στην ΕΕ, τότε η Τουρκία θα αποτελούσε ισχυρότατη υποψηφιότητα. Εάν όμως περάσει ο αγωγός από την Τουρκία, τότε ακυρώνεται στην πράξη σε σημαντικό βαθμό ο στόχος για μια Ελλάδα που θα είναι «ισχυρός διαμετακομιστικός κόμβος», κατά την δήλωση του εκπροσώπου. Οπότε αυτό δεν ισχύει «ανεξαρτήτως του ποια διαδικασία όδευσης θα επιλεγεί», πάντα σύμφωνα με τη φρασεολογία του κυβερνητικού εκπροσώπου.
Υπάρχουν παρασκηνιακές διαβουλεύσεις;
Υπάρχουν άραγε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με την Αθήνα να συζητά την προοπτική διέλευσης του αγωγού από την Τουρκία; Εάν συμβαίνει, που δεν θέλουμε να το πιστέψουμε, τότε πρέπει να αναζητήσουμε αμερικανικό δάκτυλο, με σκοπό τον κατευνασμό της Άγκυρας, μέσω της συμπερίληψής της σε μια μεγάλη ενεργειακή και γεωπολιτική συμφωνία στην μετά-Ερντογάν περίοδο.
Εάν η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου απομονωθεί, εμφανίζεται προβληματική απέναντι στους αντισυμβαλλόμενους, την Κύπρο και το Ισραήλ. Εκτός κι αν η ελληνική κυβέρνηση πριν χρησιμοποιήσει τέτοια δημόσια ρητορική έχει διαβουλευθεί μαζί τους και υπάρχει ενιαία θετική στάση απέναντι στο non paper του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τον EastMed.
Όπως όμως εξηγεί πειστικά στο ηχητικό του σχόλιο ο αναλυτής Σταύρος Λυγερός αυτό υποκρύπτει αποκλειστικά και μόνο την αγωνία της Ουάσιγκτον να μην χάσει την Τουρκία. Κι αν Ελλάδα και Κύπρος έχουν συμφωνήσει με την Ουάσιγκτον σε αυτό τον στόχο, ισχύει το ίδιο και για το Ισραήλ στην μετά-Νετανιάχου εποχή;
Διαφορετικά, η θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου δείχνει ότι η ελληνική πλευρά έσπευσε μάλλον επιπόλαια να ταυτιστεί με μια ακόμη αμφιλεγόμενη για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα θέση της Ουάσιγκτον, επιχειρώντας ανεπιτυχώς να τη σερβίρει στην ελληνική κοινωνία. Τη στιγμή μάλιστα που οι ΗΠΑ και δεν είναι αντισυμβαλλόμενος στην συμφωνία για τον EastMed και ουδείς έχει αιτηθεί συνδρομή με αμερικανικά κεφάλαια για την υλοποίηση του έργου.
Δημοψήφισμα, γιατί όχι;
Άλλο προβληματικό σημείο στη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου είναι η αναφορά, ότι «αυτό που έχει σημασία είναι ότι η χώρα μας δεν είναι παραγωγός. Η χώρα μας είναι ένας ισχυρός διαμετακομιστικός κόμβος». Δεν μας είπε, εφόσον κακώς δεν ρωτήθηκε, για ποιον λόγο η Ελλάδα δεν προσπαθεί να γίνει χώρα παραγωγός υδρογονανθράκων, όταν οι ειδικοί και μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες είναι πολύ αισιόδοξοι από τα ευρήματα των σεισμικών ερευνών.
Ενδεχόμενη απάντηση “διότι αυτό κρίνει σωστό η κυβέρνηση” ή “δεν έχουν ακόμα ωριμάσει οι διαδικασίες” δεν είναι αποδεκτή. Κι αν ισχύει οτιδήποτε εκ των ανωτέρω πρέπει άμεσα να αναθεωρηθεί. Η χώρα χρωστάει περισσότερα από 350 δισ. ευρώ και η ενεργειακή κρίση δεν θα ξεπεραστεί όσο ανώδυνα προβλέπει η κυβέρνηση. Και βέβαια, οι επιδοτήσεις δεν λύνουν το πρόβλημα, αφού θα τις φορτωθεί πάλι ο πολίτης μέσω της φορολογίας. Κι αυτό, όταν η μικρομεσαίου εισοδήματος οικογένεια δεν μπορεί να σηκώσει το κόστος για θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι με την εκτόξευση των τιμών.
Η κυβέρνηση μπορεί να προτάσσει τα περί “ισχυρού διαμετακομιστικού κόμβου”, αναφερόμενη στο φυσικό αέριο που θα μεταφέρεται προς την Ευρώπη, αλλά οφείλει να εξηγήσει πειστικά για ποιον λόγο δεν προωθεί τις γεωτρήσεις με σκοπό να καταστεί η Ελλάδα και παραγωγός χώρα. Το ζήτημα αυτό είναι τόσο σοβαρό που θα δικαιολογούσε ακόμα και το να τεθεί σε δημοψήφισμα.
