Στο ίδιο έργο θεατές στην οικονομία
16/09/2021Η ελληνική οικονομία επλήγη βαθύτατα από μια δεκαετία περιοριστικών πολιτικών και, ακόμη περισσότερο από τις επανειλημμένες καραντίνες για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Η διεθνής τραπεζική κρίση του 2007-2008 δεν έπληξε ευθέως τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δεν είχαν εκτεθεί στα αμερικανικά τοξικά ομόλογα.
Όμως, το κλείσιμο των διεθνών χρηματαγορών (Οκτώβριος 2008) ανέδειξε πόσο αδύναμο και ρηχό ήταν το τραπεζικό μας σύστημα, το οποίο διασώθηκε μόνον μετά την παρέμβαση του κράτους (πακέτο Αλογοσκούφη και όσα ακολούθησαν). Το “κούρεμα” των ομολόγων, που ακολούθησε, ουσιαστικώς διέλυσε το τραπεζικό σύστημα που γνωρίζαμε.
Επρόκειτο για την πλήρη, de facto, διάψευση των πολιτικών, που είχε ακολουθηθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, υπέρ της καταναλωτικής πίστεως και εις βάρος της χρηματοδοτήσεως της παραγωγής, με τελικό στόχο την δημιουργία χρηματιστηριακών υπεραξιών, δηλαδή μιας φούσκας!
Δυστυχώς, οι άνθρωποι που με περίσσεια αλαζονεία, αλλά και απρονοησία, ενορχήστρωσαν την διόγκωση του τραπεζικού συστήματος από το 1990 μέχρι το 2008, όχι μόνον δεν ανέλαβαν τις ευθύνες τους, αλλά, συνεχίζουν να ελέγχουν το σημερινό τραπεζικό σύστημα, επαναλαμβάνοντας τα τραγικά λάθη του παρελθόντος σαν τίποτα να μην συνέβη! Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων αδυνατεί να χρηματοδοτηθεί.
Αφ’ ενός, η συσταλτική πολιτική των τραπεζών και, αφ’ ετέρου η αντικειμενική τους αδυναμία να αξιολογήσουν αιτήματα επιχειρηματικής πίστεως, λόγω αποψιλώσεως του δικτύου τους από ικανά και έμπειρα στελέχη, έχουν δημιουργήσει συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας και τρομακτικής ελλείψεως ρευστότητας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι μη εξυπηρετούμενες χρηματοδοτικές ανάγκες, των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ανέρχονται σε τουλάχιστον πέντε δισεκατομμύρια ευρώ, τις οποίες το τραπεζικό σύστημα αποφεύγει ή αρνείται να καλύψει ενώ δεν υπάρχουν εναλλακτικές πηγές.
Μηχανισμός εξυγίανσης
Αναμφιβόλως, υπάρχουν πολλές μικρομεσαίες, οι οποίες δεν διαθέτουν πιστοληπτική ικανότητα για διαφόρους λόγους: Λειτουργικές αδυναμίες, δυσμενή στοιχεία, αδιαφανής εταιρική διακυβέρνηση, ανύπαρκτη κοστολόγηση και λανθασμένη τιμολόγηση κλπ, αλλά ο μόνος πραγματικός λόγος να αφεθούν οι επιχειρήσεις αυτές στην τύχη τους είναι η έλλειψη πρωτογενούς βιωσιμότητος, δηλαδή τα χαμηλά περιθώρια μικτού κέρδους.
Οι περισσότερες εξ αυτών, άλλωστε, απέδειξαν την ανθεκτικότητά τους, επιβιώνοντας της οικονομικής κρίσεως και σήμερα λειτουργούν σε χαμηλό, έστω, επίπεδο, αλλά σχεδόν αυτοχρηματοδοτούμενες. Η κρίση λειτούργησε και ως μηχανισμός εξυγίανσης της αγοράς, αφού η πλειοψηφία των προβληματικών και λαθρόβιων επιχειρήσεων έκλεισαν, αφήνοντας ελεύθερο τον ανταγωνισμό για τις υγιέστερες και ανθεκτικότερες.
Η ελληνική οικονομία έχει πολύ μεγάλα περιθώρια βελτιώσεως. Όμως, αναπτυξιακή πολιτική είναι μόνον αυτή που θα ενισχύει την εγχώριο παραγωγή ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή στο ΑΕΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν). Άρα, είναι μια πολιτική προσανατολισμένη στην ενίσχυση της παραγωγής. Κάθε παραγωγής; Όχι! Αναφέρομαι στην ενίσχυση παραγωγικών επιχειρήσεων που παράγουν –ή που θέλουν να παράγουν– προϊόντα υψηλής εγχωρίου προστιθεμένης αξίας και διεθνώς εμπορεύσιμων.
