Σκάνδαλο και στο ταμείο-καμάρι της Νορβηγίας – Πως αντέδρασαν οι Σκανδιναβοί
12/09/2020Ένα “φουρτουνιασμένο” καλοκαίρι πέρασε το μεγαλύτερο κρατικό ταμείο του κόσμου, ήτοι το συνταξιοδοτικό ταμείο του νορβηγικού δημοσίου, το οποίο εκμεταλλεύεται τα έσοδα του νορβηγικού πετρελαίου και διαθέτει συνολικά περιουσιακά στοιχεία περίπου ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Το μεγάλο πλήγμα ανακοινώθηκε στα μέσα Αυγούστου, όταν έγινε γνωστό ότι οι απώλειες του Ταμείου το πρώτο μισό του 2020 ανήλθαν σε 20-21 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πρόκειται για μια πτώση 3,4%, η οποία οφείλεται στις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού, τις οποίες δεν θα μπορούσε το Ταμείο να αποφύγει, δεδομένου ότι διαθέτει επενδύσεις σε πάνω από 9.100 επιχειρήσεις ανά τον κόσμο, τίτλους και προγράμματα. Τη μεγαλύτερη πτώση, συγκεκριμένα, είχαν οι μετοχές του στον τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου –όπως στη Shell– οι οποίες έχασαν το 33,1% της αξίας τους.
Πτώση σημείωσαν και οι τραπεζικές μετοχές που διακατέχει το Ταμείο, κυρίως στην HSBC και τη JP Morgan. Πάντως, ένα 14,2% “επεστράφη” χάρη στην καλή επίδοση των τεχνολογικών μετοχών του, σε εταιρείες όπως η Amazon, η Microsoft και η Apple. Παρά την κάλυψη μέρους από τις ζημιές κατά το β’ τρίμηνο, οι ιθύνοντες της κεντρικής τράπεζας, Norges Bank, που διαχειρίζεται το Ταμείο, κρατούν “μικρό καλάθι” για την πολυαναμενόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Μιλούν για παρατεταμένη αβεβαιότητα και δεν συμμερίζονται διόλου τις αισιόδοξες προβλέψεις που βασίζονται στην άνοδο των χρηματιστηρίων. Για την ακρίβεια, θεωρούν ότι οι χρηματαγορές «είναι αποσυνδεδεμένες από την πραγματική οικονομία», σχολίασε το αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Norges, Τροντ Γκράντε, καθώς «υπερτροφοδοτούνται» από τα πακέτα ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο.
Επιπλέον, οι συνέπειες της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων στον τουρισμό δεν έχουν φανεί ακόμα πλήρως, ενώ ταυτόχρονα τα κράτη δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να διατηρούν μέτρα στήριξης επ’ αόριστον.
“Θύελλα” για την ηγεσία του Ταμείου
Εν όψει των νέων δεδομένων που διαμορφώνονται ένεκα της πανδημίας, η Νορβηγία αναζητά τρόπους να διατηρήσει και να αυξήσει την οικονομική επιφάνεια του Ταμείου. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει να ξεκαθαρίσει το τοπίο με την ηγεσία του, μετά και την ανακοίνωση, από το Μάρτιο, ότι ο CEO Ίνγκβε Σλίνγκσταντ θα παραιτείτο από τη θέση του (η παραίτηση ήταν γνωστή από τον περασμένο Οκτώβριο).
Ωστόσο, ο νέος διεθύνων σύμβουλος Νικολάι Τάνγκεν δέχθηκε έντονη κριτική για τον τρόπο διαχείρισης της προσωπικής του περιουσίας. Πριν την ανάληψη των ηνίων στη Norges Bank, την 1η Σεπτεμβρίου, βρισκόταν επικεφαλής του hedge fund ΑΚΟ Capital. Η τοποθέτησή του τον έθεσε στο στόχαστρο πολιτικών κομμάτων, συνδικαλιστικών φορέων και ΜΜΕ, για δύο λόγους.
- Πρώτον, ο τρόπος επιλογής και πρόσληψής του εμφανίζεται αδιαφανής, αφού το όνομά του δεν υπήρχε στην αρχική “λίστα” υποψηφίων για τη θέση.
- Δεύτερον, τέθηκε θέμα σύγκρουσης συμφερόντων, λόγω της συμμετοχής του στην AKO Capital.
Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε ότι ο Τάνγκεν θα διατηρούσε το 43% της AKO, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων της τοποθετημένα στα νησιά Κέιμαν, που αποτελεί φορολογικό “παράδεισο”. Μετά τις αντιδράσεις των κομμάτων, ο Τάνγκεν έσπευσε να πουλήσει το μερίδιό του, αφού η τοποθέτησή του έγινε θέμα συζήτησης σε κοινοβουλευτική συνεδρίαση στο Όσλο, με αντικείμενο τόσο τα περιουσιακά του στοιχεία όσο και τον τρόπο διαχείρισης των προσωπικών του επενδύσεων. Να σημειωθεί ότι η προσωπική του περιουσία ξεπερνά τα 500 εκατομμύρια δολάρια.
Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί ένα μίνι σκάνδαλο οικονομικής φύσεως, αναφορικά με ταξίδι που “προσέφερε” ο Τάνγκεν στον προκάτοχό του, με ιδιωτικό τζετ, τον περασμένο Νοέμβριο, σε αποκλειστικό συνέδριο που διοργάνωσε ο ίδιος στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Ο Τάνγκεν πλήρωσε 1,4 εκατ. δολαρία για το ταξίδι του Σλίνγκσταντ.
Αυστηρότερα επενδυτικά κριτήρια
Πέρα από τα “εσωτερικά” προβλήματα του κρατικού συνταξιοδοτικού Ταμείου, πάντως, οι Νορβηγοί φαίνονται διατεθειμένοι να προσαρμόσουν την επενδυτική τους στρατηγική. Αυτή αφορά αφενός στην περαιτέρω “απεξάρτηση” από τον κλάδο του πετρελαίου – ήδη άλλωστε αντλεί μόνο ένα μέρος των εσόδων του από αυτό. Αφετέρου, όμως, χαράσσει νέα κριτήρια για το πού θα επενδύονται τα χρήματα των Νορβηγών φορολογουμένων.
Εν μέσω της πανδημίας, η Norges Bank ανακοίνωσε τη διεύρυνση της “μαύρης λίστας” των εταιρειών στις οποίες παύει ή απέχει από το να επενδύει, για λόγους διαφάνειας και ηθικής, αλλά και για λόγους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Έτσι, στη μαύρη λίστα βρέθηκαν μεγάλες γνωστές εταιρείες εξόρυξης, όπως η Glencore και η Anglo American, ενώ το Ταμείο “φεύγει” από εταιρείες ενέργειας όπως η γερμανική RWE, η αυστραλιανή AGL και η νοτιοαφρικανική Sasol.
Η οδηγία του νορβηγικού κοινοβουλίου για περαιτέρω μείωση της συμμετοχής του Ταμείου σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων βρίσκεται πάντοτε σε ισχύ, ενώ κάθε τόσο αποκλείονται διάφορες επιχειρήσεις από το νορβηγικό πορτφόλιο, επειδή έχουν υψηλές εκπομπές ρύπων(!). Άλλα κριτήρια περιλαμβάνουν τη συμμετοχή μιας εταιρείας στην παραγωγή πυρηνικών όπλων, το κατά πόσο σέβεται τα εργασιακά δικαιώματα κ.ά.