Ρωσία-Κίνα: Γεωοικονομική και γεωστρατηγική σύμπλευση
27/02/2022Στις 4 Φεβρουαρίου, οι πρόεδροι της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Vladimir Putin και Xi Jinping, συναντήθηκαν δια ζώσης για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, επικαιροποιώντας την υψηλού στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασία μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, η οποία έχει εδραιωθεί από την 5η Ιουνίου 2019 και την ιστορική συνάντησή που έκαναν Ρωσία-Κίνα στο Διεθνές Οικονομικό Forum της Αγίας Πετρούπολης.
Σε μία περίοδο αυξημένης έντασης και έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, οι οποίες σηματοδοτούν την αργή μεν αλλά αδιαμφισβήτητη συρρίκνωση της αμερικανικής ηγεμονίας, οι δύο ηγέτες ανακοίνωσαν την σύναψη μίας μακροπρόθεσμης εμπορικής συμφωνίας, το ύψος της οποίας θα αγγίξει τα 117,5 δισ. δολάρια. Η συμφωνία προβλέπει την αύξηση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου (μέσω Καζακστάν) στον κορυφαίο εμπορικό της εταίρο κατά 100 εκατ. τόνους για την επόμενη δεκαετία, καθώς και την προμήθεια 10 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου κατ’ έτος για τα επόμενα 25 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, οι δύο ηγέτες επανέφεραν στο προσκήνιο την πρόθεσή τους να εντείνουν την σταδιακή αποδέσμευση των διακρατικών τους συναλλαγών από το δολάριο, αυξάνοντας την χρήση των εθνικών τους νομισμάτων (ρούβλι, γουάν/ρενμινμπί). Κίνα και Ρωσία γνωρίζουν πως η κυριαρχία του δολαρίου είναι η πρωταρχική αιτία των παγκοσμίων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
Η προσέγγιση που έκαναν Ρωσία-Κίνα
Έχοντας επιβληθεί ως το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, το δολάριο αξιοποιείται ως μέσο άσκησης πίεσης στον υπόλοιπο κόσμο, γεγονός που παρέχει στις ΗΠΑ την δυνατότητα να κυριαρχούν στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και να απειλούν κυρίαρχα κράτη μέσα από την εφαρμογή οικονομικών κυρώσεων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν (όπως και κάθε κυβέρνηση που εξυπηρετεί το βαθύ αμερικανικό κατεστημένο διαχρονικά), στην προσπάθειά της να επιβραδύνει την παρακμή της ευρωατλαντικής ηγεμονίας, φαίνεται διατεθειμένη να κάνει δύο πράγματα.
Αφ’ ενός να ενθαρρύνει την κλιμάκωση περιφερειακών και διεθνών κρίσεων (η ουκρανική κρίση είναι αναμφισβήτητα μία εξ αυτών), αφ’ ετέρου να επεκτείνει την ανορθολογική πολιτική επιβολής οικονομικών κυρώσεων εις βάρος των γεωπολιτικών αντιπάλων των Η.Π.Α., σε μία συγκυρία, μάλιστα, που το δολάριο προσπαθεί να ανακτήσει την δυναμική του. Αυτό, μετά από την πρόσφατη απόφαση της Federal Reserve να αυξήσει τα επιτόκια, αναθεωρώντας την προηγούμενη πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (αφειδής εκτύπωση “κορωνο-δολαρίου”), η οποία ουσιαστικά πλημμύρισε την παγκόσμια οικονομία με υπερβολική προσφορά χρήματος και ενέτεινε τις πληθωριστικές τάσεις παγκοσμίως.
Και εδώ έγκειται η πολύ μεγάλη σημασία της σινορωσικής προσέγγισης σε γεωοικονομικό επίπεδο, καθώς η κοινή πολιτική αποδέσμευσης από το δολάριο αποσκοπεί στον περιορισμό της δυνατότητας των ΗΠΑ να επιτυγχάνουν τους στόχους της εξωτερικής τους πολιτικής μέσω αυτού. Υπό αυτό το πρίσμα, οι δύο ηγέτες έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη να ενταθούν οι προσπάθειες συγκρότησης μίας ανεξάρτητης χρηματοοικονομικής υποδομής, που θα εγγυάται την ασφαλή εξυπηρέτηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, δίχως την επιρροή και παρέμβαση της Δύσης.