Μπορεί η Ελλάδα να μην έχει την πολιτική κουλτούρα της Ελβετίας αναφορικά με τα δημοψηφίσματα, αλλά το Σύνταγμα προβλέπει την προσφυγή σε αυτή τη διαδικασία για θέματα ύψιστης εθνικής σημασίας. Και όπως έχουν αναφέρει προσωπικότητες, ακόμα και ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, η παρουσίαση του “πράσινου οράματος” έγινε στην ελληνική κοινωνία χωρίς αναφορά στο κόστος!
Αποφεύγεται η “καυτή πατάτα”
Η “καυτή πατάτα”, λοιπόν, δεν μπορεί να αποφεύγεται στο διηνεκές. Διότι υπάρχει πλέον σιωπηλή πλειοψηφία που υποφέρει από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης και αντιλαμβάνεται το διακύβευμα. Η Ανατολική Μεσόγειος αποδεικνύεται χρυσοφόρα και η Ελλάδα με την πιο προβληματική οικονομία είναι παράλογο να αδιαφορεί, επικαλούμενη αμφίβολες οικολογικές ευαισθησίες.
Οι αγορές, εξάλλου, που επικαλέστηκε ο εκπρόσωπος για να δικαιολογήσει την κυβερνητική θέση για τον EastMed δεν φαίνεται να πτοούνται από το ιδεολόγημα. Προτάσσουν το νόμο προσφοράς και ζήτησης. Κι όταν κινείσαι προς μια κατεύθυνση (πράσινη μετάβαση) χωρίς να μεριμνήσεις ορθολογικά για τη μεταβατική περίοδο, οι αγορές τιμωρούν τον επιπόλαιο.
Το κομβικό ερώτημα προς την κυβέρνηση, λοιπόν, είναι για ποιον λόγο το φυσικό αέριο, που δυνητικά μπορεί να προέρχεται από ελληνικά κοιτάσματα δεν είναι επωφελές για την ελληνική οικονομία. Διότι αν είναι επωφελές είναι έγκλημα η κωλυσιεργία της κυβέρνησης. Και βέβαια είναι επωφελές, αφού θα τροφοδοτηθεί σε χαμηλότερες τιμές η εγχώρια αγορά, θα βοηθηθεί η ελληνική βιομηχανία που υποφέρει από το υψηλό ενεργειακό κόστος, θα εισρεύσουν πολύτιμοι πόροι στα δημόσια ταμεία και θα προκληθεί από τις παράπλευρες δραστηριότητες σημαντική οικονομική ανάπτυξη.
Τα δύο ερωτήματα
Υπάρχει όμως αναφορά και στην Αλεξανδρούπολη, υπονοώντας τη διακίνηση αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου προς χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, ώστε να απεξαρτηθούν κατά το δυνατόν από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Τα ερωτήματα είναι δύο:
Πρώτον: Σε ποια τιμή πωλείται το αμερικανικό φυσικό αέριο και σε ποια τιμή εκτιμάται ότι θα έφτανε στην ελληνική αγορά φυσικό αέριο από ελληνικά κοιτάσματα. Διότι Ελλάδα και ΗΠΑ ως υπερχρεωμένες χώρες και οι δύο θα έπρεπε να κάνουν τα πάντα για να ενισχύσουν τον τομέα των εσόδων. Και τα δυνητικά έσοδα από τους υδρογονάνθρακες ανέρχονται σε κολοσσιαία ποσά. Οπότε, παρά την εμπλοκή της αμερικανικής ExxonMobil, οι δυο χώρες θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ανταγωνιστικές. Περισσότερα κοιτάσματα σημαίνει μείωση της τιμής του αγαθού και μείωση στα έσοδα του παραγωγού. Άρα, εάν η Ελλάδα δεν αξιοποιεί τα δικά της κοιτάσματα, στηρίζει τα συμφέροντα-έσοδα των ΗΠΑ, ενώ για την ίδια τα έσοδα είναι πολύ πιο κρίσιμα για την επιβίωσή της από μια χώρα κάτοχο του διεθνούς αποθεματικού νομίσματος.
Δεύτερον: Το αμερικανικό φυσικό αέριο προέρχεται από τη μέθοδο fracking (σχιστολιθικό αέριο), στην οποία –εντός ή εκτός εισαγωγικών– οι οικολόγοι παγκοσμίως έχουν κηρύξει πόλεμο. Στην Ελλάδα, όμως, η οικολογική ευαισθησία είναι επιλεκτική. Στρέφεται εναντίον του δυνητικού ελληνικού φυσικού αερίου, αλλά όχι εναντίον του εισαγόμενου, αμερικανικού ή άλλου! Κι αυτό, όταν τα έσοδα από την εξόρυξη φυσικού αερίου θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν πραγματικά πράσινες δράσεις στις τοπικές κοινωνίες. Μπορεί η κυβέρνηση να επισημαίνει για άλλες περιπτώσεις ότι “λεφτόδεντρα” δεν υπάρχουν, αλλά εν προκειμένω συμπεριφέρεται σαν να υπάρχουν!