Στον αδιέξοδο δρόμο της δημοσιονομικής πειθαρχίας συνεχίζει η Ευρώπη
09/10/2024Η επιτάχυνση και η αναβάθμιση του καθεστώτος της παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, με κινητήρια δύναμη τη σύζευξη της παγκοσμιότητας και ευρωπαϊκότητας των αγορών, των νέων τεχνολογιών και της ανταγωνιστικότητας χαμηλού κόστους, συνέβαλε καθοριστικά, μεταξύ άλλων, στην αναδιάρθρωση της γεωγραφίας της παραγωγής και στην αλλαγή του γεωπολιτικού-γεωοικονομικού συσχετισμού δυνάμεων.
Παράλληλα μαζί με τη πλήρη απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων σε διεθνές επίπεδο δημιούργησαν συνθήκες σημαντικής αύξησης της μόλυνσης του περιβάλλοντος, ανησυχητικής διεύρυνσης των ανισοτήτων στο εισόδημα και τον πλούτο, φτωχοποίηση του πληθυσμού και αύξησης σε υψηλά επίπεδα της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Στο περιβάλλον αυτό, η συντελούμενη άνιση κατανομή των ωφελειών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε διεθνές επίπεδο, παραβλέπεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), την Παγκόσμια Τράπεζα, τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, κλπ, συμβάλλοντας, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, με τις παρεμβάσεις τους σε διεθνές κι ευρωπαϊκό επίπεδο στην διεύρυνση, μεταξύ άλλων, των ανισοτήτων, της κοινωνικής, δημογραφικής, και κλιματικής κρίσης.
Στις συνθήκες αυτές είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι παρά τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα, συνεχίζουν να προβάλλουν την λανθασμένη τεχνικά και επιστημονικά άποψη, ότι “οι πολιτικές κοινωνικής συνοχής και αναδιανομής του εισοδήματος υπονομεύουν την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη της διεθνούς και της ευρωπαϊκής οικονομίας.”
Έτσι, κατά την άποψη τους, το συντελούμενο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα της πλήρους απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο συνέβαλε στις νέες συνθήκες της ταχείας εξέλιξης της ψηφιακής τεχνολογίας, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, κλπ, παραβλέποντας, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, τόσο την ανισοκατανομή, μεταξύ των κρατών, των επενδυτικών κεφαλαίων και των νέων αυτοματοποιημένων τεχνολογιών, όσο και την συντελούμενη εργασιακή και κοινωνική αποδιάρθρωση στις αναπτυσσόμενες και τις ανεπτυγμένες οικονομίες σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Ευρώπη σε δημοσιονομική πειθαρχία
Ειδικότερα στην Ευρώπη η παρατηρούμενη και συνοδευόμενη τεχνολογική, παραγωγική και επενδυτική υστέρηση από την επιστροφή (2025) στους δημοσιονομικούς κανόνες (μείωση 3% του ΑΕΠ του δημόσιου ελλείμματος, και 60% του ΑΕΠ του δημόσιου χρέους) του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σημαίνει ότι σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο έλλειμμα είναι μεγαλύτερο από 3% του ΑΕΠ, θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο χρέος κυμαίνεται 60%-90% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ποσοστιαίες μονάδες ετησίως, ενώ σε κράτη-μέλη όπου το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 90% θα μειώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Βέβαια παρά το γεγονός ότι επισήμως εξαιρούνται οι κοινωνικές δαπάνες και οι δαπάνες της κλιματικής μετάβασης, της ψηφιακής τεχνολογίας και της άμυνας, εντούτοις διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις με την έννοια ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα οδηγήσουν σε ιεράρχηση προτεραιοτήτων σε βάρος των κοινωνικών δαπανών και σε όφελος των άλλων τριών κατηγοριών δαπανών, οι οποίες υπερασπίζονται ένθερμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Amandine Crespy, Universite Libre de Bruxelles, 2023).
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το μακρο-οικονομικό υπόδειγμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζεται στο νεοκλασικό υπόδειγμα της μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης του R.Solow (1956) (βραβείο Νόμπελ Οικονομικών – 1987) στο οποίο η έννοια της εξωγενούς τεχνολογικής προόδου θεωρείται ότι αποτελεί την κινητήρια δύναμη της οικονομικής μεγέθυνσης.
Ειδικότερα το συγκεκριμένο υπόδειγμα του R.Solow υπογραμμίζει τον ρόλο παραγόντων, όπως η συσσώρευση κεφαλαίου, η αύξηση του εργατικού δυναμικού και η τεχνολογική πρόοδος στην εξήγηση της μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης. Η έρευνα του R.Solow έδειξε ότι οι αυξήσεις στις εισροές κεφαλαίου και εργασίας από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να εξηγήσουν πλήρως την διαρκή οικονομική μεγέθυνση, τονίζοντας τη σημασία της τεχνολογικής προόδου και της καινοτομίας.
Παράγοντες που αγνοεί η Ευρώπη
Όμως στη σημερινή κοινωνικο-οικονομική, κλιματική, δημογραφική, κλπ πραγματικότητα της Ευρώπης δεν λαμβάνει υπόψη, για παράδειγμα, τόσο τις επενδύσεις αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, όσο και αυτές της κλιματικής μετάβασης. Αγνοεί την ενέργεια ως βασικό συστατικό στοιχείο της παραγωγής. Επίσης δεν λαμβάνει υπόψη άλλες σημερινές και μελλοντικές ευρωπαϊκές επιδιώξεις και προκλήσεις, όπως για παράδειγμα την επαναβιομηχάνιση ή την ψηφιοποίηση ή την γήρανση του πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι οι επτά χώρες της ευρωζώνης που αντιπροσωπεύουν το 55% του ΑΕΠ της ΕΕ των 27 και παρουσιάζουν υπερβολικό έλλειμμα και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, θα πρέπει να εφαρμόσουν περιοριστικές πολιτικές, δεν θα πρέπει να αντιμετωπισθούν αποκλειστικά και μόνο με το κριτήριο του ύψους του δημόσιου χρέους τους.
Κι’ αυτό επειδή μία τέτοια επιλογή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αναδείξει έναν σοβαρό προβληματισμό και μία έντονη ανησυχία για την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτύχει, σε συνθήκες των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τόσο τον αναγκαίο ευρωπαϊκό μετασχηματισμό του σχεδιασμού, των επενδύσεων και της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών που είναι απαραίτητη για την κυριαρχία και την αυτονομία της (Justin Delepine, Alternatives Economiques, 7/6/2024), όσο και την αναβάθμιση της Ευρώπης ως ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής δύναμης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Διαφορετικά εάν η Ευρώπη, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη (2024) εργασία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), δεν βασιστεί σε ενδογενή υποδείγματα ανάπτυξης και δεν εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας, τόσο με την επιτάχυνση των επενδύσεων (που θα χρηματοδοτηθούν με κοινό δανεισμό-δημοσιονομικοί κανόνες στην Ευρώπη, όσο και με την αναβάθμιση της δημόσιας παρέμβασης, τότε, όπως εκτιμάται (Patrick Artus, Alternatives Economiques, 3/8/2024), η συμμετοχή της στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 22% που είναι σήμερα θα μειωθεί σε 15% το 2050, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, για το βιοτικό επίπεδο των επόμενων γενεών.