Συνήθως, τα διεθνώς εμπορεύσιμα, δηλαδή εξαγώγιμα, είναι υψηλής εγχωρίου προστιθεμένης αξίας. Όμως, το πλέον διεθνώς εμπορεύσιμο ελληνικό προϊόν, ο τουρισμός, είναι πολύ αμφίβολο για το πόσο υψηλή εγχώριο προστιθεμένη αξία περιέχει. Δεν μπορώ να το αποδείξω –ούτε και ξέρω κάποιον που να μπορεί– αλλά πιστεύω πως τουλάχιστον 80% της αλυσιδωτής αξίας του τουριστικού προϊόντος είναι εισαγόμενο.
Βιομηχανοκεντρικό μοντέλο
Την τελευταία 40ετία η οικονομία μας απλώς ανακυκλώνει προσόδους και απομακρύνεται από τις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής. Έτσι, δεν μπορεί να προσφέρει ικανοποιητικές αμοιβές ώστε να κρατήσει εδώ τα καλά μυαλά. Ούτε παράγονται αρκετά και υγιή φορολογικά έσοδα ώστε να χρηματοδοτηθεί το κοινωνικό κράτος για τους πολλούς. Όμως, η ανάπτυξη και η ευημερία εδραιώθηκαν μόνον σε οικονομίες με μεγάλο εξαγωγικό τομέα και με κοινωνική συναίνεση για την αξία των παραγωγικών επιχειρήσεων.
Το νέο οικονομικό μας υπόδειγμα πρέπει να είναι βιομηχανοκεντρικό! Η βιομηχανία είναι η κινητήριος δύναμη μιας ορθολογικής οικονομίας. Η βιομηχανία είναι ο πραγματικός παραγωγός, αυτή που δίνει αξία τόσο στα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα, μεταποιώντας τα, όσο και στις ικανότητες των ανθρώπων, μετατρέποντάς τες σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα! Η βιομηχανία είναι που καθιστά τον τουρισμό παράγοντα ανάπτυξης, προωθώντας μέσω αυτού προϊόντα υψηλής εγχωρίου προστιθεμένης αξίας.
Η χώρα μας, κάποτε, διέθετε σημαντική βιομηχανία. Η αποβιομηχάνιση άρχισε ήδη από τα τέλη της 10ετίας του ‘70, αλλά μέχρι και το 1990 η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ ήταν 30,5% ενώ το 2017 είχε μειωθεί στο 16,9%! Διόλου τυχαίο, ο πάλαι ποτέ κραταιός σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων έχει μετατραπεί σε Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών ενώ, πλέον, δεν διαθέτει βιομήχανο πρόεδρο! Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του δήθεν εκσυγχρονισμού, του Κώστα Σημίτη, που απλώς ρύθμιζε την κατανομή του κρατικού χρήματος στους διαπλεκόμενους κρατικοδίαιτους μεταπράτες.
Σήμερα ζούμε μια επανάληψη του ίδιου έργου. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι παρά κακέκτυπο των κυβερνήσεων Σημίτη. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι πολιτικές επιλογές της κυβερνήσεως Μητσοτάκη για την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ μικρή σχέση έχουν με τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Ουσιαστικώς, πρόκειται για μια διανομή δημοσίου χρήματος μεταξύ διαπλεκόμενων οικονομικών ομίλων, οι οποίοι ελάχιστη εγχώριο προστιθεμένη αξία παράγουν.
Ταμεία Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ
Τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ θα πάνε σε “επενδύσεις” που δεν θα ενισχύσουν την εγχώριο προστιθεμένη αξία, αλλά θα επιστρέψουν στα ταμεία των ξένων παραγωγών ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών, λογισμικού και λοιπών προϊόντων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα χρηματοδοτηθούν μερικά ακόμη δημόσια έργα συγκοινωνιακών υποδομών.
Ταυτοχρόνως, για άλλη μια φορά, ετοιμάζεται σκηνικό χρηματιστηριακής ανόδου, όπως θα σηματοδοτήσει η αναμενόμενη αλλαγή στην ηγεσία της Ε.Χ.Α.Ε. Η διαφορά είναι ότι, πλέον, δεν υπάρχει η τεράστια ρευστότητα εκείνης της εποχής, ούτε το ανάλογο τραπεζικό σύστημα κλπ. Το κυριότερο είναι ότι η οικονομία δεν διανύει ανοδικό κύκλο.
Η υποτιθέμενη και πολυδιαφημιζόμενη αύξηση του ΑΕΠ, κατά το τρέχον έτος, αφ’ ενός, αντανακλά κυρίως την επίπτωση των επιδοτήσεων που μοίρασε η κυβέρνηση για να αντισταθμίσει την καταστροφική πολιτική των lockdown και, αφ’ ετέρου, δεν έχει ανακτήσει ούτε το μισό της υφέσεως του 2020, το οποίο πρέπει να κυμαίνεται περί το 20%.
Ταυτοχρόνως, τα δίδυμα ελλείμματα συνεχίζουν να διογκώνονται, καταδεικνύοντας την επείγουσα ανάγκη αλλαγής υποδείγματος, όπως την περιέγραψα ανωτέρω. Η μεσαία τάξη στη χώρα μας διαλύεται επειδή δεν διαθέτει βιομηχανία για να την στηρίξει. Μαζί της διαλύεται ολόκληρη η χώρα…