Η πιθανότητα ανάπτυξης ενός κοινού οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θα παρακάμπτει το παγκόσμιο δίκτυο SWIFT, ένα από τα κυριότερα εργαλεία οικονομικού ελέγχου και άσκησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, είναι περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ πιθανόν, οι δύο υπερδυνάμεις να επιλέξουν για τις οικονομικές τους συναλλαγές ένα ουδέτερο νόμισμα όπως το ευρώ.
Ρωσία-Κίνα και άλλες οικονομίες
Δεν θα πρέπει επίσης να αποκλείεται (δεδομένης της υψηλής εξειδίκευσης που παρουσιάζει η Κίνα στην έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογιών αιχμής και τεχνητής νοημοσύνης) το ενδεχόμενο αξιοποίησης της τεχνολογίας blockchain, με σκοπό την υιοθέτηση ενός κοινώς αποδεκτού ψηφιακού νομίσματος (όχι κατ’ ανάγκη κρυπτονομίσματος) συνδεδεμένου με τον χρυσό. Η επισημοποίηση των ανωτέρω προθέσεων, σύμφωνα με ειδική μελέτη του γράφοντος (“Η στρατηγική συμμαχία Ρωσίας-Κίνας και η ανασυγκρότηση του Διεθνούς Συστήματος”, 2019), θα θέσει τις βάσεις για την συγκρότηση ενός άρρηκτου γεωστρατηγικού και γεωοικονομικού πυρήνα.
Γύρω από αυτό ενδέχεται να συσπειρωθούν κράτη, οι οικονομίες των οποίων έχουν επιβαρυνθεί από τις αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις (π.χ. Ιράν, Βενεζουέλα), περιφερειακές δυνάμεις, αλλά και κυρίαρχα κράτη που δεν θα αντιμετώπιζαν με αδιαφορία το ενδεχόμενο “απο-δολαριοποίησης” των οικονομιών τους, συμπεριλαμβανομένων και των πετρελαιομοναρχιών του περσικού κόλπου. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, είναι παραπάνω από πιθανή η διεύρυνση της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης, του Συμφώνου της Σαγκάης, των BRICS, καθώς και η εντονότερη αλληλεπίδραση αυτών με την Ένωση των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και τα κράτη της Λατινικής Αμερικής.
Η δε προσχώρηση και της Ινδίας σε έναν διευρυμένο στρατηγικό πυρήνα (η συγκρότηση του οποίου προϋποθέτει μία αμοιβαίως αποδεκτή συνθήκη ισορροπίας μεταξύ Κίνας και Ινδίας, με την μεσολάβηση της Ρωσίας), θα μπορούσε να επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στην αναχωματική σημασία της Rimland. Καθώς και να επιταχύνει τις διαδικασίες αφ’ ενός μίας ευρύτατης ενσωμάτωσης του ευρασιατικού χώρου στο BRI, αφ’ ετέρου της ενθάρρυνσης ακόμα και παραδοσιακών δυτικών δυνάμεων να αποδεσμευθούν από το αμερικανικό στρατηγικό μονοπώλιο.
Σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι παραπάνω υποθέσεις, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το χερσαίο γεωστρατηγικό υπερσύστημα που αποτελούν Ρωσία-Κίνα (ιδίως δε στην περίπτωση που ενσωματώσουν επισήμως και το στρατιωτικό σκέλος στην ήδη ισχυρή στρατηγική τους συμμαχία και δεδομένης της προοπτικής μελλοντικής αξιοποίησης του αρκτικού διαδρόμου) θα μετασχηματιστεί σε έναν πανίσχυρο υβριδικό γεωστρατηγικό πόλο, ο οποίος θα διαπραγματευτεί από θέση ισχύος μία νέα παγκόσμια συνθήκη στρατηγικής ισορροπίας με τις αγγλοσαξονικές δυνάμεις.